ap.paulos porfyrios


Γράφει ο Αρχιμ. Αρσένιος Κωτσόπουλος*

Ὁ πόνος μου εἶναι πολύ μεγάλος. Ζοῦμε σέ μία ἀντιπνευματική ἐποχή, «ὅπως στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ», ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος. Σέ μία ἐποχή πού ἀκμάζουν τά λόγια καί παρακμάζουν τά ἔργα. Πού αὐξάνουν οἱ νόμοι καί λιγοστεύει ἡ χάρη.

Πού στήν προσπάθειά μας νά διατηρήσουμε τόν τύπο, χάνουμε τήν οὐσία. Πού ἀγωνιζόμενοι γιά τό σπίτι τοῦ ἀσθενῆ ξεχάσαμε ὅτι ὁ ἀσθενής πέθανε. Πού θέλοντας νά διατηρήσουμε τό πρόγραμμα διαλύουμε τόν ἄνθρωπο. Πού δέν ὑπερβαίνουμε τό νόμο χάρη τῆς ἀγάπης, παρότι ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ ἀγνόησε τόν σκληρό νόμο γιά νά προστατέψει τήν Παναγία.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Τό γάρ γράμμα ἀποκτέννει τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β΄ Κορ. γ΄ 6). Σέ μία ἄλλη προσωπική του ἔκρηξη ἀγωνίας καί πόνου γιά τόν κόσμο τῆς ἐποχῆς του, θά κραυγάσει λέγοντας: «Πάντες ἐξέκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ρωμ. γ΄ 12).

Κι ἐνῶ ποθεῖ διακαῶς νά μεταδώσει τή στερεά τροφή τοῦ Εὐαγγελίου στούς νεοφώτιστους χριστιανούς, περιορίζεται στό νά τούς προσφέρει «γάλα».

Μήπως καί σήμερα ὁ λόγος γιά τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ δέν θεωρεῖται ἀπό κάποιους μωρία; Σέ μία ἐποχή πού ὅλοι κοιτᾶμε νά ἐκμεταλλευτοῦμε εὐκαιρίες, γιά νά ἁρπάξουμε θέσεις κι ἐξουσίες, ἡ διακονία τοῦ ἀνθρώπινου πόνου φαίνεται φορτίο δυσβάσταχτο.

Ποιός ἀλήθεια ἀγαπάει τό σταυρό του; Ἐλάχιστοι χαίρονται μέ τούς ὀνειδισμούς. Θέλουμε νά κυριαρχοῦμε στό βασίλειό μας.

Ἀντίθετα, ὁ Παῦλος λέει γιά τόν ἑαυτό του: «Ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διά τό ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μου, δι’ ὅν τά πάντα ἐζημιώθην, καί ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδήσω καί εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ μή ἔχων ἐμήν δικαιοσύνην τήν ἐκ νόμου, ἀλλά τήν διά πίστεως Χριστοῦ, τήν ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνην ἐπί τῇ πίστει» (Φιλ. γ΄ 8-9).

Ἀλήθεια, πόση δύναμη εἶχε ἡ μεταμορφωτική χάρη τοῦ Θεοῦ πάνω του; Αὐτός ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν καί κατόπιν ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ξεπέρασε ὅλα τά κατεστημένα τῆς ἐποχῆς του. Κόλλησε ὁ νοῦς του στόν οὐρανό. Διψοῦσε νά ζεῖ τόν Θεό. Ἔφτασε νά λέει: «Ἐμοί γάρ τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. α΄ 21). Ἀκόμη κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος τόν πρῶτο καιρό δέν μπόρεσε νά παρακολουθήσει τήν ξέφρενη πορεία ἀγάπης τοῦ ἀναμορφωτῆ τῆς οἰκουμένης.

Ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶχε συνεπάρει καί τήν καρδιά τοῦ π. Πορφύριου, γι’ αὐτό καί λάτρευε τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἔλεγε στά καλογέρια του λίγο πρίν φύγει ἀπό τή ζωή: «Γιατί, μωρέ, νά μή μοιάσετε στόν Παῦλο; Ἐγώ νομίζω ὅτι μπορεῖτε».

