«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ Ανθολόγιο Συμβουλών»

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Θα σας πω μερικά πράγματα για το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας. Έτσι, με απλά και παστρικά λόγια. Θα ξεκινήσω από τη γνωριμία μου με τον π. Πορφύριο.
Τον π. Πορφύριο τον γνώρισα, κάπου κοντά στο Πάσχα, το 1980. Τον βρήκα να αναπαύεται στο ταπεινό του κρεβάτι, μέσα σ’ ένα κελί, χτισμένο με τσιμεντόλιθους, στο χώρο του σημερινού Ησυχαστηρίου, στο Μήλεσι Αττικής. Φαίνεται πως περνούσε κάποια μεγάλη δοκιμασία με τις αρρώστιες του και δεν μπορούσε εύκολα να μιλήσει. Γονάτισα κοντά του και έκανε κουράγιο να μου δώσει την ευχή του και να μου πει λίγες ευλογημένες κουβεντούλες. Δεν μπορώ βέβαια να σας εξομολογηθώ τι μου είπε. Όμως ήταν αποκαλυπτικός. Θαύμασα για το διορατικό και για το προορατικό του χάρισμα.
Μου μίλησε όσο άντεχε, λόγω της αρρώστιας του, και όσο άντεχα εγώ να ακούσω, λόγω της πνευματικής μου ανωριμότητας. Αργότερα τον συνάντησα άλλες δύο φορές. Δεν είπαμε πολλά. Όμως έμαθα πολλά από την αγία του ταπείνωση και τη μεγάλη του αγάπη. Ξέρετε τι θα πει να βλέπετε έναν άνθρωπο του Θεού, φωτισμένο, γαλήνιο, με διάφορες ασθένειες, να δέχεται τους ανθρώπους μέρα και νύχτα, χωρίς παράπονο και με ανοιχτή την αγκαλιά της καρδιάς του;
Λοιπόν , σκέφτομαι ότι είναι καλύτερα να αναφέρω σ’ αυτό το σημείο ορισμένα στοιχεία της ζωής του.
Έτσι, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και να χαρούμε τη συντροφιά του.
Ο π. Πορφύριος, που λέτε, γεννήθηκε το 1906 από ευσεβείς και πολύ φτωχούς γονείς στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας Ευβοίας. Στο σχολείο πήγε μέχρι Β΄ Δημοτικού. Τα γράμματα, όπως μου είπε, τα έμαθα διαβάζοντας το Ευαγγέλιο και τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας. Ο πατέρας του είχε πάει να δουλέψει στη διώρυγα του Παναμά, για να συντηρήσει την οικογένειά του. Κι ο μικρός Ευάγγελος- αυτό ήταν το όνομα του Γέροντα- δούλευε στα χωράφια και έβοσκε τα λιγοστά πρόβατά τους στις πλαγιές του χωριού. Εκεί διάβαζε και το Βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη. Τόσο πολύ τον συνεπήρε η αγία μορφή του Οσίου, που άρχισε να σκέπτεται να τον μιμηθεί.
Μικρός καθώς ήταν, 13-14 ετών, βρήκε τον τρόπο και έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί εγκαταστάθηκε στα Καυσοκαλύβια και έγινε υποτακτικός σε ένα κελί, σε δύο πολύ καλά και αυστηρά Γεροντάκια. Έζησε μαζί τους 5-6 χρόνια, έμαθε την καλογερική, την «άκρα» και «χαρούμενη» όπως έλεγε, υπακοή, την καθαρή αγάπη του θεού και δέχθηκε – άδολο και αγνό παιδί όπως ήταν- το διορατικό χάρισμα. Όμως αρρώστησε άσχημα, και ο Θεός έδειξε ότι ήθελε να τον «μεταθέσει» στον κόσμο, για να μπορέσει να φωτίσει τους ανθρώπους με τη χάρη που είχε, να τους εμπνεύσει, να τους παρηγορήσει, να τους καθοδηγήσει. Έτσι, γύρισε στην πατρίδα του την Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στο Μοναστήρι του Αγ. Χαραλάμπους στο Αυλωνάρι. Εκεί θεραπεύθηκε. Σε ηλικία 20 ετών συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Πορφύριο, ο οποίος θαύμασε για τα ουράνια χαρίσματα του νέου Μοναχού και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, δίνοντάς του το όνομά του: Πορφύριος.
