ΑΠΛΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΖΩΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ, ΚΑΘ΄ ΗΜΕΡΑΝ

Pantokratoras

Στη ζωή της Εκκλησίας, όπως φαίνεται από την Παράδοση, διακρίνονται δύο πόλοι πνευματικού αγώνα. Ο ένας είναι η κοινή λατρεία, η μυστηριακή ζωή, οι επαφές με τους αδελφούς και γενικά κάθε εκδήλωση και δραστηριότητα που έχει κέντρο την ενορία.
Ο άλλος πόλος είναι η μυστική ζωή που αφορά στον προσωπικό αγώνα του πιστού, την κατά μόνας “ενώπιος – ενωπίω” προσευχή, την άσκηση, τη μελέτη και γενικά τη ζωή της ησυχίας και μόνωσης και την εις το ταμείον μας εισοδο. Αυτά είναι τα όρια, όπου με πνεύμα διάκρισης, μέτρου και ισορροπίας, οφείλουμε να αγωνιστούμε για να δούμε πρόσωπο Θεού.
Στο Γεροντικό βλέπουμε πώς οι μοναχοί ζούσαν μόνοι, εργαζόμενοι στο κελί τους όλη την εβδομάδα, και την Κυριακή κατέβαιναν στο Κυριακό -κεντρικός ναός της Σκήτης- για να λειτουργηθούνε και να κάνουν αγάπη με τους αδελφούς. Σε άλλες περιπτώσεις υπήρχε η συνήθεια, οι πατέρες να φεύγουν στην έρημο την Καθαρά Δευτέρα, και να συναντιούνται πάλι την Κυριακή των Βαΐων, φέρνοντας έκδηλο τον καρπό τον πνευματικό που ο καθένας αποκόμισε μέσα στη σιωπή και απομόνωση.
“Λέγουσιν οι Πατέρες ότι το καθίσαι εις το κελλίον ήμισύ εστί και το παραβάλλειν γέρουσιν ήμισύ εστί… Το κελλίον γαρ υψοί, οι δε άνθρωποι δοκιμάζουσιν”.
Η ενορία, βέβαια, είναι το περιβάλλον όπου ζούν οι εν τω κόσμω χριστιανοί.
Είναι πολύ επικίνδυνο το να απομονώνεται ο άνθρωπος εν ονόματι της ησυχίας από τους αδελφούς, εις βάρος της συμμετοχής στην κοινή ζωή της ενορίας. Όμως, από την άλλη πλευρά, το να αρκείται ο Χριστιανός σε μία τυπική συμμετοχή στις εκδηλώσεις της ενοριακής ζωής, χωρίς να υπάρχει εσωτερική προσωπική προσπάθεια και αγωνία, δεν οδηγεί στους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Η προσωπική μας παρουσία μέσα στην Εκκλησία είναι ένα μυστήριο, που ενεργεί κρυμμένο στην καρδιά μας. Όμως, παράλληλα, στον κόσμο ενεργείται ένα άλλο μυστήριο, αυτό της ανομίας: ο διάβολος μας πολεμά για να μας καταπιεί σαν λιοντάρι. Η Χάρη που δίδεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας δεν ενεργεί με μαγικό και αυτόματο τρόπο. Χρειάζεται η δική μας ελεύθερη συγκατάθεση και ενεργή προσπάθεια για να την οικειοποιηθούμε. “Δώσε αΎιμα για να λάβεις Πνεύμα”.
Σε αυτά τα σύντομα λόγια περιέχεται όλη η προσωπική θυσία που χρειαζόμαστε (εμείς οι άνθρωποι και όχι ο Θεός) για να καθαρίσουμε την καρδιά μας και να επιτρέψουμε στη Χάρη του Χριστού να την επισκεφθεί. Κάτι λοιπόν πολύ βασικό που έχει σχέση με τον πνευματικό μας αγώνα είναι η συνεχής σταθερή και με διάρκεια προσπάθεια.
Άς αναφέρουμε μερικά σημεία προσοχής, όπως καταγράφηκαν κατά τις ενοριακές μας μελέτες, που βοηθούν την πνευματική προσπάθεια και τα οποία τονίζουν οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας.
“Θα πρέπει να τρώμε πνευματική τροφή καθημερινά, για να μη λιμοκτονήσουμε, όπως τρώμε κάθε μέρα την υλική τροφή. Δεν λέμε, έφαγα χθές, πάλι θα φάω; Έτσι δεν πρέπει να λέμε, κοινώνησα μια φορά, πάλι πρέπει να κοινωνήσω; Έκανα χθές προσευχή χρειάζεται να κάνω και σήμερα; Μελέτησα το λόγο του Θεού χθές, πρέπει και σήμερα; Το συνεχές είναι αυτό που έχει αξία”.
