Ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη) γεννήθηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1897 καί κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ τόν Μάρτιο τοῦ 1992, ἔζησε δηλαδή 95 ὁλόκληρα χρόνια. Εἶναι ἀπό ἐκεῖνες τίς γυναῖκες πού ἀφιέρωσαν τή ζωή τους στόν Κύριο καί βοήθησαν καί ἄλλους πολλούς μέ τήν καθοδήγησή της στήν εὕρεση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δέν θά ἦταν ὑπερβολή ἄν λέγαμε ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή της ὑπῆρξε ἕνα «ναί» στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἀποτάξει ὁτιδήποτε δικό της, ἰδιαιτέρως ἀφότου ἔνιωσε τήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά ἱεραποστολή, ζοῦσε γιά νά πορεύεται μέ τρόπο ἀπόλυτο στά βήματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Εἶμαι τό φούτ-μπώλ τῶν ἀγγέλων» συνήθιζε νά λέει πολλές φορές,  ἀκριβῶς γιά νά δηλώσει ὅτι δέν εἶχε δικό της πρόγραμμα, ἀλλά ὅτι τό πρόγραμμά της βρισκόταν στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
Εἶπαν κάποιοι ὅτι μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς συνέχεια τῶν μεγάλων ἀμμάδων τῶν παλαιοτέρων ἐποχῶν. Κι εἶναι ἀλήθεια. Μά ἴσως θά ἦταν καλύτερα νά λέγαμε ὅτι συνεχίζει τό παράδειγμα τῆς ἁγίας Φιλοθέης. Διότι ναί μέν ἦταν πλήρως ἀφιερωμένη στόν Θεό, μά ἡ ἀφιέρωσή της αὐτή ἐκφράστηκε μέσα ἀπό τό χάρισμα καί τήν κλήση τῆς ἱεραποστολῆς. Συνδύαζε ἡ Γαβριηλία, σάν τήν ἁγία Φιλοθέη, τή ζωή τῆς ἄσκησης καί τῆς προσευχῆς μέ τήν κοινωνική προσφορά. Ἦταν μία ἀλήθεια ἄλλωστε πού καί ἡ ἴδια εἶχε ἐπισημάνει: «Ἡ ἁγία Φιλοθέη – εἶχε πεῖ σέ κάποια ὁμιλία της στήν Ἀθήνα τό 1989 – νομίζω ὅτι εἶναι ἡ πρόδρομος ὅλων τῶν ἱεραποστόλων γυναικῶν πού ἔγιναν ποτέ στόν κόσμο. Μέ τί δύναμη! Μέ τί πίστη! Μέσα σέ τέτοιο σκοτάδι καί σκλαβιά… Καί πόσες ψυχές ἔσωσε. Καί πόσα νειάτα σώθηκαν ἐξαιτίας της
Ἡ ἴδια πράγματι ὑπῆρξε μία μεγάλη ἱεραπόστολος. Ἀφότου ἔνιωσε τήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά τό ἔργο αὐτό – καί τήν ἔνιωσε σέ ὥριμη πιά ἡλικία, μετά τίς σπουδές της καί τήν προσφορά της στήν Ἀγγλία κυρίως –  δέν ἔπαψε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της νά κηρύσσει τόν Χριστό σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς.
Τή χαριτωμένη ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ψυχή της «ὀφράνθηκαν» ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦν καί ἐμᾶς τούς πνευματικά νηπίους, νά παραδειγματιστοῦμε ἀπό τή ζωή της, ἰδίως στήν ἐναπόθεση τῶν πάντων στά χέρια τοῦ Θεοῦ, τό «ἄφημα» σ’ Αὐτόν, ὅπως συνήθιζε ἡ ἴδια νά λέγει. Ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ἅγιος Γέροντας τῆς Πάτμου Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, ὁ ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ὁ ἅγιος ἱεραπόστολος τῆς Ἰνδίας π. Λάζαρος Μούρ, ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Κισσάμου καί Σελίνου Εἰρηναῖος, εἶναι ἀπό ἐκείνους τούς πολλούς πού μᾶς ἀφυπνίζουν προκειμένου νά ἐμπιστευόμαστε τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, παραπέμποντάς μας, ὁ καθένας μέ τόν τροπο του, καί στό παράδειγμα τῆς ἁγιασμένης ζωῆς τῆς Γερόντισσας Γαβριηλίας. Τά παρακάτω λόγια της εἶναι ἀπολύτως ἐνδεικτικά αὐτῆς τῆς ἀλήθειας.