Φανταστείτε ότι περιέγραψε στον Αρχιεπίσκοπο την Ιερά Μονή του Σινά με λεπτομέρειες, χωρίς ποτέ να την έχει επισκεφθεί!
Όταν η Ι. Μονή του Αγίου Χαραλάμπους έγινε γυναικεία, εγκαταστάθηκε στην Ι. Μ. Αγ. Νικολάου Βάθειας Ευβοίας. Το 1940 ήρθε στην Αθήνα, όπου διορίσθηκε εφημέριος στον Ιερό Ναό του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική, κοντά στην Ομόνοια. Εκεί υπηρέτησε 33 χρόνια το Θεό και τους ανθρώπους, ζώντας στην ταπεινή αφάνεια και μεγαλουργώντας για τη δόξα του θεού. Αφού, να σκεφθείτε, βοήθησε χιλιάδες ανθρώπους να βρουν την ειρήνη του Θεού. Ακόμη και τους γιατρούς βοηθούσε με τις χαρισματικές του διαγνώσεις, και πολλούς ασθενείς θεράπευε με τη χάρη του Θεού. Και όλα αυτά τα έκαμνε, ο αγράμματος για τον κόσμο, π. Πορφύριος, που ήξερε όμως άριστα τα άγια γράμματα του Θεού. «Ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας».
Όταν πήρε τη σύνταξη του από τον Άγιο Γεράσιμο, έζησε μερικά χρόνια στον Άγιο Νικόλαο Καλισσίων Πεντέλης και τελικά κατέληξε στο Μήλεσι της Μαλακάσας, κάπου 39 χιλ. από την Αθήνα, στο δρόμο για τη Λαμία, και άλλα 5 χιλ. στο δρόμο προς Ωρωπό, όπου έζησε το ίδιο ταπεινά, παλεύοντας με τις αρρώστιες του, που του χαρίσθηκαν από την αγάπη του Θεού ως «σκόλοψ τη σαρκί, ίνα μη υπεραίρηται». Ο τόπος εκείνος έγινε αληθινό προσκύνημα. Επεδίωκε ο Γέροντας την αφάνεια, και ο Θεός τον δόξαζε. «Ο κόσμος –θα γράψει αργότερα- με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου …και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα».
Ο Γέροντας πέθανε ταπεινά στο κελί του, στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Είχε την εσωτερική πληροφορία ότι το τέλος ήταν «εγγύς» και ήθελε να πεθάνει ταπεινά, μακριά από τον κόσμο, μέσα στη γαλήνη του Θεού.
Κανείς δεν πληροφορήθηκε το θάνατό του, παρά μόνο οι κελιώτες των Καυσοκαλυβίων. Η κηδεία του έγινε ταπεινή, απέριττη, καλογερική, μέσα στο ειρηνικό και σεπτό περιβόλι της Παναγίας.
