Σήμερα, αγαπητοί αδελφοί, θα μας απασχολήσει τo αποστολικό ανάγνωσμα που προέρχεται από την Α’ επιστολή του αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου (Α’ Ιω. 3:21 – 4:11). Στην περικοπή αυτή ο απόστολος αναφέρεται σε τρία θέματα.
Στο πρώτο κάνει λόγο για τις τύψεις της συνειδήσεως, στο δεύτερο μιλάει για κάποιους αιρετικούς της εποχής του και για τον αντίχριστο και στο τρίτο αναφέρεται στην εντολή του Κυρίου για την αγάπη μεταξύ μας και προς τον Θεό. Ας δούμε συνοπτικά τι μας λέει ο απόστολος.
Στο πρώτο θέμα κάνει μια θαυμάσια αναφορά για την κατάσταση της καρδιάς μας, του εσωτερικού μας κόσμου, της ψυχής μας. Γράφει λοιπόν:
«Από αυτό θα καταλάβουμε ότι είμαστε παιδιά της αλήθειας και θα βεβαιώσουμε χωρίς αγωνία την καρδιά μας μπροστά στον Θεό, όταν αυτή μας κατηγορεί για κάτι, αφού ο Θεός είναι ανώτερος από τη συνείδησή μας και τα ξέρει όλα. Έτσι, αγαπητοί μου, όταν η καρδιά παύει να μας κατηγορεί, αποκτούμε θάρρος ενώπιον του Θεού και μας δίνει ό,τι του ζητούμε, γιατί εκτελούμε τις εντολές του και κάνουμε ό,τι του είναι αρεστό.
»Αυτή είναι η εντολή του: να πιστέψουμε στο όνομα του Υιού Του Ιησού Χριστού και να αγαπάμε ο ένας τον άλλο, σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε ο Χριστός. Όποιος τηρεί τις εντολές του μένει ενωμένος μαζί του κι εκείνος μ’ αυτόν. Το ξέρουμε πως ο Θεός ζει μέσα μας κι ανάμεσά μας από το Πνεύμα που μας έδωσε».
Παρατηρούμε λοιπόν εδώ ότι η γαλήνη της ψυχής μας είναι αποτέλεσμα της σωστής πίστεως και της σωστής πράξεως. Η σωστή πίστη συνίσταται στην αποδοχή του Ιησού Χριστού ως Υιού του Θεού, ως Μεσσία, και η σωστή πράξη συνίσταται στην εφαρμογή της αγάπης προς τον πλησίον. Στη συνέχεια τηρεί κανείς και όλες τις εντολές που μας έδωσε ο Ιησούς Χριστός.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να είναι κανείς ευάρεστος ενώπιον του Θεού, ο Οποίος φανερώνει αυτή την ευαρέσκειά του με το να δίνει την εσωτερική γαλήνη στον άνθρωπο. Και όταν δεν συμβαίνουν έτσι τα πράγματα, έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα. Δηλαδή μας ελέγχει η συνείδησή μας και δεν έχουμε την εσωτερική γαλήνη.
Αυτή η αλήθεια, όπως μας την εξηγεί εδώ ο απόστολος Ιωάννης, έχει πολύ μεγάλη σημασία για την εποχή μας. Διότι ο σημερινός άνθρωπος μαστίζεται κυριολεκτικά από το άγχος, την ταραχή, την απουσία της εσωτερικής γαλήνης και ηρεμίας. Και κάνει τα πάντα προκειμένου να δώσει λίγη γαλήνη στην ψυχή του. Γι’ αυτό και καταφεύγει στους ψυχολόγους, στους αστρολόγους κλπ.
Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ σε διακεκριμένο Έλληνα ψυχολόγο, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις συνιστά σε ανθρώπους που έχουν προβλήματα και τον επισκέπτονται, να πηγαίνουν στην Εκκλησία, να ζητούν την βοήθεια και του πνευματικού, και γενικά να καλλιεργούν την πίστη στον Θεό. Και αυτό διότι υπάρχουν περιπτώσεις που η ψυχολογία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα, επειδή είναι θέμα καθαρά πνευματικό.
Kαι για να γίνει αυτό πιο κατανοητό θα αναφέρω ένα πραγματικό περιστατικό. Κάποια κυρία έπασχε από οδυνηρούς πονοκεφάλους και πήγε σε πολλούς γιατρούς για να θεραπευτεί. Οι γιατροί δεν βρήκαν καμία ασθένεια, οπότε πήγε σε κάποιο ψυχολόγο για να δει μήπως το πρόβλημα της είχε ψυχολογικά αίτια.
