Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά καταθέσωμε εἰς τήν ἀγάπη σας κάποιες πατερικές θέσεις, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται εἰς τό ἱερό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καί ξεκινᾶμε ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, πού ἐδῶ καί λίγες ἡμέρες ἑορτάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, κατά τήν ὁποίαν ἑορτή πανηγυρίζομε τήν εἴσοδο τῆς Παναγίας Μητέρας μας εἰς τόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί μάλιστα σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Καί αὐτό, ἐν προκειμένῳ, γιά νά ἀφιερωθῆ ἡ πάναγνος Κόρη εἰς τόν Θεόν σέ ἡλικία τριῶν ἐτῶν.
Οἱ γονεῖς της, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα κατήγοντο ἀπό τήν βασιλική φυλή τοῦ Δαυΐδ καί ἐπειδή ἐπί χρόνια πολλά δέν ἠμποροῦσαν νά τεκνοποιήσουν ὠνειδίζοντο ἀπό τό περιβάλλον τους καί μάλιστα πάρα πολύ. Καί αὐτό, ἐπειδή ἀκόμη τότε δέν ὑπῆρχε ἐλπίς ἀθανασίας, ἐφ᾽ ὅσον δέν εἶχε ἀκόμη γίνει ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί γι᾽ αὐτό ἡ διαδοχή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐφαίνετο κάτι τό ἀναγκαιότατο. Ἦταν δηλαδή, τρόπον τινά, μία παρηγοριά. Τότε, εἰς τούς Ἰσραηλῖτες ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο τόσο μεγάλο κακό, ὥστε ἀκόμη καί αὐτοί οἱ δίκαιοι νά μήν ἐπαινοῦνται τόσο γιά τήν ἀρετή τους ἀπό ὅσο ὑβρίζοντο γιά τήν ἀτεκνία τους καί μάλιστα ἐπεριφρονοῦντο πάρα πολύ.
Ἐξ αἰτίας τῆς ἀφορήτου πλέον αὐτῆς καταστάσεως, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἐπεδόθησαν σέ διαρκεῖς καρδιακές καί ἀκατάπαυστες προσευχές καί πολυποίκιλες ἐν γένει πνευματικές ἀσκήσεις. Ἔτσι ὅμως, μέ τόν τρόπον αὐτόν, ἐξαγνίσθησαν πλήρως χωρίς καί οἱ ἴδιοι καλά-καλά νά τό καταλάβουν. Καί ὁ πάνσοφος Κύριος, μέσα σέ αὐτό τό παιδαγωγικό, σοφό ὀδυνηρό ἀλλά καί πάντα σωτήριο σχέδιό Του, κατέστησε, μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό ζεῦγος Ἰωακείμ καί Ἄννα, ἄξιο, ὄχι ἁπλῶς νά ἀποκτήση κάποιο συνηθισμένο τέκνο, ἀλλά τούς εὐλόγησε σέ βαθμό ὑπερθετικό, ἀφοῦ τούς ἀξίωσε νά γεννήσουν τήν θαυμασιώτερη ἀπό ὅλες τίς θαυμάσιες πού ἐφάνησαν ποτέ. Αὐτήν δηλαδή τήν Γεννήτρια τοῦ Κτίστη, τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων δηλαδή, διά τῆς ὁποίας κατόπιν ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός ἐθέωσε τό ἀνθρώπινο γένος καί οὐράνωσε τήν γῆ. Αὐτήν πού ἔκανε τόν μέν Θεό Υἱό ἀνθρώπου, τούς δέ ἀνθρώπους υἱούς Θεοῦ.
Ἔτσι βλέπομε, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦταν καρπός ὄχι ἡδονῆς, ἀλλά καρπός προσευχῆς, καθ᾽ ὅτι, ὅπως εἴπαμε, οἱ γονεῖς Της ἦσαν πολύ γερασμένοι. Μόλις δέ Αὐτή ἀπεγαλακτίσθη, τριῶν χρονῶν, τότε ἀμέσως οἱ γονεῖς Της Τήν ἀφιέρωσαν εἰς τόν Ναό, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσι πού οἱ ἴδιοι εἶχαν δώσει ἀπό πρίν εἰς τόν Θεόν. Ὅτι δηλαδή, ἐάν τελικά ἐτεκνοποιοῦσαν, τό γεννώμενον τέκνον νά τό ἀφιέρωναν εἰς τόν Θεόν.
Τηρῶντας δέ κατά γράμμα τήν ὑπόσχεσί τους, Τήν παρέδωσαν εἰς τόν τότε ἀρχιερέα ὀνόματι Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος Τήν παρέλαβε καί Τήν ἔβαλε εἰς τά ἐνδότατα τοῦ Ναοῦ, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου μόνος ὁ ἀρχιερεύς μία φορά τόν χρόνο εἰσήρχετο. Αὐτό βέβαια τό ἔκανε ὁ Ζαχαρίας χωρίς καί ὁ ἴδιος νά καταλαβαίνη τόν βαθύτερο λόγο.
Πολλές φορές, ἀλήθεια, ἡ Θεία Πρόνοια χρησιμοποιεῖ ἀνθρώπους καί καταστάσεις γιά τό πνευματικό καί αἰώνιο συμφέρον μας, πού πολλές φορές ἐμεῖς, δυστυχῶς, τίς παραθεωροῦμε, ὅλες αὐτές τίς θεϊκές εὐκαιρίες καί οἱ ὁποῖες, ἄν δέν μετανοήσωμε καί ἄν δέν τίς ἐκμεταλλευθοῦμε μέ τόν πνευματικό τρόπο ὅσο εἶναι καιρός, θά μᾶς κρίνουν ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως.
Ὁ Ζαχαρίας εἰσήγαγε τήν Θεοτόκο σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων προκειμένου Αὐτή νά προπαρασκευασθῆ καί νά καταστῆ ἀξία νά γεννήση κατόπιν τόν ἴδιο τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἐδανείσθηκε ἀπό τήν Μητέρα Του ἐμψυχωμένη ἀνθρωπίνη σάρκα. Διότι οὕτως ηὐδόκησε ὁ Θεός νά θεώση τούς ἀνθρώπους, ὥστε κατόπιν νά ἠμποροῦν πλέον οἱ ἄνθρωποι νά γίνωνται εἰς τό διηνεκές ὁλοένα καί περισσότερο μέτοχοι τῆς ἀτελευτήτου θείας δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔμεινε ἡ ἀειπάρθενος Κόρη ἐπί δώδεκα χρόνια τρεφομένη ξενοπρεπῶς ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ μέ τροφή οὐρανία. Περιττό νά ποῦμε, ὅτι ἀξιώθηκε καί τῆς τοῦ Θεοῦ ἐμφανείας μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ καιρός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Της.