Ύστερα από 4-5 χρόνια θέλησα να προσκυνήσω στον τάφο του και τον βρήκα άδειο. Τα καλογέρια του κελιού του – μου είπαν – ξέθαψαν το άγιο λείψανό του μια νύχτα, χωράς σαν πάρει είδηση κανένας, και το έκρυψαν. Κανείς εκεί δεν ξέρει τώρα που βρίσκεται. Τέτοιες οδηγίες είχαν από το Γέροντα. Για να μη γίνει (το λείψανό του) αντικείμενο προσκυνήσεως…
……Μετά την κοίμηση του Γέροντα άρχισαν να γράφονται άρθρα και να βγαίνουν και να κυκλοφορούν πολύ καλά βιβλία από διάφορα πνευματικά παιδιά του, όπου παρουσιάζουν τις δικές τους προσωπικές εμπειρίες, και τις εμπειρίες πολλών άλλων ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών, που έχουν γνωρίσει το Γέροντα και ευεργετήθηκαν απ’ αυτόν. Στα βιβλία αυτά ,που γνώρισαν πολλές εκδόσεις και αγαπήθηκαν πολύ από τους καλοπροαίρετους αδελφούς, διαβάζουμε αφηγήσεις, συνεντεύξεις, συγκλονιστικές μνήμες και , πολύ συχνά, ερμηνευτικά σχόλια ή σχόλια ευγνωμοσύνης. Αυτά τα βιβλία πολύ με ωφέλησαν πνευματικά, με ενέπνευσαν και με κάνανε να αγαπήσω πολύ το Γέροντα και να θέλω να είμαι κοντά του.
Όμως τόσες ωραίες συμβουλές, και διδασκαλίες, και εμπειρίες, έβλεπα να είναι σκορπισμένες στα διάφορα βιβλία και σκέφθηκα ότι θα ήταν πολύ καλό να ενταχθούν σε θεματικές ενότητες, οι πιο αντιπροσωπευτικές απ’ αυτές, και να εκδοθούν σε ένα διαφορετικό βιβλίο, που να περιέχει, κατά κάποιο τρόπο, όλα τα άλλα βιβλία. Αυτή την εργασία σκέφθηκα πως θα μπορούσα να την κάνω, αν φυσικά είχα την ευλογία του Ησυχαστηρίου που ίδρυσε ο Γέροντας. Τώρα μπορώ να σας πω ότι έχω αυτή την ευλογία και σας παραδίδω ένα Θεματικό Ανθολόγιο, με δέσμες δηλ. θεμάτων, που μας καθοδηγούν στην καθημερινή μας βιοτή, είτε άμεσα είτε έμμεσα…

«Ο Χριστός είναι το παν»

(Απομαγνητοφωνημένα λόγια του Γέροντα. Αναδίδουν το μυστικό άρωμα της ένθεης πνευματικής του ζωής).

Λοιπόν, ζωή χωρίς Χριστό δεν είναι ζωή. Πάει, τελείωσε. Αν δε βλέπεις το Χριστό σε όλα σου τα έργα και τις σκέψεις, είσαι χωρίς Χριστό.
Πως το κατάλαβες;
Θυμάμαι κι ένα τραγούδι.
«Συν Χριστώ πανταχού,
φόβος ουδαμού».
Το ‘ χετε ακούσει; Ε; Το λένε τα παιδιά, δε το θυμάμαι.
Λοιπόν, έτσι πράγματι πρέπει να βλέπωμε το Χριστό. Είναι φίλος μας, είναι αδελφός μας, είναι ό,τι καλό και ωραίο. Είναι το παν. Αλλά είναι φίλος και το φωνάζει: «Σας έχω φίλους , βρε, δεν το καταλαβαίνετε; Είμαστε αδέλφια. Βρε εγώ δεν είμαι… δεν βαστάω την κόλαση στο χέρι, δεν σας φοβερίζω, σας αγαπάω. Σας θέλω να χαίρεσθε μαζί μου τη ζωή». Κατάλαβες;
Έτσι είναι ο Χριστός. Δεν έχει κατήφεια, ούτε μελαγχολία , ούτε ενδοστρέφεια, που ο άνθρωπος σκέπτεται ή βασανίζεται από διαφόρους λογισμούς και διάφορες πιέσεις, που κατά καιρούς στη ζωή του τον τραυμάτισαν.