Πῶς ἄντεξε, Χριστέ μου, τόν ἐγκλωβισμό του στόν κόσμο ὁ π. Πορφύριος; Ὅταν ὁ νοῦς του ἀπογειώθηκε στόν οὐρανό, ὅταν κόλλησε στόν Χριστό, ὅταν ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο, τότε τόν ἔριξες στό κλουβί τοῦ κόσμου.

Πῶς ὁ ἀετός τοῦ πνεύματος ἔζησε 70 χρόνια μέσα σ’ αὐτό τό κλουβί γιά νά βοηθάει τίς ψυχές πού ἦταν ἐγκλωβισμένες, ἐνῶ ἀπέξω ἁπλωνόταν τό καταπράσινο δάσος τῶν βουνοκορφῶν;

Ὁ Γέροντας πονοῦσε διπλά. Καί γιά τά πληγωμένα πουλάκια τοῦ κλουβιοῦ καί γιά τόν δικό του περιορισμό σέ αὐτό. Ἤθελε διακαῶς νά πετάξει, νά ἐλευθερωθεῖ, νά στενάζει μαζί μέ τόν οὐρανοβάμωνα Παῦλο καί νά λέει: «καί γάρ ἐν τοῦτο στενάζομεν, τό οἰκητήριον ἡμῶν τό ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες» (Β΄ Κορ. ε΄ 2).
Ἔλεγε στά βαθιά του γεράματα: «Νά! Τώρα θέλω νά πάω ἐκεῖ. Ἔ, μιά φορά πῆγα, τώρα ποθῶ, αὐτή τήν ὥρα, σέ λίγο».

Πόσο ἀλήθεια διαφέρουμε ἀπ’ αὐτούς τούς ἁγίους ἀνθρώπους! Πόσοι ἀλήθεια τιτλοφοροῦνται ὡς πνευματικοί, ἐνῶ εἶναι πολύ βαθιά δεμένοι μέ τή γῆ; Ὁ Χριστός μίλησε μέ σκληρή γλώσσα γιά τό ὑποκριτικό «πνευματικό» κατεστημένο τῆς ἐποχῆς Του (Ματθ. ιβ΄ 39).

Ἕνα κατεστημένο πού «διυλίζει τόν κώνωπα, ἐνῶ καταπίνει τήν κάμηλο» (βλ. Ματθ. κγ΄ 24). Πού ἀγνοοῦσε τά δικά του βαριά παραπτώματα, ὅπως τῆς σκληροκαρδίας, καί ἤλεγχε τά λάθη τῶν ἄλλων.

Πού ἦταν προσκολλημένο στό νόμο κι ἔχανε τήν ἀγάπη. Πού ἐνδιαφερόταν γιά τήν τήρηση τοῦ Σαββάτου κι ὄχι γιά τή θεραπεία τοῦ ἀρρώστου. Πού κατέκρινε τόν εὐεργέτη Χριστό κι ἐλευθέρωνε τόν κακοῦργο Βαραββᾶ. Πού ἔλεγε ὡραῖα βιβλικά λόγια καί χώλαινε στά φιλάνθρωπα ἔργα.

Πού ζοῦσε τή σχιζοφρένεια νά λιθοβολεῖ τούς προφῆτες καί μετά θάνατον νά τούς τιμᾶ. Πού ἐπεδίωκε τίς πρωτοκαθεδρίες καί τίς τιμές, ἐνῶ ἦταν ἔσωθεν βρόμικο κι ἁμαρτωλό, σκληροτράχηλο κι ἄσπλαχνο.

Ὁ Χριστός μίλησε γιά γενεά ἄπιστη καί διεστραμμένη, γιά γενεά πονηρά καί μοιχαλίδα, γιά τούς γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τούς ὁποίους ἀποκάλεσε τάφους κεκονιαμένους, γιά τίς πόλεις πού ἔκανε πλεῖστα θαύματα, ὅπως τή Χοραζίν, τή Βηθσαϊδά καί τήν Καπερναούμ, οἱ ὁποῖες δέν συγκινήθηκαν καί δέν μετανόησαν ἀπό τίς εὐεργετικές θεϊκές δυνάμεις Του.