 
«Ἔκανα πολλές μετακινήσεις στή ζωή μου καί τύχαινε νά πηγαίνω ἀπό τόπο σέ τόπο, χωρίς νά ἔχω καμμιά ἀσφάλεια ὑλική καί πάντα νά ἔχω τήν προστασία τῶν Ἀγγέλων. Ἔλεγα καί λέω: “Πάω ἀπό τό καλό στό καλύτερο”. Κι ἄς εἶναι καί στό χειρότερο καί στό πιό δύσκολο σωματικά, ἀλλά πάντοτε μέ χαρά. Γιατί ἤξερα ὅτι εἶναι στό Πρόγραμμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, παιδί μου, νά τό κάνεις ὅλον τόν καιρό. Ὅπου κι ἄν βρίσκεσαι. Ὅποιος κι ἄν σέ περιτριγυρίζει. Ὅποιος κι ἄν σέ προσβάλλει ἤ σέ στενοχωρεῖ. Ὅποιος κι ἄν σέ ἀγαπᾶ. ΟΛΑ ὅσα γίνονται εἶναι στό Πρόγραμμα τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό, θά τ’ ἀγαπᾶς…» («Γερόντισσα Γαβριηλία, Ἡ ἀσκητική τῆς ἀγάπης»).  
 
1. «Ἔκανα πολλές μετακινήσεις στή ζωή μου… χωρίς καμμιά ἀσφάλεια ὑλική».
 
Ἀποτελεῖ παραδοξότητα ἡ ζωή τῆς Γερόντισσας Γαβριηλίας. Αὐτή πού μεγάλωσε ὡς πριγκιποπούλα, αὐτή πού τά πάντα τά εἶχε στά πόδια της, αὐτή πού ἦταν τό χαϊδεμένο παιδί στό ὁποῖο δέν χάλαγαν ποτέ χατίρι οἱ γονεῖς της, ἡ ἴδια μετά ἀπό κάποια χρόνια, μέ δική της ἐπιλογή, γίνεται πάμπτωχη: ἀφήνει ὅλα τά καλά καί τήν περιουσία της, προκειμένου νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο, ἐκεῖ πού τήν καθοδηγούσε, πάντα ὅμως καθ’ ὑπακοήν στόν πνευματικό της, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αἰτία γιά τή ριζική αὐτή ἀλλαγή της ἦταν ἡ συνειδητοποίηση τοῦ μάταιου τῆς ζωῆς, ὅταν στά χέρια της ἡ μητέρα της ἄφησε τήν τελευταία της πνοή. Ἡ ἴδια ὁμολογεῖ: «Ἡ ἡμέρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ μας, ἡ ἡμέρα τῆς ἐσωτερικῆς μου κρίσης, ἦταν ἡ ἡμέρα πού ἔκοψε καί τόν τελευταῖο δεσμό πού μ’ ἔδενε στήν κανονική, ὑλική ζωή σ’ αὐτήν τή Γῆ. Εἶχα πεθάνει. Ἤμουν πιά νεκρή γιά τόν Κόσμο. Τό μοναδικό ἑπόμενο βῆμα πού ἀνοιγόταν μπροστά μου ἦταν τό ἀποφασιστικό βῆμα μιᾶς προσπάθειας, τό Ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς καί τό Ἀκολούθει μοι!» (βλ. Ἡ ἀσκητική τῆς ἀγάπης).