Ο Χριστός είναι νέα ζωή. Πως το λέω; Ο Χριστός είναι το παν. Είναι η χαρά, είναι η ζωή, είναι το φως, το φως το αληθινόν, που κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται ,να πετάει , να βλέπει όλα ,να βλέπει όλους, να πονάει για όλους, να θέλει όλους μαζί του, όλους κοντά στο Χριστό.
Όταν εμείς βρίσκουμε κάποιονε θησαυρό ή ό, τι άλλο, δεν θέλομε να το λέμε πουθενά. Ο Χριστιανός όμως, όταν βρει το Χριστό, όταν γνωρίσει το Χριστό, όταν ο Χριστός εγκύψει μέσα στην ψυχούλα του και τον αισθανθεί, θέλει να φωνάζει και να το λέει παντού, θέλει να λέει για το Χριστό, τι είναι ο Χριστός. Αγαπήσατε τον Χριστόν και μηδέν προτιμήστε της αγάπης Αυτού. Ο Χριστός είναι το παν, είναι η πηγή της ζωής, είναι το άκρον των εφετών, είναι το παν. Όλα στο Χριστό υπάρχουν τα ωραία.
Και μακράν του Χριστού η θλίψις, η μελαγχολία, τα νεύρα, η στενοχώρια, οι αναμνήσεις των τραυμάτων της ζωής, των πιέσεων, των αγωνιωδών, έτσι, ωρών. Όλα, ζούμε εκείνα εκεί της ζωής μας. Και πάμε εδώ και πάμε εκεί, και τίποτα, και πουθενά δεν στεκόμαστε. Όπου βρούμε το Χριστό ,ας είναι μια σπηλιά, καθόμαστε εκεί και φοβούμαστε να φύγουμε , να μη χάσουμε το Χριστό. Διαβάστε να ιδήτε. Ασκηταί, που εγνώρισαν το Χριστό, δεν ήθελαν να φύγουν από τη σπηλιά, ούτε έβγαιναν έξω να κάνουνε πιο πέρα ∙ θέλαν να είναι εκεί που αισθανόντουσαν το Χριστό μαζί τους.
Ο Χριστός είναι το παν.
Ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής, της χαράς. Το παν. Πως τα βλέπεις, ρε Νίκο;
– Αυτά , που είπατε , Γέροντα, είναι χρυσά λόγια, είναι η πραγματικότητα. Όπως το λέτε εσείς, έτσι είναι.
Ε, ναι- εξακολούθησε ο Γέροντας- αλλά έτσι καλούμεθα να ζήσωμε. Όταν λέμε είμαστε Χριστιανοί, όταν λέμε είμαστε του Χριστού. Κατάλαβες; Ό,τι να είναι. Και στις ώρες της αδυναμίας μας, μόλις ιδούμε το Χριστό, αμέσως αλλάζομε γνώμη και θέλουμε να ‘μαστε με το Χριστό. Αλλά ο Χριστός είναι φίλος μας, είναι ο αδελφός μας, το φωνάζει: «Υμείς φίλοι μου εστε». «Δεν θέλω να με βλέπετε διαφορετικά, δεν θέλω να με βλέπετε έτσι, ότι εγώ είμαι ο Θεός, ότι είμαι ο Λόγος του Θεού, ότι είμαι μία υπόστασις της Αγίας Τριάδος. Θέλω να με βλέπετε δικό σας, φίλο σας, να με αγκαλιάζετε ,να με αισθάνεστε στην ψυχή σας, το φίλο σας. ΕΜΕΝΑ ,που είμαι η πηγή της ζωής, όπως είναι η αλήθεια».
Κι όμως αυτά είναι η αλήθεια. Τώρα, είπαμε, υπάρχει ο σατανάς, υπάρχει η κόλασις, υπάρχει ο θάνατος. Όλα αυτά υπάρχουν, όντως υπάρχουν. Είναι το άλλο μέρος, το κακό, είναι το σκοτάδι, είναι όλα του σκοταδιού.