«Καί σύ Καπερναούμ ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ἅδου καταβιβασθήσῃ» (Ματθ. ια΄ 23). Μάλιστα τόνιζε ὅτι κάποιες εἰδωλολατρικές καί διεφθαρμένες πόλεις, ὅπως ἡ Τύρος, ἡ Σιδώνα, τά Σόδομα καί ἡ Νινευί θά ἔχουν πολύ ἀνεκτότερη κρίση κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἀπ’ ὅ,τι οἱ πόλεις τοῦ Ἰσραήλ, στίς ὁποῖες πρόσφερε πλουσιοπάροχα τή χάρη Του. Αὐτή ἡ στάση τοῦ Κυρίου θά πρέπει νά ἐφιστᾶ καί τή δική μας προσοχή. Κι ἐμεῖς σάν τόν περιούσιο λαό Του δεχτήκαμε τήν εὐεργετική παρουσία Του ἀνά τούς αἰῶνες.

Ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι ἀφυπνιστικός: «Ὅταν δέ τό ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπό τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι’ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καί οὐχ εὑρίσκει. Τότε λέγει· εἰς τόν οἶκον μου ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον. Καί ἐλθόν εὑρίσκει σχολάζοντα σεσαρωμένον καί κεκοσμημένον. Τότε πορεύεται καί παραλαμβάνει μεθ’ ἑαυτοῦ ἑπτά ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καί εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ καί γίνεται τά ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. Οὕτως ἔσται καί τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ πονηρᾷ» (Ματθ. ιβ΄ 43-45).

Δέν μποροῦμε νά ἐπαναπαυόμαστε στά ἔργα τῶν προγόνων μας. Ὁ ἐφησυχασμός κι ἡ νωθρότητα προκαλοῦν τήν ἔλευση ἰσχυρότερων ἀκάθαρτων πνευμάτων στή ζωή μας καί στό ἔθνος μας. Χρειάζεται βαθιά ἐγρήγορση.

Ἡ ἐγκεφαλική γνώση αὐξήθηκε κι ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε τεράστιες ὑλικοτεχνικές δυνατότητες, ἀλλά ἡ καρδιά μας ἀποδυναμώθηκε.

Τό σαράκι τῆς φιλαυτίας, τοῦ συναισθήματος, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ἰδιοτέλειας, τοῦ συμφέροντος καί τοῦ βολέματος τήν κατατρώγει καί τήν ἀχρηστεύει. Πολλά πράγματα θέλουμε νά κάνουμε, ἀλλά ἡ καρδιά μας εἶναι προσκολλημένη στίς ἀδυναμίες μας.

Στούς τέσσερις πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἡ ἀγάπη ἀφθονοπαρόχως ἔρρεε στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, εἴχαμε ἑκατομμύρια ἁγίους. Γιατί στήν ἐποχή μας οἱ ἅγιοι μετριοῦνται στά δάχτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ; Ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν (βλ. Ματθ. κδ΄ 12).

Ἡ ἰδιοτέλεια ἀντικατέστησε τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅσοι πέτυχαν νά νεκρώσουν τήν ἰδιοτέλεια ἔγιναν μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἤ ἥρωες. Ἔφτασαν στό καθ’ ὁμοίωση, ὁλοκληρώνοντας τήν ἐπίγεια ἀποστολή τους.

Ὁ π. Πορφύριος, πού νέκρωσε τήν ἰδιοτέλεια, ἀπό τά δώδεκά του χρόνια ἔλαβε τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε συχνά: «Τό ἀνιδιοτελές τραβάει τή χάρη τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Θεός σίγουρα θλίβεται πού ὁ «πνευματικός» κόσμος τῆς ἐποχῆς μας, ἐνῶ ἀγωνίζεται πνευματικά, δέν φτάνει στό καθ’ ὁμοίωση οὔτε στά βαθιά γεράματα. Ἐλλοχεύει ἰδιοτέλεια, ἔστω καί στό πίσω μέρος τοῦ ἐγκεφάλου μας.

Ποιός σήμερα χριστιανός δίνει ὄχι τό αἷμα του ἀλλά τουλάχιστον τό σπίτι του γιά τόν συνάνθρωπό του, τόν πολύτεκνο ἄς ποῦμε οἰκογενειάρχη; Ποιός σήμερα χριστιανός μπορεῖ νά προσεγγίσει τόν μεγάλο Ἰωάννη Βαπτιστή, αὐτόν τόν ἀνιδιοτελή, τόν «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ. ια΄ 11) ὅπως εἶπε ὁ Χριστός;

Ὁ Ἰωάννης μείωσε τόν ἑαυτό του, ἔκρυψε τή δόξα του –ὅλη ἡ Ἰουδαία πήγαινε στήν ἔρημο γιά νά βαπτιστεῖ ἀπ’ αὐτόν– καί ἔστρεψε τούς Ἑβραίους πρός τόν Χριστό, λέγοντας ἐκεῖνα τά φοβερά: «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰωάν. γ΄ 30), «οὐκ εἰμί ἱκανός λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐ­τοῦ» (Λουκ. γ΄ 16) καί τό «ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ἔμπροσθέν μου γέγονεν» (Ἰωάν. α΄ 15). Καί ἦταν συνηλικιώτης μέ τόν Χριστό καί κατά σάρκα συγγενής Του.

Ὁ π. Πορφύριος ἦταν τόσο ἀνιδιοτελής, πού ποτέ δέν ἐκμεταλλεύτηκε τά χαρίσματά του γιά δικό του ὄφελος. Δέν θά μποροῦσε στά τριανταπέντε του, στήν πιό γόνιμη ἡλικία, μέ τό χάρισμα τῆς διοράσεως, νά βρεῖ ἕναν τενεκέ λίρες, νά φτιάξει ἕνα μοναστηριακό παλάτι καί νά βολέψει πρωτίστως τούς δικούς του μέσα σ’ αὐτό;

Ἦταν ἀνάγκη νά δουλεύουν ὁ ἴδιος καί οἱ δικοί του μέρα νύχτα στόν ἀργαλειό; Δέν νοιαζόταν ὅμως μόνο γιά τούς λίγους δικούς του, συγγενεῖς ἤ φίλους, γιά ἕνα ἀπειροελάχιστο τμῆμα τοῦ κόσμου. Ὅλος ὁ κόσμος ἦταν στήν καρδιά του· τό πνευματικό του «μοναστήρι» δέν εἶχε ὅρια, ἦταν διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης.

Τό μοναστήρι στό Μήλεσι τό ἔ­φτιαξε γιά νά σώζονται ψυχές πού θά ἔρχονταν μετά ἀπό αὐτόν. Δέν ἐπιδίωξε τίποτα γιά τόν ἑαυτό του. Πῶς νά μή χαριτώσει ὁ Θεός μία τέτοια καρδιά, πού ἀπό μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τούς ἀνθρώπους καθημερινά κινδύνευε μέ ἀνακοπή; Πόσες φορές ὁ Γιῶργος Παπαζάχος, ὁ προσωπικός του γιατρός, τοῦ ἔκρουε τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου;

Ἕνα ἀγαθό πού λαμβάνεται ἄωρα (πρίν ἀπό τήν ὥρα του) μπορεῖ νά εἶναι ἄκρως βλαπτικό. Τό μαχαίρι κάμει θαύματα στά χέρια τοῦ χειρουργοῦ. Σέ ἕνα μικρό παιδάκι ὅμως εἶναι ἐπικίνδυνο νά πληγώσει καί νά πληγωθεῖ.

Οἱ Πρωτόπλαστοι βιάστηκαν νά λάβουν τό ἀγαθό πού θά τούς ὁδηγοῦσε στή μέθεξη τοῦ Θεοῦ κι ἔχασαν τόν Παράδεισο.

