Από τον φόβο στην αγάπη

Γράφει ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης

α) Ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται να αντικρίσει κατάματα τον εαυτό του, γι’ αυτό και γίνεται ιδιαίτερα εξωστρεφής.Εξαντλείται στους κοινωνικούς του ρόλους, ασχολείται κυρίως με αλλότρια πράγματα και σπάνια με την εσώτατη ύπαρξή του. Ο νους «σκεδαννύμενος επί τα έξω», δηλαδή διασκορπιζόμενος και διαχεόμενος διά των αισθήσεων στα πράγματα του κόσμου, μοιάζει με τον άσωτο γιό της παραβολής της περασμένης Κυριακής.

β) Για την επάνοδο και επιστροφή του νου «εις εαυτόν», δηλαδή στον χώρο της καθαρής καρδιάς, συμβάλλουν η ησυχία, η άσκηση και η μυστηριακή ζωή. Όταν ο νους εγκαταλείψει τον μετεωρισμό και επανέλθει «εις εαυτόν», αρχίζει να αναγνωρίζει διά της χάριτος τον Θεό. Τότε το θεϊκό κάλλος φωτίζει τον νου και ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι ο Θεός δεν αποβαίνει πηγή φόβου, αλλά πηγή υπερφυσικού γλυκασμού.

γ) Όμως, η διακοπή της σχέσης με Αυτόν, η ειδωλοποίησή του ή και η άρνησή του δημιουργούν αίσθημα φόβου. Παράλληλα φόβος γεννιέται όταν ο «άλλος», αντί να θεωρείται ως συνάνθρωπος, συνάδελφος και συνοδοιπόρος, θεωρείται ως εχθρός. Και γράφονται αυτές οι γραμμές με αφορμή την παραβολή της μελούσης Κρίσεως και την ανάμνηση της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας.

δ) Αναφέρεται στο Συναξάρι της σημερινής Κυριακής της Απόκρεω, που συνέταξε ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος και μετέφρασε σε απλή διάλεκτο ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος: «Εις εκείνην την ημέραν ο Κριτής δεν θέλει ζητήσει νηστείας ούτε σωματικάς κακοπαθείας· ότι καλά μεν είναι και αυτά, αλλά τα πολύ τούτων καλλίτερα, ελεημοσύνην δηλαδή και συμπάθειαν». Οπότε η εν μετανοία στροφή του νου προς τον εσωτερικό κόσμο, η άσκηση και η νηστεία, εάν δεν βοηθούν στην πλάτυνση της συνείδησης και τη φροντίδα για τον πλησίον, μένουν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.

ε) Είναι λίαν δυσχερές στον εγωκεντρικό άνθρωπο να απαρνηθεί τον εαυτό του και τα δικαιώματά του και να διακονήσει φιλάδελφα τον πλησίον. Οπότε, μέσω των συμβολικών βιβλικών διηγήσεων γίνεται αναφορά στην παιδαγωγία του κολαστικού φόβου αφενός και την τρυφή της κοινωνίας με τον Θεό και τους αγίους αφετέρου. Ο θείος φόβος θεραπεύει παιδαγωγικά τον χριστιανό και τον οδηγεί στο λιμάνι της θεϊκής αγάπης. Ωστόσο και οι άγιοι δεν είναι αθεόφοβοι. Εμφορούνται από τον αγνό φόβο, «που διαμένει εις αιώνα αιώνος» (Ψαλμ. 18,10).

στ) Στο Συναξάρι επίσης αναφέρεται: «Αι βάσανοι δε οπού ευρίσκονται εις το ιερόν Ευαγγέλιον είναι αύται: κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων, σκώληξ μη τελευτών, πυρ μη σβενύμενον, σκότος εξώτερον. Τα οποία όλα η Εκκλησία του Θεού δεχομένη, ήτοι οι θείοι Πατέρες, τρυφήν μεν και Βασιλείαν ουρανών στοχάζονται την μετά του Θεού και των αγίων συνδιαγωγήν και την έλλαμψιν του θείου φωτός και την παντοτινήν ανάβασιν. Βάσανον δε και σκότος και τα τοιαύτα, τον από του Θεού χωρισμόν και μακρισμόν, και την των ψυχών διά του συνειδότος δαπάνην, ενθυμούμενοι, ότι από την αμέλειάν τους και διά πρόσκαιρον τρυφήν, της θεϊκής ελλάμψεως εστερήθησαν».

ζ) Είναι εμφανές ότι τα παραπάνω λειτουργούν αφυπνιστικά και προτρέπουν σε εγρήγορση πνευματική. Χρειάζεται όμως προσοχή, μήπως ο φόβος γίνει μέσο καταναγκασμού ή ακόμη και πηγή απογνώσεως. Διότι στη διάρκεια του δυτικού χριστιανικού μεσαίωνα, η «ποιμαντική του φόβου» προσέλαβε θεσμικές διαστάσεις με αποτέλεσμα να γίνονται εγκλήματα στο όνομα του Θεού της αγάπης. Η ιερά εξέταση, ο διά πυράς θάνατος, το κυνήγι των μαγισσών και οι διαδικασίες ενοχοποίησης απλών ανθρώπων αποτελούν μαύρες σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας και κυρίως στρέβλωση του Ευαγγελίου του Χριστού. Όταν ο φόβος δεν οδηγεί στην ανιδιοτελή αγάπη, αλλά στην απανθρωπία και την απόγνωση, είναι λίαν επικίνδυνος. Εξάλλου «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. 4, 18).