Ο άνθρωπος του Χριστού πρέπει ν’ αγαπήσει το Χριστό, κι όταν αγαπήσει το Χριστό, απαλλάττεται απ’ το διάβολο, από την κόλαση και από το θάνατο. Θα μου πεις, εσύ έφθασες να είσαι έτσι; Δεν έχω φθάσει, αυτό ζητάω, αυτό θέλω. Και στη σιωπή μου και παντού προσπαθώ να ζήσω σε αυτά. Δεν τα ζω. Όμως, ε… προσπαθώ. Δηλαδή, πώς να σου το πω, πώς να σας τα πω; Δεν έχω πάει σ’ ένα μέρος, έτσι… ή πήγα μια φορά, το είδα, τώρα δεν είμαι εκεί, αλλά το θυμάμαι, το λαχταράω, το θέλω. Να, τώρα, αυτή τη στιγμή , αύριο, μεθαύριο, κάθε στιγμή μου ’ρχεται και το θέλω, θέλω να πάω εκεί, το ζητάω. Δεν είμαι ,όμως, εκεί. Δεν μπορώ να σας τα εξηγήσω αυτά. Τα καταλαβαίνετε ;
– Ναι, Γέροντα. [ Ι 50 π.]

Συζυγική εγκράτεια που θα πλήγωνε την αγάπη!

Ένα ζεύγος ευσεβές και πολύ αγαπημένο και μονοιασμένο, που ήδη είχε έξι παιδιά, μάλιστα σε μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, η σύζυγος- μητέρα πρότεινε στο σύζυγο να μείνουν στα έξι παιδιά ασκώντας εγκράτεια. «Μας φθάνουν», είπε, «έξι παιδιά και στο εξής να ζούμε εγκρατευόμενοι». Ο σύζυγος με ηρεμία και ψυχραιμία άκουσε τη σεμνή σύζυγό του, αλλ’ επιφυλάχθηκε να μη συμφωνήσει αμέσως. Πίστευε πως, για ένα τέτοιο θέμα, σοβαρό και λεπτό, τον πρώτο λόγο είχε ο Πνευματικός τους, που ευτυχώς ήταν ο Γέρων Πορφύριος. «Πριν από κάθε απόφαση για το θέμα αυτό», είπε ο σύζυγος στη σύντροφό του, «θα πρέπει να συμβουλευθούμε το Γέροντα».
Επισκέφθηκαν λοιπόν το Γέροντα και το θέμα έθεσε πρώτη η σύζυγος λέγοντας επί λέξει:
– Όπως ξέρετε, Γέροντα, έχουμε έξι παιδιά και είπαμε να μείνουμε σ’ αυτά ασκώντας από εδώ και πέρα εγκράτεια.
Τότε ζήτησε το λόγο ο σύζυγος , που είναι και ευγενής και διακριτικός, για να εξηγήσει αρχικά μόνο τη λέξη «είπαμε».
– Με την ευλογία σας, Γέροντα, να κάμω μιαν εξήγηση.
Και στρεφόμενος στη σύζυγό του είπε:
– Με συγχωρείς ,αλλά είπες «είπαμε», ενώ έπρεπε να ειπείς «είπα». Δική σου γνώμη είναι, αφού εγώ δεν είπα ακόμη τη γνώμη μου και πρότεινα αυτή τη συνάντηση και συζήτηση με το Γέροντα.