Ἔκτοτε ἡ ἀκολουθία τοῦ Κυρίου γίνεται τό μοναδικό ἐνδιαφέρον στοιχεῖο τῆς ζωῆς της. Ἡ προτεραιότητα τῆς ἀγάπης της πρός Αὐτόν καθίσταται ἡ μόνιμη ἐπιλογή της, ἔχοντας βεβαίως τήν ἐπίγνωση ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτή διέρχεται μέσα ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ ἀκόμη ἐνεργοῦ ἐγωϊστικοῦ ἑαυτοῦ καί τῆς πλανεμένης πεποίθησης στήν «ἀσφάλεια» τῶν ὑλικῶν αἰσθήσεων. Τό νά ἀφήνεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό ἦταν ἡ κλήση καί ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου, ἦταν καί τό ἀγώνισμα πού δοκίμαζε τήν πίστη της. Σταδιακά, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, «ἔβλεπε» τήν παρουσία Του στή ζωή της, αἰσθανόταν ἐνεργά τήν Πρόνοιά Του μέσα καί ἀπό τήν ἐπενέργεια τοῦ ἁγίου ἀγγέλου της. «Στήν ἀρχή – ἐξομολογεῖται καί πάλι ἡ ἴδια – πρίν νά βρῶ τόν τρόπο, πολλές φορές ἔβαζα σέ δοκιμή τήν πίστη μου. Ἔλεγα: “Ἄν τολμήσω νά κάνω αὐτό, ὁ Θεός θά μέ σώσει;” Ἔβλεπα ὥς ποῦ ἔφθανε τό ἄφημα. Καί τόση πολλή βεβαιότητα μοῦ ἔδινε αὐτό τό γύμνασμα, ἀφήνοντας τόν ἑαυτό μου στά Χέρια Του, πού ὕστερα πιά, μέ βεβαιότητα πήγαινα… Ὅπως κι ὥς σήμερα. Ἡ προεργασία ὅμως ἦταν ἡ Παραβολή τοῦ Πλουσίου Νεανία πού ἦρθε καί ρώτησε τόν Χριστό “τί νά κάνω”; κι Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: “Ὕπαγε, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί ἀκολούθει μοι”… Αὐτό μέ “κυνηγοῦσε” ὅπου πήγαινα. Στό τέλος εἶπα: “Καλά λοιπόν… Θά κερδίζω καί δέν θά κάνω ἀπόθεμα καθόλου” καί δέν ἔβαλα ποτέ χρήματα σέ Τράπεζα» (Ἡ ἀσκητική).
Σημειώνει κι ἡ Γερόντισσα Φιλοθέη τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου τῆς Παναγίας τῶν Βρυούλων στό νέο βιβλίο της γιά τή Γερόντισσα Γαβριηλία («Ἡ Γερόντισσα τῆς Χαρᾶς»): «Ἀφέθηκε στά χέρια τοῦ Θεοῦ σάν τό φυλλαράκι πού τό πάει ὁ ἄνεμος ὅπου θέλει, σάν τήν πλαστελίνη, γιά νά τῆς δώσει ὁ Θεός ὅ,τι σχῆμα ἤθελε. Ἐπανέλαβε σάν τήν Παναγία τό “γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου”. Καί ἀπ’ ὅπου καί ἄν πέρασε, ἄφησε πίσω της τά σημάδια τῆς παρουσίας Ἐκείνου πού τήν ἔστελνε, Ἐκείνου πού τήν ταξίδευε στήν ἀγκαλιά Του. Ἀπό τή στιγμή πού εἶπε τό πρῶτο “ναί” στό κάλεσμα τοῦ Κυρίου, πού τῆς μίλησε πολύ προσωπικά, παραμονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ 1954, μόλις κοιμήθηκε ἡ μητέρα της, ἀκολούθησε κατά γράμμα τό Εὐαγγέλιο».
 
2. «Ὅλα εἶναι στό πρόγραμμα τοῦ Θεοῦ».
 
Ἡ βαθειά πεποίθηση τῆς Γερόντισσας ὅτι «ὅλα εἶναι στό πρόγραμμα τοῦ Θεοῦ» ἀποτελεῖ τήν ἐπακριβή συνέχεια τῆς πίστεως ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν ὑπάρχει ἅγιος πού νά μήν ἐπισημαίνουμε στή ζωή του τήν ἀκλόνητη πίστη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τήν προσωπική αἴσθηση αὐτοῦ πού ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι «καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί», ὅτι «εἰ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;». Τό ἴδιο μέ ἰδιαίτερη ἔνταση βλέπουμε καί στή Γερόντισσα Γαβριηλία. Δέν κλονιζόταν μέ ὀλιγοπιστίες καί ἐρωτηματικά· εἶχε πιστέψει καί εἶχε βεβαιωθεῖ καρδιακά ὅτι δέν ὑπάρχει κάτι