Βιοτικές μέριμνες καί προσευχή, τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Ο Ι ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΙ χριστιανοί, πιεζόμενοι πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὶς πολλὲς μέριμνες, δυσανασχετοῦν, γιατὶ δὲν τοὺς μένει ἐλεύθερος χρόνος γιὰ προσευχή, μελέτη, περισυλλογή, ἐκκλησιασμὸ κ.λπ. Στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀνταποκριθοῦν σὲ ὅλες τὶς ὑποχρεώσεις τους, καταπονοῦνται ὑπερβολικὰ καὶ ὅταν πᾶνε νὰ προσευχηθοῦν, εἶναι πλήρως ἐξαντλημένοι καὶ αὐτὸ τοὺς ἐνοχλεῖ. Τὸ θέμα εἶναι σοβαρὸ ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς καὶ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ μὲ τὴ λογική, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀποφασιστικότητα. 
   Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ προσέχει ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστής, εἶναι τὸ εὖρος τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν. Δὲν πρέπει νὰ ξανοίγεται σὲ πολλὲς ἐπαγγελματικὲς δραστηριότητες. Νὰ ὑπολογίζει τὰ πράγματα καὶ νὰ βλέπει, ἐὰν μπορεῖ μὲ τὶς δυνάμεις του νὰ ἐπαρκέσει, χωρὶς νὰ ἐξουθενωθεῖ. Ἐδῶ συχνὰ κρύβεται τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας. Θέλει συνεχῶς νὰ δουλεύει καὶ νὰ συγκεντρώνει πλοῦτο. Σκοπός του εἶναι νὰ ἀποκτήσει ἀκίνητη περιουσία, γιὰ νὰ ζήσουν καλύτερα τὰ παιδιά του καὶ τὰ ἐγγόνια του, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος νὰ μὴ στερεῖται τίποτα στὴ ζωή. Καὶ ὅλα αὐτὰ θέλει νὰ φαίνονται καὶ νὰ ἀποσπᾶ τὸ θαυμασμὸ τῶν συνανθρώπων του. Ἡ νοοτροπία αὐτὴ προφανῶς δὲν μπορεῖ νὰ συμβαδίσει μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Χρειάζεται νὰ βάλει προτεραιότητες στὶς μέριμνές του, ἀπορρίπτοντας τὶς περιττὲς καὶ μάταιες. Διαφορετικὰ μάταια θὰ δυσανασχετεῖ γιὰ τὸν ἐλεύθερο χρόνο, ποὺ τοῦ λείπει. Ἡ τακτοποίηση αὐτὴ εἶναι προσωπική του ὑπόθεση καὶ κανένας ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτή. 
  Βέβαια, πολλὲς βιοτικὲς μέριμνες δὲν εἶναι ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ εἰδικότερα στὴν προσευχή. Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐργάζεται καὶ συγχρόνως νὰ προσεύχεται. Τὸ σῶμα του νὰ κάνει ὅτι ἀπαιτεῖ ἡ ἐργασία καὶ ὁ νοῦς του νὰ βρίσκεται στὸ Θεὸ μέσῳ τῆς προσευχῆς. Τὴν τακτικὴ αὐτὴ τηροῦν οἱ μοναχοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο καὶ ἐργάζονται. Ὅταν ὑπάρχει ἡ δίψα τῆς προσευχῆς, πολλὰ μποροῦν νὰ γίνουν.
  Ἕνας ἐρημίτης τῆς ρωσικῆς γῆς, ὁ π. Βασιλίσκος, νουθετοῦσε τὸν ἀρχάριο π. Ζωσιμᾶ, ὁ ὁποῖος δὲν δεχόταν νὰ ἔχουν οἱ ἡσυχαστὲς τὶς στοιχειώδεις βιοτικὲς μέριμνες, ὡς ἑξῆς: «Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ προσεύχεται νοερὰ καὶ νὰ κρατάει τὸ νοῦ του στὸ Θεὸ ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα, ποὺ μαζεύει βατόμουρα. Δὲν εἶναι μόνο τὸ κελὶ γιὰ προσευχή, μὰ καὶ τὸ δάσος καὶ τὸ χωράφι, ὅπου ἐργαζόμαστε. Ὅταν τελειώσουμε τὴν ἐργασία μας, κλεινόμαστε πάλι στὸ κελί μας καὶ συνεχίζουμε ἐκεῖ τὴν προσευχὴ μὲ περισσότερο ζῆλο, μετὰ τὸ ὠφέλιμο διάλειμμα τοῦ σωματικοῦ κόπου».
  Ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔχουν ἐλεύθερο χρόνο γιὰ τὰ πνευματικά, δὲν εἶναι πάντα εἰλικρινεῖς. Δὲν λένε ὅτι τὸν ἐλεύθερο χρόνο τὸν ξοδεύουν σὲ κοσμικὰ πράγματα καὶ σὲ «ἀθῶες» διασκεδάσεις, ὅτι εἶναι πολλὲς οἱ ὧρες κάθε ἑβδομάδα, ποὺ ἀφιερώνουν σὲ ταξιδάκια, σὲ κοινωνικὲς σχέσεις, σὲ ποικίλες ἐκδηλώσεις, σὲ περιηγήσεις, σὲ ἐκδρομές, ἀλλὰ καὶ στὴν τηλεόραση, τὸν κινηματογράφο, τὸ θέατρο κ.ἄ. Ἐνῶ θὰ μποροῦσαν αὐτὰ νὰ περιοριστοῦν ἢ καὶ νὰ καταργηθοῦν. Ὅμως κάτι τέτοιο δὲν συμβαίνει, γιατὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα ὑπάρχει μέσα τους καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀξιοποιήσουν πνευματικὰ τὸ χρόνο τους.

(Ορθόδοξος Τύπος  , Αριθ Φύλλου 1986, 2 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013)