Μέ αὐτήν τήν θεϊκή τροφή, ἡ Θεοτόκος ἐδυνάμωσε καλύτερα τήν φύσι Της καί ἐτελειοποιοῦσε τόν ἑαυτό Της τόσο, ὥστε ἔγινε καθαρωτέρα καί ἀνωτέρα καί ἀπό αὐτές τίς ἀσώματες ἀγγελικές δυνάμεις. Εἶχε δέ ὡς ὑπηρέτες ἀγγέλους. Ἄν θέλωμε λίγο νά ἐμβαθύνωμε, δέν εἰσῆλθε ἁπλῶς καί μόνον εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοπικά, ἀλλά κατά κάποιον τρόπο παρελήφθη ἀπό τόν Θεό σέ συνοίκησι μέ Αὐτόν. Εἶναι αὐτό πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ”ἡ ἐν Θεῷ σύγκρασις”.
Περιττόν βέβαια νά διευκρινήσωμε, ὅτι τά πιό πολλά ἀπό αὐτά πού ἀναφέραμε ἤδη καί θά ἀναφέρωμε τά ἀναλύει εἰς τό ἔπακρον ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἰς τόν ὁποῖον συγκεντρώνεται ἡ συνισταμένη τῆς γνησίας ἀνοθεύτου διαχρονικῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἑορτάζομε τήν νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως καί γνώμης γιά τό ποιός εἶναι ὁ ἀποκαλυφθείς Θεός εἰς τό ἀνθρώπινο γίγνεσθαι, τήν δευτέρα Κυριακή, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἑορτάζομε τήν ὄντως Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τόν ὀρθό καί τέλειο τρόπο τοῦ ”εὖ πνευματικῶς ἀγωνίζεσθαι”, ὥστε νά καταστῆ δυνατόν νά μετέχωμε καί ἐμεῖς εἰς τίς ἡδονικώτατες ἄκτιστες θεϊκές ἐνέργειες.
Τό ”σύν Θεῷ κραθῆναι”, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, αὐτή ἡ δυνατότητα νά γίνη ὁ Χριστιανός ἕνα κρᾶμα μέ τήν θεία δόξα, αὐτό θά πῆ Ὀρθοδοξία. Καί αὐτό συνέβη σέ πάρα πολλούς θεόπτες Ἁγίους καί ἀγωνιστάς. Εἶναι κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος, ὅτι δηλαδή εἰς τήν πραγματική, ἀληθινή προσευχή ἔχομε ”συνουσία” μετά τοῦ Θεοῦ.
Καί, ἄν ὅλα αὐτά ἰσχύουν γιά τούς Ἁγίους εἰς τό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, πού ἔβλεπαν ἀοράτως τόν ὄντως μόνον Ἀόρατον, ἐβίωναν δηλαδή τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ξεπερνᾷ καί σέ ποιότητα, καί σέ ποσότητα, καί σέ κάθε ἄλλη συντεταγμένη κάθε νόμιμη καί παράνομη ἀπόλαυσι αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἔ, τότε, κατά μείζονα λόγον ἰσχύουν γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καί γιά νά κυριολεκτήσωμε ἀκόμη πιό πολύ, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέν ἔπαιρνε τιμή καί ἀπό αὐτά τοῦτα τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἔδινε τιμή σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων.
Διότι, εἰς τόν Ναό ἐφυλάσσοντο, μέ κάθε εὐλάβεια, οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης πού ἐπῆρε ὁ θεόπτης Μωϋσῆς ἀπό τόν Θεό Λόγο – ”ἄσαρκο Χριστό” – ἀπό τόν Χριστό δηλαδή πρίν σαρκωθῆ… Διότι, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, ὁ Χριστός, ὡς τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἦταν Ἐκεῖνος πού ἐνεργοῦσε τά θαυμάσια εἰς τό Σινᾶ. Ὅμως, ἡ Θεοτόκος ἐχώρησε μέσα Της τόν ἴδιο τόν Νομοδότη, πού εἶχε δώσει τίς πλάκες τῆς Διαθήκης. Ἐχώρησε λοιπόν μέσα Της τόν ἴδιο τόν Νομοδότη, πού δέν Τόν χωροῦν τά σύμπαντα.
Τά Χριστούγεννα, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἕνα τροπάριο λέγει: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός;». Ἔγινε δηλαδή ἡ Παναγία Μητέρα μας δοχεῖο τοῦ ἀχωρήτου Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον εἰς τόν Χριστόν κατοικῆ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος. Καί γι᾽ αὐτό, πολύ εὔστοχα ἡ Παναγία ὀνομάζεται καί ”χώρα τοῦ ἀχωρήτου”.
Τό μεγαλεῖο Της εἶναι ἀκατανόητο καί ἀπροσπέλαστο, ὄχι μόνον εἰς τήν ἀνθρωπίνη διάνοια, ἀκόμη κι ἄν αὐτή εἶναι ἁγιασμένη, ἀλλά καί σέ αὐτούς τούς ἀγγελικούς νόες.