Ο ψυχολόγος βρήκε πράγματι την αιτία. Η κυρία αυτή έπασχε από τις ενοχές της, από τις τύψεις τής συνειδήσεώς της, οι οποίες οφείλονταν στο ότι είχε κάνει δέκα εκτρώσεις. Και ο ψυχολόγος τής συνέστησε να πάει σε πνευματικό, σε εξομολόγο δηλαδή, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να βρει γαλήνη η ψυχή της και να σταματήσουν και οι πονοκέφαλοι.
Στη συνέχεια της περικοπής που εξετάζουμε ο απόστολος Ιωάννης αναφέρεται σε κάποιους αιρετικούς της εποχής του. Μεταξύ αυτών γνωρίζουμε ότι ήταν και ο Κήρινθος. Αυτοί δίδασκαν ότι δεν έγινε στην πραγματικότητα η ενανθρώπιση του Υιού του Θεού.
Εναντίον όλων αυτών ο Ιωάννης τονίζει ότι «όποιος διακηρύττει πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός (ο Μεσσίας δηλαδή) που ήρθε και έγινε αληθινός άνθρωπος, αυτός έχει το Πνεύμα του Θεού. Όποιος όμως δεν παραδέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε και έγινε αληθινός άνθρωπος δεν έχει το Πνεύμα του Θεού αλλά του αντιχρίστου, που έχετε ακούσει πως έρχεται. Λοιπόν, αυτός ήδη βρίσκεται μέσα στον κόσμο».
Εδώ ο άγιος απόστολος εννοεί προφανώς τον διάβολο. Λόγω όμως ελλείψεως χρόνου δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο θέμα αυτό, για να προχωρήσουμε στο τρίτο θέμα που θίγει παρακάτω ο απόστολος και που είναι η αγάπη.
Είναι γνωστό ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης αποκαλείται και Ευαγγελιστής της αγάπης, επειδή περισσότερο απ’ όλους τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης έγραψε –και μίλησε ασφαλώς– για την αγάπη. Έτσι γράφει ο ίδιος τα εξής:
«Αγαπητοί μου, ας αγαπάμε ο ένας τον άλλο, γιατί η αγάπη προέρχεται από τον Θεό. Όποιος αγαπάει δείχνει ότι έχει αναγεννηθεί από τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Έτσι αποδείχθηκε η αγάπη του Θεού για μας: απέστειλε τον Υιό του το μονογενή στον κόσμο για να μας χαρίσει τη νέα ζωή, αν ενωθούμε μ’ αυτόν.
»Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αγάπης του Θεού: όχι ότι εμείς τον αγαπήσαμε αλλά ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον Υιό του, που θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας. Αν ο Θεός, αγαπητοί μου, έτσι μας αγάπησε, οφείλουμε κι εμείς ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο».
Και πιο κάτω, στον στίχο 16 που δεν περιλαμβάνεται στην περικοπή που αναγνώσαμε σήμερα, γράφει την εξής περίφημη φράση: «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», δηλαδή «ο Θεός είναι αγάπη, κι όποιος ζει μέσα στην αγάπη ζει μέσα στον Θεό, κι ο Θεός μέσα σ’ αυτόν».
Παρατηρούμε λοιπόν αμέσως ότι η αληθινή αγάπη συνδέεται με τον Θεό και πηγάζει από Αυτόν. Το σημειώνω αυτό, επειδή στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για την αγάπη, που όμως δεν έχει σχέση με τον Θεό της αγάπης, γι’ αυτό και δεν είναι αληθινή. Είναι μια αγάπη κοσμική και ιδιοτελής.
Δεν εννοεί αυτή την αγάπη ο απόστολος Ιωάννης, αλλά την αγάπη όπως την φανερώνει στον κόσμο ο Θεός διά μέσου του Υιού του, του Ιησού Χριστού, τον Οποίο ακριβώς έστειλε στον κόσμο και θυσιάστηκε για τη σωτηρία μας. Αυτή η αγάπη αποτελεί το υπόδειγμα και για μας. Αν όμως δεν πιστεύουμε αληθινά στον Θεό και στον Υιό του τον Ιησού Χριστό, δεν μπορούμε να αγαπούμε αληθινά.
Αγαπητοί μου.
Σ’ έναν κόσμο που μαστίζεται δυστυχώς από τη βία, το μίσος, την απανθρωπιά και όλα τα νοσηρά φαινόμενα της κακίας, που βυθίζουν εκατομμύρια συνανθρώπους μας στη δυστυχία, παραμένουν μοναδικά και αξεπέραστα όλα αυτά που γράφει ο Ευαγγελιστής της αγάπης.
Έχουμε όμως μεγάλη ευθύνη και χρέος εμείς οι Χριστιανοί πρώτα να τα βιώσουμε οι ίδιοι και έπειτα να τα διδάξουμε σ’ όλο τον κόσμο. Διαφορετικά δεν θα ακούσουμε από τον Θεό της αγάπης το «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου…» , αλλά το «πορεύεστε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν… ουκ οίδα υμάς». Αμήν.