ἔξω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ προσωπικοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πού ἐνδιαφέρεται κατά μοναδικό τρόπο γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, καί μάλιστα γιά ἐκεῖνον πού ἐλεύθερα ἔχει ἀνταποκριθεῖ στήν ἀγάπη Του. «Αὐτό πού συνέχεια τόνιζε ἡ γερόντισσα – επισημαίνει καί πάλι ἡ ἡγουμένη Φιλοθέη στο παραπάνω ἀναφερθέν βιβλίο της  – εἶναι ὅτι χρειαζόμαστε πίστη. Τά πάντα νά τά ἀναθέτουμε σέ Ἐκεῖνον μέ ἐμπιστοσύνη ὅτι θά κάνει τό καλύτερο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Γιά ὅ,τι τῆς συνέβαινε ἔλεγε: “Ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει” ἤ “δέν ἔπρεπε νά γίνει”». Τά ἴδια τά λόγια της εἶναι ἐκπληκτικά στήν ἁπλότητά τους ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἀρρώστησα; Ὡραῖα. Ἦταν μέσα στό Σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή ζωή μου, μιά Δοκιμασία, θά περάσει… Ἔχασα ἕνα ἀγαπημένο μου πρόσωπο; Ἦρθε ἡ ὥρα του νά πάει νά συναντήσει τήν Ἄλλη Ζωή κι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει… Ὅ,τι καί νά γίνει, λέω: “Ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει”. Τέλειωσε!» (Ἡ ἀσκητική). Γι’ αὐτό καί μποροῦσε νά «διδάσκει» ὅ,τι ἐπιλέξαμε ὡς βασικό ἀπόσπασμα: «Ἔλεγα καί λέω: “Πάω ἀπό τό καλό στό καλύτερο”. Κι ἄς εἶναι καί στό χειρότερο καί στό πιό δύσκολο σωματικά, ἀλλά πάντοτε μέ χαρά. Γιατί ἤξερα ὅτι εἶναι στό Πρόγραμμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, παιδί μου, νά τό κάνεις ὅλον τόν καιρό. Ὅπου κι ἄν βρίσκεσαι. Ὅποιος κι ἄν σέ περιτριγυρίζει. Ὅποιος κι ἄν σέ προσβάλλει ἤ σέ στενοχωρεῖ. Ὅποιος κι ἄν σέ ἀγαπᾶ. ΟΛΑ ὅσα γίνονται εἶναι στό Πρόγραμμα τοῦ Θεοῦ». Συνήθιζε μάλιστα νά λέει ὅτι ἡ πλήρης κατανόηση τοῦ προγράμματος τοῦ Θεοῦ γιά τόν καθένα μας θά ἔλθει ὅταν θά φύγουμε ἀπό τή ζωή αὐτή. Τότε θά δοῦμε ὄχι τά ξέφτια πού φαίνονται ἀπό τίς ἀναποδιές τῆς ζωῆς, ἀλλά τόν ζωγραφικό πίνακα πού ὁ Θεός ζωγράφιζε πάνω στή ζωή μας. Ὅτι τά λόγια αὐτά τῆς Γερόντισσας παραπέμπουν καί σέ ὅ,τι τονίζει καί ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν», εἶναι περιττό καί νά ἀναφέρουμε. («Πάω ἀπό τό καλό στό καλύτερο. Κι ἄς εἶναι καί στό χειρότερο καί στό πιό δύσκολο σωματικά»).
 
3. «Γι’ αὐτό θά τ’ ἀγαπᾶς…»
 
Ἡ Γερόντισσα ὅμως ἐπιτείνει καί αὐξάνει ἁγιογραφικά, πατερικά καί ἐμπειρικά τήν ἀπόλυτη ἐναπόθεση τῶν πάντων στόν Θεό. Γιατί λέει πώς ὄχι μόνο ἀπαιτεῖται ἡ πίστη ὅτι «ὅλα εἶναι στό πρόγραμμα τοῦ Θεοῦ», ἀλλά ὅτι θά πρέπει καί νά τά ἀγαπᾶμε. Κι εἶναι νομίζουμε κάτι στό ὁποῖο χωλαίνουμε οἱ περισσότεροι χριστιανοί. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Μπορεῖ νά φτάνουμε πολλοί χριστιανοί στήν ἀποδοχή ὅτι οἱ δοκιμασίες καί οἱ θλίψεις στή ζωή μας εἶναι μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτό συχνά δέν μᾶς παρηγορεῖ, δέν μᾶς «ἀναπαύει», μᾶς δημιουργεῖ μία αἴσθηση ἀδικίας γιά τή «χριστιανοσύνη» μας, μᾶς φέρνει σέ μία «ἀμυντική» στάση ἔναντι τοῦ Θεοῦ μας(!), ὁπότε ἀποκαλύπτονται τά  «ἐξογκώματα» τῆς πίστης μας καί ἡ ὑποκρυπτόμενη τελικῶς ὀλιγοπιστία μας – ἡ πίστη μας μένει στό «νοησιαρχικό» μόνο ἐπίπεδό της.