Ο Γέροντας μειδίασε και είπε στο πολύτεκνο και αγαπημένο ζεύγος:
– Το πρόβλημα δεν είναι η εγκράτεια. Το πρόβλημα είναι ότι θα πληγώσετε την αγάπη σας. Ο διάβολος θα ρίξει τόση γκρίνια μεταξύ σας, που για το παραμικρό θα εκνευρίζεστε και θα μαλώνετε, πράγμα που θα επηρεάσει και τα παιδιά σας. Γι’ αυτό καλό είναι να το σκεφθείτε περισσότερο το θέμα αυτό και να προσευχηθείτε και θα σας δείξει ο Θεός το θέλημά Του. [ Περιοδ. Πολύτεκνη Οικογένεια, αρ. φ. 57 (1993), σ. 22]

Δώσ’ της και κανένα φιλί
Σε έναν αδελφό είπε τα εξής:
« Όταν σε μαλώνει η γυναίκα σου καμιά φορά που ασχολείσαι πολύ με τα εκκλησιαστικά, μην της μιλάς. Πήγαινε μια βόλτα και, όταν της περάσει και είναι εκεί στην κουζίνα να μαγειρεύει, χάιδεψέ της λίγο το κεφάλι της ή δώσ’ της και κανένα φιλί στο μάγουλό της. Της αρέσει και θα τα ξεχάσει όλα, ό,τι προηγουμένως της έκανες». [ Τζ 163]

Μη λες όλη την ώρα : «Θεέ μου είμαι αμαρτωλός»!

Τον Οκτώβριο του 1990 βρέθηκα, λόγω διαφόρων προβλημάτων, σε μια όχι καλή πνευματική κατάσταση και δοκίμασα αφόρητους πειρασμούς.
Μη έχοντας ούτε τη δύναμη να προσευχηθώ- ήταν ένα πολύ παράδοξο πράγμα- περιορίστηκα για κάμποσες ημέρες, αντί άλλης προσευχής, να λέω: «Θεέ μου, είμαι αμαρτωλός, δεν έχω τρόπο να μιλήσω μαζί σου». Και θυμόμουν το Γέροντα, ο οποίος πολλές φορές μου είχε πει: «Ξέρεις, Νίκο, πόσο μεγάλη δωρεά είναι το ότι μας έδωσε ο Θεός το δικαίωμα να του μιλούμε κάθε ώρα και κάθε στιγμή και σε οποιαδήποτε θέση και αν βρισκόμαστε, κι εκείνος να μας ακούει; Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή που έχουμε. Γι’ αυτό πρέπει να αγαπήσουμε το Θεό».
Ευρισκόμενος ,λοιπόν, σ’ εκείνη την πνευματική κατάπτωση που σας είπα, πήγα με τρεις φίλους μου να συναντήσω το Γέροντα Πορφύριο. Μπήκαν πρώτα οι άλλοι και τελευταίος μπήκα εγώ.
Μόλις μπήκα μέσα, μου λέει: «Κάθισε , αμαρτωλέ». Μόλις μου το είπε αυτό, κατάλαβα ότι όλο αυτό τον καιρό παρακολουθούσε την κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει .
Κι όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ασθενής, με τις πολυπληθείς ασθένειες που είχε, βρήκε τη δύναμη, σηκώθηκε και σαν θυμωμένος μου είπε: «Πες, Νίκο, τίποτε άλλο, παρά όλη την ώρα λες: είμαι αμαρτωλός, είμαι αμαρτωλός». Και συνέχισε το ίδιο σαν θυμωμένος: «Πες τίποτε άλλο στο θεό. Κάνε προσευχή. Δεν κατάλαβες ότι αυτό ήταν πειρασμός και δεν μπόρεσες ν’ αντισταθείς;»
Βγάνοντας έξω, ο ένας από τους τρεις φίλους , μαζί με τους οποίους είχα πάει εκείνη την ημέρα στο Γέροντα και στον οποίο αφηγήθηκα τι μου είχε πει ο Γέροντας Πορφύριος, μου είπε ότι εκείνου του είχε διορθώσει και μια λέξη στην προσευχή που έκαμνε. Του είπε: «Γιάννη, αυτή τη λέξη να μη τη λες έτσι, αλλά να τη λες έτσι». [ Ι 160]

«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
Ανθολόγιο Συμβουλών»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
ΜΗΛΕΣΙ ΑΤΤΙΚΗΣ