Μέ τήν ἀγαθή Της πάντα προαίρεσι καί μέ τόν τέλειο προσωπικό Της ἀγῶνα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔγινε, ἀξίως καί δικαίως, ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας καί ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ἀγγέλων, καί τῆς ἀλόγου κτιστῆς Δημιουργίας. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες δέν εἶχε διαπράξει καμμία προσωπική ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτό καί ὁ προγνώστης Θεός Τήν προώρισε. Διότι, ὁ Θεός ποτέ δέν προορίζει κάποιον μέ τό ζόρι, ἐφ᾽ ὅσον εἰς τόν Θεόν δέν ὑπάρχη προσωποληψία. Ἁπλῶς, εἰς τόν Θεόν, ἐπειδή εἶναι ἐκτός χρόνου, δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Ἄν ὁμιλήσωμε μέ τά ἰδικά μας ἀνθρώπινα δεδομένα, γιά τόν Θεόν ὅλα εἶναι σάν ἕνας διαρκής ἐνεστῶτας. Ἐπειδή λοιπόν ὁ Θεός προεγνώριζε τήν ἑκουσία Της λαμπρή μοναδική πορεία, γι᾽ αὐτό καί Τήν προώρισε.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἄς σταθοῦμε λίγο εἰς τήν παντελῆ ἁγνότητα τῆς Παναγίας Μητέρας μας. Ἀλλά, ἀλήθεια, πῶς μποροῦμε, ἐμεῖς, οἱ ἐμπαθεῖς, οἱ βουτηγμένοι εἰς τήν ἁμαρτία, νά ἐννοήσωμε τήν καθαρότητα τῆς Παναγίας μας; Εἶναι ἀσύλληπτη, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἀκόμη καί σ᾽ αὐτά τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ. Νά τήν ὁρίσωμε καί νά τήν ἐννοήσωμε, τήν καθαρότητά Της, εἶναι ἀδύνατον, εἰς τό βάθος της. Ἁπλῶς, ἄς προσπαθήσωμε νά συλλάβωμε κάποια ἐλάχιστα χαρακτηριστικά ἰδιώματα πού ἀπορρέουν ἐκ τῆς παντελοῦς καθαρότητός Της. Προφανῶς, αὐτά δέν ἀποτελοῦν παρά ἕνα ἐλαχιστώτατο μέρος τῶν ὄντως ὑπεραρίθμων παραμέτρων πού συνθέτουν τήν παναγιότητα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Θεός, πού ἀπό καταβολῆς κόσμου ἐδιψοῦσε τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου ἐπερίμενε πότε θά ἐμφανιζόταν αὐτό τό ἀθῶο πλάσμα – κατά τόν π. Παΐσιο -, ἡ Παναγία μας, γιά νά φιλοξενηθῆ ὁ Θεός Λόγος εἰς τά ἄχραντα σπλάγχνα τῆς παντάνασσας Κόρης καί νά δανεισθῆ ἀπό Αὐτήν ἀνθρωπίνη σάρκα, τήν ὁποία ποτέ πλέον δέν ἐπρόκειτο νά ἀποβάλη. Καί ὄχι μόνον δέν ἐπρόκειτο νά ἀπεκδυθῆ ποτέ, ἀλλά τήν ἀνέβασε, διά τῆς ἐνδόξου ὑπερφυοῦς Ἀναλήψεώς Του, σέ αὐτό ἀκριβῶς τό ὕψος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Λοιπόν, πῶς ἡ Παναγία ἔμενε ὄντως ἀμόλυντη; Καλά, τόν ἑαυτό Της ἀσφαλῶς τόν ὥριζε. Ἀλλά, τό περιβάλλον Της ἦταν τέλειο; Δέν ὑπῆρχε γύρω Της ἡ πολυποίκιλη ἁμαρτία, εἰς τόν περιβάλλοντα χῶρο Της; Ἀσφαλῶς καί ὑπῆρχε. Πῶς λοιπόν δέν ἐλερώθηκε, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, ἀπό τίς ἀθέλητες ἔστω ἁμαρτωλές προσβολές πάσης φύσεως;
”Ἁπλούστατα”, εἶχε μέσα Της καί γύρω Της ἕναν ”πνευματικό μηχανισμό”, πού ὁ,τιδήποτε ἁμαρτωλό προσέκρουε ἐπάνω Της πάραυτα ἐκαθαρίζετο ἀπό Αὐτήν τήν ἰδία. Εἰς τήν Παναγία ὑπῆρχε ἕνας παντοειδής ἐσωτερικός φυσικός πνευματικός καθαριστικός μηχανισμός, πού εἶχε τήν αὐτόματη δυνατότητα ὁ,τιδήποτε βρώμικο ἔπεφτε ἐπάνω Της, ὄχι ἁπλᾶ νά μή τό δέχεται, νά μήν εἰσχωρῆ μέσα Της, ἀλλά, ἐπί πλέον, νά τό ἐπιστρέφη, καί μάλιστα πεντακάθαρο, καί νά τό ἐκπέμπη, ὡς πεντακάθαρο, πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Καί μάλιστα, ὅσο πιό ἁμαρτωλό ἦτο, τόσο πιό ἁγιασμένο τό ἐπέστρεφε. Διότι, ὅπως ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος, καί περί ἀρετῆς νά ὁμιλῆ, τελικά ἐμπαθῶς θά ὁμιλῆ, δέν γίνεται διαφορετικά, ἔτσι ἰσχύει καί τό ἀντίστροφο μέ πολυσήμαντες δυνατότητες καί ἐφαρμογές…! Γενικώτερα, ὁ ἔχων ἀρετή καί καθαρότητα, καί ”ἐμπαθῶς” φαινομενικά νά ὁμιλῆ, τελικά ἀπαθῶς καί ἐναρέτως θά ὁμιλῆ. Φυσικά, αὐτό συνήθως τό ἀντιλαμβάνονται οἱ ἔχοντες ὑγιῆ πνευματικότητα, ἤ ἔστω καλή προαίρεσι.
Φυσικά, γιά νά ἐννοούσαμε πλήρως τήν ὅλη πνευματική κατάστασι τῆς Παναγίας θά ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά ἤμαστε εἰς τά ἰδικά Της πνευματικά μέτρα, ἀπό τά ὁποῖα, οἰκειοθελῶς δυστυχῶς, μᾶς χωρίζει μέγα ἁμαρτωλό προσωπικό χάσμα. Καί, ἐκ τῶν ἰδίων, δέν ἠμποροῦμε νά κρίνωμε τά ἀλλότρια ἀκόμη καί ὅταν ἔχωμε τήν πιό καλή προαίρεσι. Δέν ἠμποροῦμε δηλαδή νά καταλάβωμε τήν πλήρη καθαρότητα τῆς Παναγίας. Μόνον ὁ Θεός τήν γνωρίζει καί ἀκριβῶς, ἐπειδή τήν γνωρίζει, γι᾽ αὐτό καί Τήν ἐδόξασε, καί Τήν ἐδιάλεξε καί ἐμεγαλύνθη τό πανάγιο ὄνομά Της σέ Οὐρανό καί γῆ.