Ἡ Γαβριηλία ἐδῶ, μέ τήν προσθήκη «γι’ αὐτό θά τ’ ἀγαπᾶς», συμπληρώνει τό κενό· γιατί μᾶς ὠθεῖ πράγματι στήν ὁλοκλήρωση τοῦ γεγονότος τῆς πίστης: νά διαπιστώνω τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί νά κινοῦμαι μέ ὁρμή ἀγάπης πρός Αὐτόν· νά ἀγκαλιάζω ἐν ἀγάπῃ ὅ,τι εἶναι δική Του ἐνέργεια, ἔστω καί ὀδυνηρή γιά τή ζωή μου! Δέν θά ἤμασταν σέ ἀστοχία ἄν λέγαμε ὅτι πρόκειται γιά ὅ,τι συνέβη στήν Παναγία μας μέ τόν Εὐαγγελισμό της: καλεῖται νά γίνει μάρτυρας μένοντας ἔγκυος, τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀνύπαντρη, ἀλλά προσανατολίζοντας τή διάθεση τῆς καρδιᾶς της ἐν ἀγάπῃ πρός αὐτό πού συνιστοῦσε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν λέει ὅτι ἡ πίστη τότε ἀποκτᾶ τή ζωντάνια της, ὅταν συνοδεύεται καί μέ τήν ἀγάπη; Χωρίς τήν ἀγάπη, πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, «νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν». «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη».
 
4. «Πάντοτε μέ χαρά».
 
Κι ἀκόμη: ἄν ἡ Γερόντισσα ὑπενθυμίζει τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀληθινῆς πίστης μέ τήν ἀγάπη, παράλληλα ἐπισημαίνει καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ χαρά. Μέ ἄλλα λόγια τότε ἔχουμε ὀρθή πίστη, ὅταν αὐτή φανερώνεται μέ τήν ἀγάπη· καί τότε διαπιστώνουμε τήν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης, ὅταν φύει αὐτή τό ἄνθος τῆς χαρᾶς! «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστίν ἀγάπη, χαρά…» (ἀπ. Παῦλος).   Πόσα ἐρωτηματικά θά ἔπρεπε πράγματι νά βάλουμε στήν «ἁγιοσύνη» καί τή «χριστιανικότητά» μας; Γιατί ἔχουμε καταντήσει οἱ χριστιανοί νά εἴμαστε οἱ πιό θλιβεροί ἴσως ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους – ἡ μελαγχολία καί ἡ κατήφεια ἔχουν σφραγίσει τίς ζωές μας. Καί δέν ἐννοοῦμε βεβαίως τήν αὐτονόητη «κατήφεια» καί θλίψη πού παρουσιάζεται στίς ἀπαρχές τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τότε πού ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν παθῶν ὄντως δημιουργεῖ μία «εὐερεθιστότητα» πού λέει καί ὁ ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ἀλλά τήν κατήφεια καί τή μιζέρια τῶν χριστιανῶν, πού εἶναι ἀπότοκα τοῦ διχασμοῦ τῆς ζωῆς τους: χριστιανοί μόνο στήν ταυτότητα χωρίς θετική ἐπίδραση τοῦ Χριστοῦ στήν καθημερινότητά τους· ἤ χριστιανοί μόνο τίς Κυριακές καί σέ μερικές τυπικές ἐκφράσεις τῆς πίστεως, χωρίς ἴχνος ἀγάπης σέ ὅ,τι χαρακτηρίζει τίς προσωπικές καί ἀνθρώπινες σχέσεις τους.
