Γέροντα, με τόση κούραση που έχετε, πώς μπορείτε και προσεύχεσθε;

Γέροντα, με τόση κούραση που έχετε, πώς μπορείτε και προσεύχεσθε;

Εμένα η προσευχή με ξεκουράζει. Και έχω δει ότι μόνον η προσευχή ξεκουράζει πραγματικά τον άνθρωπο. Όταν γίνεται με την καρδιά, διώχνει και την κούραση και τον ύπνο και την πείνα, γιατί θερμαίνεται η ψυχή, και υστέρα δεν θέλεις ούτε να κοιμηθείς ούτε να φας.

Ζεις σε μια υπερφυσική κατάσταση και τρέφεσαι διαφορετικά σε τρέφουν τα πνευματικά.

-Γέροντα, δεν έχω αγάπη για την προσευχή.

-Δεν έχει θερμανθεί ακόμη η καρδιά σου και η προσευχή δεν γίνεται από μέσα, τα κάνεις όλα από μια πειθαρχία, ξερά. Πώς ξεκινάς την προσευχή σου;

-Αρχίζω, Γέροντα, με την σκέψη ότι πρέπει να προσεύχομαι για μένα και για όλους.

-Ά, παράξενος άνθρωπος είσαι! Εσύ πάς με ένα «πρέπει», «πρέπει να προσεύχομαι, πρέπει να κάνω πνευματικά, πρέπει, πρέπει…», και ζορίζεσαι. Καλό είναι που υπάρχει μέσα σου αυτή η δύναμη, αλλά να ξεκινάς με έναν ταπεινό λογισμό, με έναν πόνο.

Να δουλέψει, να πονέσει η καρδιά, και τότε δεν θα ζορίζεσαι θα νιώθεις χαρά, θα υπάρχη μέσα σου μια εσωτερική αγαλλίαση.

Γέροντα, νιώθω ένα σφίξιμο, δεν υπάρχει μέσα μου πνευματικό φτερούγισμα.

Χαίρεσαι, όταν προσεύχεσαι; Γιατί νομίζω ότι ζορίζεσαι λίγο.

Πηγαίνεις με φιλότιμο να κάνεις κάτι, αλλά, χωρίς να το καταλαβαίνεις, μπαίνει και λίγος εγωισμός. «Να κάνω τόσες μετάνοιες, λες, να κάνω τόσα κομποσκοίνια, να αυξήσω τις μετάνοιες, να αυξήσω τα κομποσχοίνια».

Και αυτό όχι για την αγάπη του Χριστού ή για κάποιον που έχει ανάγκη, αλλά για να κάνεις πολλά, να αγιάσεις.

Δεν λες δηλαδή ταπεινά: «αφού ο Θεός είπε “άγιοι γίνεσθε”, θα κάνω κι εγώ ό,τι μπορώ», αλλά πάς με μια ξερή λογική: «πρέπει να αγιάσω».

-Γέροντα, πώς να σφίξω τον εαυτό μου στην προσευχή;

-Γιατί να σφίξης τον εαυτό σου στην προσευχή και να μην προσεύχεσαι από φιλότιμο;

-Πώς θα γίνει αυτό, Γέροντα;

-Αν σκεφτείς τις ευεργεσίες του Θεού, θα σκεφτείς και τον Θεό, τον Ευεργέτη σου,
και θα συναισθανθείς την αχαριστία σου κα την αμαρτωλότητα σου και θα ζητήσεις το έλεός του.

Όταν νιώσει κανείς τις μεγάλες ευλογίες του Θεού, δυναμώνει, θερμαίνεται η καρδιά, και φθάνει και στην αδιάλειπτη προσευχή.

 

Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
“Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος”, σελ.56-57

Πηγή: