Εἶναι γεγονός ὅτι πολλοί ἄνθρωποι ρωτοῦν γιά τήν ὕπαρξη ἤ ὄχι τοῦ διαβόλου καί ἐνῶ γιά τήν Ἐκκλησία αὐτό εἶναι δεδομένο ἀκόμα καί μερικοί μοντέρνοι θεολόγοι, λένε ὅτι οἱ δαίμονες εἶναι «σκοτεινές ἰδεοληψίες ἀνθρώπων ἀπαιδεύτων ἤ καθαρές ἀνοησίες».
Αὐτό πού ὑποστηρίζουν προσφέρει φυσικά μεγάλη χαρά στόν διάβολο διότι ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ὅταν δέν παραδέχεσαι τόν διάβολο, δέν μπορεῖς νά προφυλαχθεῖς ἀπό τίς μεθοδεῖες καί τά τεχνάσματά του» (Ἐφεσ. 6, 11).
Ὅμως, ἡ φλόγα τῆς φωτιᾶς ἔστω καί ἄν κάποιος τήν ἀποκρύψει δέν χάνεται καί ὑφίσταται ὡς μέγιστος κίνδυνος καί ἀπειλή.
Ὁ διάβολος ἀνυποψίαστος καί ἀπαρατήρητος, χωρίς καμία προφύλαξη ἀπό τά θύματά του, τά παρασύρει εὐκολότερα, μακριά ἀπό τόν Θεό, ἐμπλέκοντάς τα στίς παγίδες καί στά δίχτυα τῆς πανουργίας του.
Ἀλλά ἐνῶ ἐκεῖνος ὑπάρχει καί κάνει τό ἔργο του δέν μπορεῖ νά ἐνεργεῖ καί νά βλάπτει κανέναν ἄν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δέν τοῦ δώσει τό δικαίωμα αὐτό.
Τό Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ὅτι μέχρι καί οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μας εἶναι ἀριθμημένες (Μτθ.10, 30), καί σέ αὐτές ἀκόμα δέν ἔχει ἐξουσία ὁ διάβολος ἐάν ἐμεῖς δέν τοῦ δώσουμε τό δικαίωμα νά τό κάνει.
Ἄρα δέν εἶναι σωστό νά λέμε, ὅπως συμβαίνει, ὁ διάβολος μέ παρέσυρε, αὐτός εἶναι ἡ αἰτία.
Θυμᾶμαι ἕνα σχετικό περιστατικό ἀπό τό γεροντικό. Εἶχε πάει ἕνας ἄνθρωπος νά ἐξομολογηθεῖ καί στήν συζήτηση μέ τόν πνευματικό ἀπαντοῦσε: « Δέν εἶναι δική μου ἡ ἁμαρτία Παππούλη, ὁ διάβολος μέ ἔβαλε».
Σέ κάθε θέμα γιά τό ὁποῖο μιλοῦσε ἔλεγε τό ἴδιο : « ὁ διάβολος μέ ἔβαλε».
Ὅταν κάποια στιγμή ἀνέφερε ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα εἶπε πάλι τήν ἴδια δικαιολογία ὅποτε ἀκούσθηκε μιά φωνή πού εἶπε: «Ψέματα λέει, ὅτι τοῦ τό εἶπα ἐγώ, αὐτό πού ἔκανε οὔτε ἐγώ δέν τό εἶχα σκεφθεῖ!».
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ὅτι ὁ διάβολος ὑπάρχει καί ἔρχεται στήν ζωή μας ὅταν ἐμεῖς μέσα ἀπό τά πάθη μας τόν καλοῦμε.
Καί τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: Πῶς δέν θά ἀνοίγω ποτέ τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μου σέ αὐτόν;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη. Ἕναν ἄνθρωπο πού ἐκκλησιάζεται, ἔχει πνευματικό πατέρα, κοινωνεῖ, ὁ διάβολος ὄχι μόνο δέν ἔχει δύναμη νά τοῦ κάνει κακό ἀλλά ἀντίθετα τόν φοβᾶται.
Φέρνει καί σέ αὐτόν κάποιες δυσκολίες ἀλλά τόν φοβᾶται.
Ἐννοεῖται ὅτι ἐκτός τῶν παραπάνω ὁ πιστός ἀγωνίζεται νά μήν ἔχει ἡ καρδιά του πάθη γιατί τά πάθη καί ἰδιαίτερα ὁ ἐγωϊσμός εἶναι ὁ καρκίνος τῆς ψυχῆς.
Ὁ διάβολος εἶναι σκοτάδι, ὁ Θεός εἶναι τό φῶς ἄρα ἄν εἴμαστε στό φῶς δέν θά ὑπάρχει τό σκοτάδι! Καλόν ἀγώνα μέσα στό φῶς!