Ἡ Γερόντισσα λοιπόν μιλώντας ἐμπειρικά λέει αὐτό πού διαπερνᾶ τήν ἀληθινή πίστη: ἐναποθέτεις τή ζωή σου στόν Θεό, ἀγαπᾶς τούς πάντες καί τά πάντα λόγω τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐνάντιοί σου, καί «εἰσπράττεις» τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ σου, ὁ Ὁποῖος μέσα στίς ὀδύνες σου σοῦ δημιουργεῖ κυματισμούς καί παφλασμούς χαρμόσυνους. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Γερόντισσα Φιλοθέη τῆς Παναγίας τῶν Βρυούλων τό βιβλίο της γιά τή Γερόντισσα Γαβριηλία τό ἐπέγραψε «Ἡ Γερόντισσα τῆς χαρᾶς». Καί σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ: «Ἡ γερόντισσα εἶχε τόσα ἀποθέματα πίστης καί ἀγάπης πρός τόν Χριστό μας πού ἡ χαρά ἀνέβλυζε ἀπό μέσα της. Στόν πατέρα Μ. ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος εἶχε πεῖ κάποτε: “Δέν ἔχει γεννηθεῖ ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πού θά μέ λυπήσει”. Αὐτή ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη καί ἡ διαρκής χαρά τήν ὁποία ἐξέπεμπε ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς αἴσθησης τῆς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι καί νά τῆς ἔλεγες σοῦ ἔδινε τήν ἴδια συνταγή: “Ὅταν ἔχεις στενοχώρια, νά γράφεις ἄπειρες σελίδες μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἤ τό “Κύριε Ἐλέησον”. Νά διαβάζεις τό Εὐαγγέλιο κάθε μέρα. Καί ὅταν θέλεις νά ἔχεις πιό πολλή χάρη, νά διαβάζεις τίς ἐπιστολές”. Ἄν πάλι πήγαινες ὅλο μιζέρια καί θρῆνο καί τῆς ἔλεγες ὅτι ἔχεις στήν ψυχή σου θλίψη, τότε σοῦ ἔδινε μιά ἄλλη πρόταση ζωῆς: “Ἄν θές νά πάψεις νά ἔχεις θλίψη, θά πρέπει νά πάψεις νά ἀσχολεῖσαι μέ τόν ἑαυτό σου. Θά πρέπει νά γίνεσαι ὁ ἄλλος, καί νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Πρῶτον πίστη, δεύτερον πίστη, τρίτον πίστη».

Κι ἄλλοτε ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶπε: Τήν Εἰρήνη τή δική Μου σᾶς δίνω, ὄχι ὅπως ὁ Κόσμος. Καί παραπέρα λέει: Τή Χαρά τή δική Μου σᾶς δίνω, ὄχι ὅπως ὁ Κόσμος. Δηλαδή αὐτή ἡ Χαρά, εἶναι ὅπως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀπό μέσα μας ἀναβλύζει. Δέν περιμένουμε ὁ ἄλλος νά μᾶς κάνει χαρούμενους, γιατί πρῶτα ὁ Χριστός μᾶς κάνει… Εἶμαι χαρούμενη, γιατί ἀγαπῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά αὐτούς πού βλέπω. Ἑνώνω τή ζωή τους μέ τή ζωή μου καί συγχρόνως ὅμως σκέφτομαι ὅτι ἄν ἐγώ, ἕνας θνητός καί ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, μπορῶ τόσο πολύ νά τούς ἀγαπήσω, πόσο μᾶλλον τούς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μάλιστα καί τούς ἔπλασε καί εἶναι καί παιδιά Του… Ὅταν φτάσουμε νά σκεπτόμαστε ἔτσι, μόνο τόν ἀδελφό κι ὄχι τόν ἑαυτό μας, ἡ Χαρά εἶναι μόνιμη. Τότε, τό Πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἐμεῖς τό ἀντικατοπτρίζουμε. Ἅμα γίνουμε ἐμεῖς ὁ καθρέφτης πού βλέπει ὁ Ἄλλος τό Πρόσωπό του κι αὐτός ὁ καθρέφτης εἶναι χαρούμενος, δέν μπορεῖ παρά νά δεῖ κι αὐτός κάτι… Ὅταν παραδοθεῖτε ἀπόλυτα στή Δύναμη καί τήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά καταλάβετε ὅτι ὅλα γίνονται ἤ ἐπειδή ὁ Θεός τά θέλει, ἤ ἐπειδή ὁ Θεός τά παραχωρεῖ. Δέν ὑπάρχει τρίτο. Λοιπόν, ἀφοῦ τά θέλει, τά δέχομαι μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Κι ἀφοῦ τά παραχωρεῖ, πάλι θά τα δεχθῶ μέ τήν ἴδια χαρά γιατί ἔχει τόν λόγο Του, εἶναι μία ἐκπαίδευσις… Καί δέν θά τολμήσεις ποτέ νά πεῖς τό “γιατί;”. ΠΟΤΕ. Γιατί ὅποιος λέει “γιατί”, γράφει μέ κεφαλαῖα γράμματα τήν λέξη ΕΓΩ. Κι ὅπου ὑπάρχει τό Ἐγώ, προκοπή δέν ὑπάρχει. Οὔτε ἐλπίδα» (Ἡ ἀσκητική).