Κατά τόν Εὐαγγελισμό Της ἀπό τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ ἐκαθαρίσθηκε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἐδάνεισε σάρκα εἰς τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά νά γίνη ἄνθρωπος. Καί αὐτό ἔγινε γιά νά ἠμπορέσωμε νά δοῦμε καί νά ἀκούσωμε τόν Θεό. Γιά νά γίνη ὁ ἴδιος, ὁ σαρκωμένος Θεός, προσιτός σέ ἐμᾶς, τύπος καί ὑπογραμμός καί νά μᾶς διδάξη. Διότι διαφορετικά, ὅπως εἶναι εἰς τήν φύσι Του ὁ Θεός, δέν ἠμποροῦμε νά Τόν καταλάβωμε, οὔτε ἐμεῖς, οὔτε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, καθ᾽ ὅτι ἡ θεία φύσις εἶναι παντελῶς ἀκοινώνητος καί ἀμέθεκτος.
Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μας, ”Θεόν νοῆσαι χαλεπόν, φρᾶσαι δέ ἀδυνατότερον”, τό ὁποῖο βέβαια ἀντέστρεψαν, ἀκόμη ἐπί τό ρεαλιστικώτερον, οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες μας, καί συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Λοιπόν, ὄχι μόνον τήν φύσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αὐτήν τήν δόξα Του δέν ἠμποροῦμε νά δοῦμε, ἔστω καί στό ἀπειροστό της, ἐκτός καί ἐάν ὁ ἴδιος ὁ Θεός εὐδοκήση, καί μόνον ἐάν εὐδοκήση καί μᾶς ἀποκαλύψη λίγο ἀπό τήν γλυκυτάτη Του θεία δόξα.
Τό γιατί συνήθως δέν εὐδοκῆ ὁ Θεός, εἶναι ἕνα ἐρώτημα, ἤ μᾶλλον εἶναι ἕνα δυστύχημα, πού βαρύνει κατά κανόνα ἐμᾶς καί ὄχι τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἤ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ – δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ -, ὁ ὁποῖος ἐταπεινώθη ἕως θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, χάριν ἡμῶν καί ἀντί ἡμῶν.
Ἐκτός ὅμως ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι καί ἡ σωτηρία καί αὐτοῦ τούτου τοῦ ἀγγελικοῦ κόσμου. Οἱ ἄγγελοι ἐπαγιώθησαν καί ἐσταθεροποιήθησαν εἰς τό ἀγαθόν καί δέν κινδυνεύουν πλέον, παρά μόνον μετά τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Σωτῆρος. Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι εἶναι ἀπό τήν φύσι τους ἄτρεπτοι, ἀναλλοίωτοι δηλαδή, διότι μόνος ὁ Θεός εἶναι ἀπό τήν φύσι Του ἄτρεπτος. Ἀλλά, τί σημαίνει; Σημαίνει, ὅτι, μετά τήν Ἐνανθρώπησι ποσῶς δέν θέλουν πλέον νά ἀποστοῦν ἀπό τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ, πρίν τήν Ἐνανθρώπησι ἐκινδύνευαν, ἐάν βέβαια δέν ἐπρόσεχαν. Ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Ἑωσφόρος καί ὅσοι τόν ἀκολούθησαν, κάνοντας κακή χρῆσι τῆς ἐλευθερίας τους, κατήντησαν δαίμονες ἀπό πρώην ἄγγελοι.
Κάτι ἀντίστοιχο, κατ᾽ ἀναλογίαν, θά συμβῆ καί σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, μετά ὅμως τήν κοίμησί μας, ἐάν σωθοῦμε. Τότε, ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί ὅλοι οἱ σεσωσμένοι, εἰς τόν Παράδεισον, δέν θά κινδυνεύουν πλέον νά πέσουν. Ἐνῷ οἱ ζῶντες πάντα κινδυνεύουν. Οἱ κεκοιμημένοι ὠφελοῦνται, ἕως τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἀπό τίς προσευχές τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι καί ἡ σωτηρία ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως, ἐφ᾽ ὅσον, δυνάμει τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού πῆρε πλήρη ἀνθρωπίνη φύσι ἀπό τήν Παναγία, πλήν ἁμαρτίας, ἄνευ ὅμως σπέρματος ἀνδρός, ὅλη ἡ κτίσις θά μεταβληθῆ καί θά μετασκευασθῆ σέ μορφή καί σχῆμα πού τώρα δέν μποροῦμε νά σκεφθοῦμε ἤ νά φαντασθοῦμε.
Λέγει σχετικά ὁ θαυμασιώτατος Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ὅτι ὁ Χριστός, κατά τήν πρώτη Του ἐμφάνισι, περιέκρυψε τό πῦρ τῆς Θεότητός Του, διότι θά ἐπυρπολῆτο, ὄχι ἁπλῶς ἡ γῆ, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Δημιουργία. Θέλετε παράδειγμα; Εἰς τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως, ἄν καί ἀμυδρῶς ἐφανέρωσε τό θεῖο Του Φῶς ὁ Χριστός, οἱ Μαθηταί, γοητευμένοι ἀπό αὐτήν τήν ὑπέρ νοῦν ἡδονή, ἔπεσαν κάτω, χαμαί, ” ἵνα μή σύν τῇ ὁράσει καί τό ζῆν ἀπωλέσωσι”, ὅπως λέγη ὁ ὑμνογράφος. Γιά νά μή χάσουν δηλαδή, καί τήν ζωή τους, ταυτόχρονα μέ αὐτήν τήν θεϊκή ὅρασι, οἱ τρεῖς πρόκριτοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι παρευρέθησαν εἰς τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως.
Γι᾽ αὐτό, ἄν θέλωμε νά κυριολεκτήσωμε, ἔχομε μέν ἀποκάλυψι τῆς Θεότητος ἀσφαλῶς εἰς τόν Χριστόν γιά λόγους σωτηριολογικούς, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχομε καί συγκάλυψι αὐτῆς τῆς Θεότητός Του γιά λόγους φιλανθρωπικούς, γιά νά μή πυρποληθῆ τό σύμπαν.
Κατά τήν Δευτέρα ὅμως ἐμφάνισί Του ὁ Κύριός μας, ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, θά κάνη πλέον φανερή τήν δόξα Του, φανερό τοῦτο τό πῦρ τῆς Θεότητός Του, φυσικά ὄχι γιά νά καταστρέψη τήν κτίσι, ἀλλά ὅπως εἴπαμε γιά νά τήν μεταβάλη εἰς τήν τελική ἄφθαρτη κατάστασί της, ἤ, ὅπως λέγωμε ἐπί τό θεολογικώτερον, γιά νά γίνη ἡ προσαγωγή τῶν πάντων εἰς τόν Θεόν Πατέρα.