Ἡ ἀμυγδαλιά πού βιάζεται νά ἀνθίσει, τό χειμώνα κινδυνεύει ἀπό τήν παγωνιά νά ρίξει τά ἄνθη της καί νά μήν ἔχει τήν ἀνάλογη καλοκαιρινή καρποφορία.
Στόν Μεγάλο Συναξαριστή1 διαβάζουμε τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στόν Μεγάλο Παΐσιο στήν ἀρχή τῆς ἐρημικῆς του ζωῆς.

Τοῦ εἶπε: «Θά γίνεις μέγας, θά φτιάξεις λαύρα μέ πλῆθος μοναχῶν, θά ἀνθίσει ἡ ἔρημος». Τήν ἑπομένη αὐτῆς τῆς θείας συνομιλίας ὁδηγήθηκε στήν ἔρημο ἕνας μεγιστάνας γιά νά προσφέρει στόν Παΐσιο τεράστιο χρηματικό ποσό. Ὁ διάβολος εἶχε ἀκούσει τό διάλογό του μέ τόν Θεό κι ἔβαλε τό λογισμό στόν μεγιστάνα νά δώσει στόν Παΐσιο χρήματα. Ὁ Θεός ὅμως προστάτευσε τόν ταπεινό καί ἀνιδιοτελή δοῦλο Του.

Ἔτσι, ὁ Μέγας Παΐσιος «πληροφορηθείς» τήν παγίδα πού τοῦ ἔστησε ὁ πονηρός, συνέστησε στόν μεγιστάνα νά δώσει ὅλα αὐτά τά χρήματα στήν Ἀλεξάνδρεια γιά νά γίνουν ἱδρύματα κι ὀρφανοτροφεῖα. Καί βέβαια ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Χριστός στόν Παΐσιο πραγματώθηκαν.

Ὅμως στήν ὥρα τους. Ὅταν ἦταν πνευματικά ὥριμος γιά νά ἀξιοποιήσει αὐτό τό τεράστιο ἔργο. Καί λαύρα ἔφτιαξε καί πλῆθος μοναχῶν συγκεντρώθηκε κοντά του. Ὁ Παΐσιος δέν κλονίστηκε καί δέν ἔσπευσε νά ἁρπάξει τά χρήματα ἀπό τόν μεγιστάνα.

Μία ἄλλη ἱστορία τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου, πού ἀναφέρεται στό βιβλίο τοῦ π. Σωφρονίου Σαχάρωφ Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης2, εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιά ἕναν μαθητή του πού ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Ἐνῶ λοιπόν προσευχόταν, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος καί τοῦ εἶπε: “Παΐσιε, γιά ποιόν παρακαλεῖς; Δέν ξέρεις πῶς μ’ ἔχει ἀρνηθεῖ;”.

Ὁ Παΐσιος, ὅμως, συνέχιζε νά λυπᾶται τόν μαθητή του καί τότε τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: “Παΐσιε, ἔγινες ὅμοιος μ’ Ἐμένα στήν ἀγάπη”.

Ἔτσι ἀποκτᾶται ἡ εἰρήνη, καί ἐκτός ἀπό αὐτόν δέν ὑπάρχει ἄλ­λος δρόμος. Ἄν κάποιος προσεύχεται πολύ καί νηστεύει, ἀλλά δέν ἔχει ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, ἡ ψυχή του δέν μπορεῖ νά ἔχει εἰρήνη.

Κι ἐγώ δέν θά μποροῦσα νά μιλῶ γι’ αὐτό μέ βεβαιότητα, ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν δίδασκε τήν ἀγάπη αὐτή σέ μένα.

* (Βιβλίο: “Από το χάος στο φως” – Άδεια αναδημοσιεύσης: Romfea.gr)

1. Ματθαῖος Λαγγῆς, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. στ΄, Ἀθήνα 1992 (ε΄ ἔκδοση), σελ. 252-253.

2. Ἀρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2009, σελ. 388.

Πηγή: romfea.gr