“Όλο το εικοσιτετράωρο ειμαστε χριστιανοί και όχι μόνο την ώρα που βρισκόμαστε μπροστά στα εικονίσματα. Έτσι, οφείλουμε να εργαζόμαστε σωστά στο επάγγελμα στο οποίο μας έταξε η πρόνοια του Θεού και να κάνουμε τη δουλειά μας με αγάπη και υπομονή, χωρίς γογγυσμό. Λέγει ο Κύριος “εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών”. Να λοιπόν μια πολύ σπουδαία εντολή-η υπομονή”.
“Αν καταβάλουμε προσπάθεια στην προσευχή, αυτό μας γίνεται συνήθεια και αυτή η συνήθεια είναι χάρισμα του Θεού. Όταν συνηθίζουμε κάτι, δεν χρειάζεται να αρχίσουμε από την αρχή πάλι, αλλά συνεχίζοντας από εκεί που η συνήθεια μας έφερε θα ανεβαίνουμε όλο και ψηλότερα”.
“Δεν πρέπει να ξεχνάμε να λέμε την προσευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ”. Όταν λέμε την προσευχή δεν χρειάζεται να φανταζόμαστε τίποτε, αλλά απλώς να δίνουμε προσοχή στο τι λέμε. “Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού”. (Ομολογούμε έτσι ότι ο Χριστός είναι ο ιδιος ο Θεός) “ελέησόν με” (στο έλεος του Θεού υπάρχουν όλα όσα χρειαζόμαστε), “τον αμαρτωλό” (Να έχουμε συναίσθηση της αναξιότητάς μας). Έτσι, εξ άλλου θα εφαρμόσουμε την εντολή του Κυρίου “γρηγορείτε και προσεύχεσθε”. Βέβαια και τις συνηθισμένες προσευχές να μη τις καταφρονούμε αλλά να τις διαβάζουμε. Είναι πολύ καλό να παίρνουμε το πρωί αντίδωρο, αγιασμό, να ασπαζόμαστε τις εικόνες, να λέμε αν είναι δυνατόν ευχές για τους Αγίους της ημέρας”.
“Δεν μπορεί να γίνει προσευχή όταν η συνείδησή μας μας ελέγχει για την παράβαση των εντολών του Θεού”.
“Η χάρις του Θεού θα μας κάνει να μήν έχουμε όρεξη για τα εφήμερα και φθαρτά και να ποθούμε τα αιώνια. Όταν λείψει η Χάρη του Θεού από τον άνθρωπο, τότε αισθάνεται κανείς την ανάγκη να γεμίσει με τα κοσμικά πράγματα. Να ανησυχούμε όταν βλέπουμε τον εαυτό μας να αποξενώνεται από τον Θεό και να λαχταράει έντονα τον κόσμο και να ποθεί τα κοσμικά”.
“Ο άνθρωπος σιγά-σιγά γνωρίζει το Θεό, ο Χριστός του φανερώνεται σιγά-σιγά. Το πρωί μετά το σκοτάδι της νύχτας έρχεται λίγο-λίγο το φως, ώστε ο άνθρωπος ξεχωρίζει λίγα πράγματα στην αρχή και μετά όσο φωτίζει, βλέπει περισσότερα, ώσπου να λάμψει ο ήλιος στον ουρανό και να φωτίσει τα πάντα”.
“Μπορεί ένας άνθρωπος να μη ζεί στη λάμψη του ήλιου, αλλά μέσα στο λυκόφως. Τι σημασία, όμως, έχει αυτό αφού έχει γνωστώς τον Χριστό; Έτσι κι αλλιώς θα ζήσει στην αιωνιότητα και σιγά-σιγά θα προοδεύει”.
Σχετικά με την προσευχή, άς παραθέσουμε δύο κείμενα. Το πρώτο είναι του Αγίου Βασιλείου που τονίζει ότι όλη μας η ζωή πρέπει να είναι μία προσευχή.
“Ούτως αδιαλείπτως προσεύξη^ ουκ εν ρήμασι πληρών την προσευχήν, αλλά δι‘ όλης του βίου της διαγωγής συνάψας σ’ εαυτόν τω Θεώ, ως συνεχή και αδιάλειπτον είναι προσευχήν την ζωή σου” (PG 31, 244-245).
Το δεύτερο κείμενο έχει σχέση με την προσευχή και την εγρήγορση που πρέπει να έχουμε μετά την μετάληψη της Θείας Ευχαριστίας, για την ψυχική μας σωτηρία.