Ἔτσι λοιπόν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι τό μεθόριον μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἡ μοναδική γέφυρα πού ἑνώνει τόν ἄκτιστο, ἄπειρο καί ἀκατάληπτο Θεό μέ τά κτιστά δημιουργήματά Του.
Σύμφωνα δέ μέ τήν Ὀρθόδοξη πατερική Γραμματολογία, εἶναι τό μόνο δημιούργημα πού ἀπό τώρα εὑρίσκεται εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τό τελικό Της ἄφθαρτο ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως δηλαδή εἶναι καί ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασί Του.
Λίγο-πολύ θεωροῦμε γνωστά τά ἱστορικά γεγονότα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δηλαδή ἐκεῖνα πού συνέβησαν ὅταν ἐπῆγε, ὕστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε, ὅταν ὁ πάνδημος χορός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκήδευσε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὅταν λοιπόν ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς καί ἐζήτησε ἀργοπορημένα νά προσκυνήση εἰς τόν τάφο Της τό τίμιο λείψανό Της, τότε διεπιστώθη ὅτι ἔλειπε τό σῶμα Της καί ὑπῆρχε μόνον ἡ σχετική σινδόνα μέ τήν ὁποία ἦτο τυλιγμένη ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.
Βέβαια, ἐκτός ἀπό τήν ἱστορική κατοχύρωσι, ὑπάρχει καί ἡ ἀντίστοιχη προφητική. Ἀρκεῖ μόνο νά ἀναφέρωμε ἀπό τούς Ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ τό σημεῖο ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ: «Ἀνάστηθι, κύριε, εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, σύ – Κύριε, ἐννοεῖται – καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου» (Ψαλμ, 131, 8). Τό ”σύ” ἀναφέρεται ἀναμφισβήτητα εἰς τόν Χριστόν, εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅπως ἤδη προαναφέραμε ”κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος” δέν εἶναι παρά αὐτή ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού ἐχώρησε μέσα Της, ὄχι ἁπλῶς τίς πλάκες τῆς Διαθήκης, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Νομοδότη.
Τώρα, στηριζόμενοι σέ αὐτά τά ἱστορικά καί προφητικά δεδομένα, οἱ ἅγιοι καί θεοκατευθυνόμενοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας κατέθεσαν, κατωχύρωσαν καί διεσαφήνισαν, γραπτά καί ἀναλυτικά, τήν ὁλόσωμη εἰς τούς Οὐρανούς μετάστασι τῆς Παναγίας μας. Καί αὐτό τό ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπό τούς παλαιοτέρους ἕως τούς νεωτέρους. Περίτρανα εἶπαν, ὅτι εἰς τήν παναγία Μητέρα μας ἔχομε ὁλόσωμη μετάστασι, ὄχι ”ὡς εἰς οὐρανόν”, ὅπως εἰς τόν Προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἀκόμη ἔχει τό φθαρτό του σῶμα – καί αὐτό βέβαια θαῦμα εἶναι. Δέν ἔχει γνωρίσει θάνατο. Ἀλλά εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἔχομε ὁλόσωμη μετάστασι ”εἰς τούς οὐρανούς”, εἰς τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Βέβαια, δέν εἶναι δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτό, διότι, ἁπλούστατα, κανείς δέν τό ἀμφισβήτησε ποτέ. Ὁπότε, εἰς τό διάβα, εἰς τό πέρασμα τῆς ὅλης διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δέν ἐχρειάσθηκε, γιά τό θέμα αὐτό, νά συγκληθῆ κάποια οἰκουμενική σύνοδος καί νά προκύψη ἀπό αὐτήν τό ἀντίστοιχο δόγμα.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ πραγματική Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, πού ἐπανειλημμένα Τήν εἶχε δῆ, ” ὅποιος δέν ἔχει γευθῆ τήν ἀνέκφραστη γλυκύτητα καί παρηγοριά τῆς Παναγίας μοιάζει μέ τά παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου πού δέν νοιώσαν τήν οἰκογενειακή ζεστασιά”. Καί αὐτήν τήν σοφή ρῆσι τοῦ Γέροντα μποροῦμε νά τήν ἐπεκτείνωμε λέγοντας ὅτι εἶναι μεγάλη τραγωδία νά ἔχης, ὡς Χριστιανός, τήν ἀσυγκρίτως καλυτέρα ὅλων τῶν μητέρων, τήν Παναγία, καί νά αἰσθάνεσαι ὀρφανός.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφέρωμε ἐπιγραμματικά κάποιες τελευταῖες, γνωστές, ζωντανές, ἐγγυημένες ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας μας σέ γνωστούς ἀσκητάς τοῦ αἰῶνα μας.
Ἐμφανίσθηκε τρεῖς φορές εἰς τόν Μικρασιάτη Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, πού ἐκοιμήθη τό 1924, μέ τήν γνωστή ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν ἀπό τήν Μικρά Ἀσία. Τήν πρώτη φορά Τήν εἶδε νά ἀστράφτη, τό πρόσωπό Της, ἐνῷ ἔβγαινε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἀπό τόν ναό, καί ἐχάνετο μπροστά στά μάτια του. Τήν δευτέρα φορά, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος εἶχε πέσει ἀπό ὕψος πενήντα μέτρων, τόν ἔσωσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Τόν ἐπῆρε εἰς τήν ἀγκάλη Της καί τόν ἐκατέβασε κάτω θαυματουργικά χωρίς νά πάθη τίποτε. Τήν τελευταία φορά, ἡ Παναγία εἰδοποίησε τόν Ἅγιο Ἀρσένιο δύο ἡμέρες πρίν τήν κοίμησί του καί τόν ἐξενάγησε ”δωρεάν” σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος, ἐνῷ αὐτός τότε εὑρίσκετο σωματικῶς εἰς τήν Κέρκυρα.
Αὐτά ἀναφέρει ὁ π. Παΐσιος, στό βιβλίο πού ἔγραψε τόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ὁ ἴδιος εἶχε δῆ καί τόν Ἅγιο Ἀρσένιο σέ ὀπτασία καί τήν ἰδία τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία, μεταξύ τῶν ἄλλων, τόν προέτρεψε νά δέχεται τόν κόσμο. Βέβαια, ὁ π. Παΐσιος καί πολλούς ἄλλους Ἁγίους εἶχε δῆ.
