Ἕνας χριστιανὸς βασανιζόταν συχνὰ ἀπὸ διάφορες μελλοντικὲς ὑποθέσεις. Ἀνησυχία του, τὸ τί θὰ γίνει αὔριο, τί θὰ γίνει μεθαύριο, τί μᾶς περιμένει τὴν ἑπομένη ἑβδομάδα. Ὅλη αὐτὴ ἡ φροντίδα ἔπνιγε τὴν ψυχή του, πράγμα ποὺ τὸν ἔκανε πολὺ δυστυχῆ.
Μιὰ νύχτα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶδε ἕνα ὄνειρο. Περπατοῦσε σ’ ἕνα μακρινὸ δρόμο φορτωμένος μὲ ἕνα σακκὶ στὴν πλάτη. Τὸ φορτίο του ἦταν βαρὺ καὶ κάπου στάθηκε νὰ ξαποστάσει. Μὰ ὅταν θέλησε νὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του, ἀντιλήφθηκε πὼς ἦταν ἀδύνατο νὰ σηκώσει τὸ σακκίδιό του. Ἄνοιξε τότε νὰ δεῖ τί ἔχει μέσα. Καὶ τί βλέπει! Μικρὰ-μικρὰ δέματα. Τὸ ἕνα ἔγραφε ἀπ’ ἔξω: “αὐτὸ γιὰ αὔριο”. Ἕνα ἄλλο ἔγραφε: “αὐτὸ γιὰ μεθαύριο”. Τὸ τρίτο ἔγραφε: “αὐτὸ γιὰ σήμερα”. Αὐτὸ ἦταν ἀνάλαφρο. Τὸ σήκωσε μὲ χαρὰ καὶ συνεχίζοντας τὸ ταξίδι του ξύπνησε.
Τὸ ὄνειρο αὐτὸ ἐκφράζει μιὰ τραγικὴ πραγματικότητα. Ἡ μέριμνα γιὰ τὸ αὔριο, γιὰ τὸ μεθαύριο, γιὰ τὸ μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα, γιὰ τὸ μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα καὶ ἕνα χρόνο, γεμίζει τὶς ψυχές μας μὲ ἄγχος καὶ ἀνησυχίες, ποὺ μᾶς ἀφαιροῦν τὴν γαλήνη καὶ μᾶς κάνουν τὸ βάρος τῆς ζωῆς δυσβάστακτο. Γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Κύριός μας ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἐναγώνιες στιγμὲς εἶπε ἐκεῖνα τὰ ἀθάνατα λόγια. “Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς, ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς” (Ματθ. 6,34)