Ἐπίσης, ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου εἶχε καί ὁ μεγάλος Ρῶσος ἀσκητής τῆς Καψάλας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὀνόματι παπα-Τύχων. Ἐκοιμήθη τό 1968. Μάλιστα, ὁ παπα-Τύχων εἶχε ἐμφάνεια τῆς Παναγίας καί πρίν γίνη μοναχός. Σέ μία του προσκυνηματική περιοδεία εἰς τήν Ρωσία, πού δέν μποροῦσε νά φάγη τό ψωμί τῆς περιοχῆς πού ἦταν ἀπό σίκαλη, ἀπεγνωσμένα, μέ τήν τότε παιδική του ἁπλότητα, ἔκανε προσευχή εἰς τήν Παναγία, λέγοντας: «Παναγία μου, θέλω νά μέ βοηθήσης, γιατί θά πεθάνω στόν δρόμο πρίν γίνω καλόγηρος”. Σημειωτέον δέ ὅτι ἔτρωγε μόνο ψωμί.
Καί ξαφνικά, τοῦ παρουσιάζεται μία Κόρη μέ λαμπερό πρόσωπο, τοῦ δίνει μία φραντζόλα ἄσπρο ψωμί, ὄχι δηλαδή ἀπό σίκαλη, καί ἀμέσως ἐξαφανίζεται. Φυσικά, τά ἔχασε ὁ παπα-Τύχων – τότε ἐλέγετο Τιμόθεος -, δέν ἠμποροῦσε νά τό ἐξηγήση. Καί ἔτσι ἐπέρασε ἀρκετό διάστημα μέ τήν ἀπορία αὐτή. Ἀλλά, ἀργότερα, ὅταν τοῦ ἔδωσε ἕνας μοναχός ἕνα βιβλίο μέ τίς θαυματουργές εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς Ρωσίας καί εἶδε τήν Παναγία τοῦ Κρεμλίνου, σκίρτησε ἡ καρδιά του ἀπό εὐλάβεια, τά μάτια του πλημμύρισαν ἀπό δάκρυα εὐγνωμοσύνης καί εἶπε: «Αὐτή ἡ Παναγία μοῦ ἔδωσε ἄσπρο ψωμί». Καί ἀπό τότε πιά Τήν ἔνοιωθε πιό κοντά, ὅπως τό παιδί τήν μάνα του. Αὐτά τά ἀναφέρει ὁ Γέροντας Παΐσιος στό βιβλίο του μέ τίτλο ”Ἁγιορεῖτες πατέρες καί ἁγιορείτικα”. Σημειωτέον, ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλαβε τό Μέγα Ἀγγελικό Σχῆμα ἀπό τόν παπα-Τύχωνα.
Ἐπίσης, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε εἰς τόν Ἁγιορείτη ἀσκητή Χατζηγιώργη – ἐκοιμήθη τό 1886. Ἀνάλογες ἐμπειρίες εἶχαν ὁ Ἅγιος Σιλουανός, πού ἄκουσε τήν φωνή Της – ἐκοιμήθη τό 1935 -, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωακείμ Σπετσιέρης – ἐκοιμήθη τό 1943. Αὐτός μάλιστα εἰς τά Ἱεροσόλυμα εἶχε δῆ ἄκτιστο θεῖο Φῶς νά βγαίνη ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καί ἐζητοῦσε πληροφορίες. Ἔλεγε ”Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἱερέας;”…!
Ἐμπειρία τῆς Παναγίας εἶχε ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής – ἐκοιμήθη τό 1959. Τελευταία δέ γνωστή ἐγγυημένη ἐμφάνεια τῆς Παναγίας μας εἶχε ὁ προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτης Ἀνδρέας – ἐκοιμήθη τό 1987 -, πού ἡ Παναγία ἐκρατοῦσε σχετικό βιβλίο πού κατέγραφε ποιοί μοναχοί ἀγωνίζονται καί ποιοί ἐγκαταλείπουν τόν ἀγῶνα καί φεύγουν ἀπό τό Περιβόλι Της καί πλέον ζοῦν κοσμικά.
Ἐξαιροῦμε βέβαια τόν Γέροντα Παΐσιο, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἔλεγε, ἡ φυσιογνωμία τῆς Παναγίας μας ἔμοιαζε, ὅπως Τήν εἶδε, πιό πολύ μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἱεροσολυμίτισσας.
Ἄς ἀναφέρωμε ἕνα περιστατικό, εἰς τό ὁποῖο φαίνεται ἡ εὐλάβεια κάποιων Ρουμάνων Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἐγνώριζε ὁ π. Παΐσιος. Ἦταν σέ ἕνα Κελλί ἕνας Γέροντας καί κάποιος ὑποτακτικός, μεγάλης ἡλικίας καί οἱ δύο, καί ὁ ὑποτακτικός ψυχορραγοῦσε. Ὁπότε, καθηκόντως τούς ἐπισκέφθηκε κάποιος ἄλλος μοναχός πού ἐκτελοῦσε χρέη πρακτικοῦ γιατροῦ γιά νά προσφέρη στόν ψυχορραγοῦντα Ρουμᾶνο μοναχό τίς τελευταῖες ἀνθρώπινες βοήθειες πού ἦταν δυνατές. Τό ὄνομα τοῦ πρακτικοῦ γιατροῦ ἦταν Δανιήλ. Ἡ ἡμέρα δέ πού τό ἔμαθε καί ἐπῆγε ὁ πρακτικός γιατρός ἦταν ἀνήμερα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Ὁπότε, ὅταν ἐξεκίνησε νά προσφέρη τίς πρῶτες του βοήθειες, τότε, μέ μεγάλη ἀγωνία, παραδοξώτατα γιά τήν ἰδική μας λογική, ὁ Γέροντας τοῦ μοναχοῦ πού ψυχορραγοῦσε εἶπε στόν πρακτικό γιατρό: «Μή, μή, Ντανῆλο – ἤξερε σπαστά Ἑλληνικά -, σήμερα πρέπει πεθάνη. Σήμερα μεγάλη γιορτή στόν οὐρανό. Γιορτή μεγάλη. Σήμερα εὐλογία Παναγία”. Ἐθεωροῦσε δηλαδή ἀναμφισβήτητα προτιμώτερο πνευματικά γιά τόν ὑποτακτικό του νά πεθάνη ἀνήμερα τῆς Παναγίας παρά νά τοῦ προσέφερε ὁ πρακτικός γιατρός κάποιες βοήθειες μέ τίς ὁποῖες ἴσως ἐπέθαινε λίγες ἡμέρες ἀργότερα, πού ὅμως ἀργότερα δέν θά ἦταν ἡ μεγάλη γιορτή τῆς Παναγίας. Τί διαφορά φρονήματος καί πνευματικοῦ ἐπιπέδου! Πόσο διαφέρουν ἀπό τά δικά μας δεδομένα, πῶς ἐμεῖς ἀντιμετωπίζομε τόν θάνατο!
Καί στό σημεῖο αὐτό μοῦ ἦλθε εἰς τό μυαλό μου ἡ περίπτωσις τοῦ Γερο-Νικήτα, πού αὐτός ἐζοῦσε εἰς τήν Καψάλα καί εἶχε ἕνα Κελλί, τί νά ποῦμε;… Ἀπό παντοῦ ἔβαζε ἀέρα. Ἀπό παντοῦ ἔπεφταν σοβάδες. Μάλιστα, γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἀπό ὑπερβολική εὐλάβεια, δέν ἤθελε νά κάνη Λειτουργία στό Κελλί του. Πήγαινε δηλαδή ἀλλοῦ νά λειτουργηθῆ. Καί ὅταν, κάποια φορά, ἔκανε Λειτουργία, πιεζόμενος ἀπό τόν Γέροντά μου Ἰσαάκ τόν Λιβανέζο, ὁ Γερο-Νικήτας ἐφοβεῖτο μήπως τήν ὥρα τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου ἔπεφτε ἀπό τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ κανένα κομμάτι σοβᾶ μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο καί δέν ἠμποροῦσε νά κάνη κατάλυσι ὁ ἱερέας.
Ἔ, λοιπόν, αὐτός ὁ Γερο-Νικήτας, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό Κελλί του ἄφηνε τήν πόρτα του ἀνοικτή, δέν τήν κλείδωνε – ἄλλωστε, τέτοια πόρτα πού ἦταν καί τέτοιο Κελλί, τέλος πάντων… Καί τό μόνο πού εἶχε ἦταν μία εἰκόνα τῆς Παναγίας θαυματουργή, ἡ Παναγία τοῦ Καζάν. Καί, ὅταν τοῦ εἶπε ἕνας γνωστός μου ” μά, Γέροντα, νά κλειδώνης, μή σοῦ κλέψουν τήν εἰκόνα”, ἀπαντοῦσε μέ περίσσεια εὐλάβεια καί βεβαιότητα: ” Ἄκουσε νά σοῦ πῶ, ἐγώ ἦλθα στό Ἅγιο Ὄρος γιά νά φυλάγη ἡ Παναγία ἐμένα καί ὄχι ἐγώ νά φυλάγω τήν Παναγία»…
Θά μοῦ πῆτε ”πάτερ, ὑπερβολικό”. Ἀναμφισβήτητα, γιά μᾶς εἶναι ὑπερβολικό. Πρέπει νά κάνωμε τά ἀνθρώπινα. Ἀλλά, ἐφ᾽ ὅσον ἐγίνετο ἀπό τό περίσσευμα τῆς εὐλαβείας του καί τῆς ἁπλῆς καρδιᾶς του πρός τήν Παναγία, ἔχομε τήν ταπεινή γνώμη, σύμφωνα καί μέ τούς Γέροντες, ὅτι καί ἡ Παναγία Μητέρα μας ἐπροστάτευε καί τήν εἰκόνα Της, καί τόν ἴδιο τόν μοναχό. Νά προσθέσωμε δέ, κλείνοντας γι᾽ αὐτόν τόν μοναχό, ὅτι ἐπερπατοῦσε ξυπόλυτος χειμῶνα-καλοκαῖρι. Ἦταν Κρητικός καί μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν ἔφυγα γιά τό Ἅγιον Ὄρος τήν Κρήτην δέν τήν ξαναεῖδα οὔτε εἰς τόν χάρτην”. Σέ μία φωτογραφία πού ἔχω ἀκουμπάει σέ μία καρέκλα πού εὑρῆκε ἐκεῖ, τῆς ὁποίας ὑπῆρχε μόνον ὁ σκελετός…
Ὁ π. Παΐσιος ἐγνώριζε κάποιους χωρικούς, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἔβλεπαν τά γαϊδουράκια πού ἐκουβαλοῦσαν τό λάδι γιά τά κανδήλια ἑνός ἀπομεμακρυσμένου Μοναστηριοῦ πού ἐτιμᾶτο πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπό εὐλάβεια ἔβαζαν μετάνοια στά γαϊδουράκια, ἐπειδή μόνο καί μόνο ἦσαν φορτωμένα μέ τό λάδι τῆς Παναγιᾶς. Καί συνέχισε λέγοντας ὁ σοφός Γέροντας: «Σκεφθεῖτε, ἄν ἔβαζαν μετάνοια καί τόσο ἐσέβοντο τά γαϊδουράκια, πόσο περισσότερο ἐσέβοντο τήν Παναγία μας καί πόσο περισσότερο τόν ἴδιο τόν Θεό»! Διότι, γιά νά μιλήσωμε πατερικά, τελικά, ἡ τιμή ”ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει”. Καί, ὅταν προσκυνοῦμε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἤ τήν Τιμία Ζώνη Της, κλπ., δέν προσκυνοῦμε τό ξύλο, τό χρῶμα, τό σχέδιο ἤ τό ὕφασμα, ἀλλά ἡ τιμή τῆς προσκυνήσεως πηγαίνει εἰς τό πρόσωπο πού ἀπεικονίζεται.
Βέβαια, εἰς τίς εἰκόνες δέν ἁρμόζει λατρεία, ἡ ὁποία ἀνήκει ἀποκλειστικά εἰς τον Θεόν, ἀλλά τιμή καί σεβασμός. Καί εἶναι πολύ ἀνόητο, πολύ ἄστοχο, ὅταν κάποιοι ”προοδευμένοι” σοκάρωνται ἀπό τήν πηγαία εὐλάβεια τοῦ λαοῦ, ὅταν βλέπουν ἀτελείωτες οὐρές πού περιμένουν νά προσκυνήσουν ἐπί παραδείγματι μία εἰκόνα τῆς Παναγίας μας καί ὁμιλοῦν δῆθεν γιά εἰδωλολατρία. Ἄν εἶναι αὐτή εἰδωλολατρία! Αὐτοί εἶναι οἱ πραγματικοί εἰδωλολάτρες, γιατί λατρεύουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κτίσι καί ὄχι τόν Κτίσαντα.
Ἡ παρρησία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι τεραστία, ἐφ᾽ ὅσον μέ μία λέξι ὁ Θεός Της ταυτόχρονα, ὡς ἄνθρωπος, εἶναι καί Υἱός Της. Γι᾽ αὐτό πρέπει νά Τήν αἰσθανώμεθα καλύτερα κι ἀπό τήν μάνα μας. Γι᾽ αὐτό καί ἐθαυματουργοῦσε, θαυματουργεῖ καί θά θαυματουργῆ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά ἀναφέρω τήν ἱερά κανδήλα τῆς Παναγίας τῆς Πορταϊτίσσης στήν Ἱερά Μονή Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκείνη πού εἶναι κρεμασμένη ἐπάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, πού κάποιες φορές κινεῖται ἀπό μόνη της θαυματουργικά. Μάλιστα, τό 1979, ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς Της, ἀξιωθήκαμε, τότε πού γιά πρώτη φορά εἴχαμε εἰσέλθει εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, νά τό δοῦμε αὐτό τό θαῦμα, ἀνάμεσα βέβαια σέ τόσο πλῆθος, νά κινῆται ἀπό μόνο του τό κανδῆλι.
Οἱ θαυματουργές εἰκόνες τῆς Παναγίας μας εἶναι πάμπολλες. Νά ἀναφέρω μόνο τήν Παναγία Μαλεβῆ, πού βγάζει αὐτό τό ἐξωτικό μύρο, ἕνα μύρο χαρακτηριστικό, θεϊκό, πού δέν μποροῦν νά συνθέσουν ἀνθρώπινα χέρια. Καί μάλιστα, γνωρίζω ἀνθρώπους πού ἔχουν ὄντως, ἐγγυημένα, ὄχι κατά φαντασίαν, αἰσθανθῆ αὐτήν τήν συγκεκριμένη εὐωδία τοῦ μύρου τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆς καί μάλιστα ἐκ τοῦ μακρόθεν.
Ἀπό ὅλες αὐτές ὅμως τίς εἰκόνες, ἄς ἀναφέρωμε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παραμυθίας, ἡ ὁποία φυλάσσεται εἰς τήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Διά μέσου λοιπόν αὐτῆς τῆς εἰκόνας, ἡ Παναγία εἰδοποίησε τούς μοναχούς τῆς Μονῆς νά ἀσφαλισθοῦν καλά τό βράδυ λόγῳ ἐπερχομένης πειρατικῆς ἐπιδρομῆς. Τότε, ὁ εἰκονιζόμενος Χριστός, τῆς ἰδίας εἰκόνος, ἀντέδρασε λέγοντας εἰς τήν Μητέρα του: ”Μή τούς προστατεύης αὐτούς τούς μοναχούς. Δέν τό ἀξίζουν, γιατί ἔχουν παραμελήσει τά καλογερικά τους καθήκοντα”. Καί ἀμέσως τό χέρι τοῦ Χριστοῦ ἄλλαξε, κατά θαυματουργικό τρόπο, θέσι καί πῆγε νά κλείση τό στόμα, τρόπον τινά, τῆς Παναγίας γιά νά μή μιλήση καί γιά νά μή προστατεύση μέ τήν σειρά της τούς ἀμελεῖς ἐκείνους μοναχούς. Αὐτόματα, ὅμως καί ταυτόχρονα, καί τό χέρι τῆς Παναγίας ἄλλαξε θέσι καί ἔπιασε ”βίαια” τό χέρι τοῦ Χριστοῦ καί τό ἐμπόδισε ἀπό τοῦ νά Τῆς κλείση τό στόμα ὁ Χριστός.
Τά πράγματα εἰς τήν εἰκόνα αὐτή ὁμιλοῦν ἀπό μόνα τους, ἐφ᾽ ὅσον ἀλλοιώτικα τήν ὑπελόγισε σχεδιαστικά ὁ τότε ἁγιογράφος Της καί ἀλλοιῶς τελικά διεμορφώθη, θαυματουργικά, σχεδιαστικά μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα, μέ τό ὁποῖο φαίνεται ἡ παρρησία καί ἡ προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Γιά ὅλα αὐτά λοιπόν κι ἐμεῖς, μέ τήν σειρά μας, ἄς λέγωμε παντοῦ καί πάντοτε, ψυθιριστά ὅταν εἴμεθα μόνοι μας τό ”Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με”, καί νοερά, ἀπό μέσα μας, ὅταν εἴμεθα σέ δημόσιο χῶρο. Ἤ, τό ”Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”, γιά ὅλους μας, δηλαδή γενικά, καί ἰδιαίτερα γιά πρόσωπα συγγενικά, ἤ πού ἔχουν κάποια ἀνάγκη, ἤ πού τούς ἔχομε κάποια ὑλική ἤ πνευματική ὑποχρέωσι. Ἤ, νά λέγωμε τό ”Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἀνάπαυσον τούς δούλους Σου” γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Βέβαια, τό ”Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με” ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ”πρέσβευε”, γιατί ἡ Παναγία δέν εἶναι ὀντολογικός, ἀλλά εἶναι παμμέγιστος ἠθικός μεσίτης πρός τόν Θεό Πατέρα. Καί λέγομε ”σῶσον με”, διότι ἡ πρεσβεία Της, σέ σχέσι μέ τούς ἄλλους Ἁγίους, εἶναι μοναδική.
Λοιπόν, εὔχομαι ὁλόψυχα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ἀγωνιζώμεθα μέ ταπείνωσι καί φιλότιμο χρησιμοποιῶντας τήν μεσιτεία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Τήν ὁποία πρέπει νά παρακαλοῦμε ἀδίστακτα καί νά εὐγνωμονοῦμε αἰώνια, ἐφ᾽ ὅσον Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως, τῆς ὁποίας θεώσεως εὔχομαι ὅλοι μας νά τύχωμε διά τῶν πρεσβειῶν Της.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας – 1999)
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας – 1999)