“Όταν των θείων και αχράντων μυστηρίων Χριστού του Θεού και βασιλέως ημών φοβερώς και φρικτώς αξιωθώμεν, τότε μάλλον την νήψιν και την τήρησιν του νοός και ακρίβειαν επιδειξώμεθα, ινα καταναλώση ημάς τας αμαρτίας και τα μικρά και μεγάλα ρυπάσματα το πύρ το θεϊκόν, ήγουν το Σώμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και γαρ εισερχόμενον εν ημίν, τα πονηρά πνεύματα της πονηρίας ευθύς εκ της καρδίας απελαύνει και τας αμαρτίας τας προγεγενημένας ημίν συγχωρεί^ και καταλιμπάνεται τότε ο νούς χωρίς οχλήσεως πονηρών λογισμών. Και ειπερ μετά ταύτα ακριβώς τον νούν ημών τηρήσωμεν και στώμεν εν πύλη καρδίας ημών, ότε πάλιν αυτών καταξιωθώμεν, μάλλον έτι και μάλλον λαμπρύνει τον νούν και αστεροειδή αυτόν το θείον Σώμα απεργάζεται (Φιλ. Α΄ σελ. 156).
Μέσα από τη μελέτη γνωρίζουμε τις εντολές του Θεού ή τις ξαναθυμόμαστε, αλλά ταυτόχρονα η επαφή μας με τα θεόπνευστα κείμενα μας δίνει χάρη Θεού. Οι ιδιοι οι Άγιοι Πατέρες μας παροτρύνουν και μας ενθαρρύνουν σ‘ αυτή την εργασία.
“Ο Κύριος μας δίνει εντολή να ερευνούμε τας γραφάς. Μακάρι να είχαν καταλάβει οι Χριστιανοί την ανάγκη της μελέτης του λόγου του Θεού, όπως κατάλαβαν την ανάγκη της προσευχής”.
“Στην πνευματική μελέτη άς βαδίζουμε λίγο-λίγο. Κι άς προσπαθούμε το λίγο που διαβάζουμε να το ζήσουμε και να το εφαρμόσουμε…”
“Όν τρόπον γαρ εν καύματι ανδρί οδοιπόρω ποτήριον ψυχρού προσηνές, ούτω θείοι λόγοι δροσίζουσιν ψυχήν” (Άγιος Εφραίμ ο Σύρος).
“Όταν αναστής πρωίας καθ‘ εκάστην ημέραν, πρό του εργάση το εργόχειρόν σου, μελέτησον εις τους λόγους του Θεού” (Αββά Ησαϊου).
“Η γαρ διηνεκής μελέτη εν ταίς γραφαίς των αγίων, θαύματος ακαταλήπτου και θείας ευφροσύνης την ψυχήν εμπίπλησι” (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Έχει μεγάλη σημασία η καθημερινή μελέτη, με μέτρο και όχι άπληστα, ώστε να μας γίνει συνήθεια. Ο καθένας μπορεί να ρυθμίσει το πότε και πόσο θα μελετήσει, και από ποιά βιβλία. Ο Διάβολος θα πολεμήσει μια τέτοια προσπάθεια -έρχεται και η ραθυμία, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται πάντοτε στην ιδια κατάσταση. Γι‘ αυτό χρειάζεται υπομονή και διαρκής επαφή -έστω και πολύ λίγο- με το λόγο του Θεού. Να έχουμε υπόψη μας ότι η σύντομη μελέτη, αλλά και η εναλλαγή του κειμένου, βοηθούν να μη κουραζόμαστε.
Μέσα από τη μελέτη αποκτούμε γνωριμία με τους Αγίους της Εκκλησίας, τους αγαπούμε πιο αληθινά και ουσιαστικά και αυτή η σχέση μας μαζί τους λειτουργεί ως σκαλοπάτι προς την αγάπη του Χριστού. Αυτή η προσπάθεια μας θα δώσει πραγματικό περιεχόμενο και στην εκκλησιαστική μας ζωή και ο προσωπικός μας αγώνας θα εναρμονισθεί με τον ενοριακό. “Πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν”.
Παράλληλα με όσα αναφέραμε, άς υπογραμμίσουμε επίσης τη σημασία που έχει και για την προσωπική μας αλλά και την ενοριακή ζωή η απόκτηση της γνώσης, με την έννοια που αναφέρουν οι Άγιοι Πατέρες. Η γνώση του Θεού σημαίνει ένωση και κοινωνία με τον Χριστό. “Θεού γαρ άγνοια θάνατος εστί ψυχής”, λέει ο Μέγας Βασίλειος.
Η γνώση του Θεού προϋποθέτει ευθύτητα και καθαρότητα καρδιάς. “Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται”. Στην απόκτηση της γνώσης του Θεού και στην επίγνωση της αλήθειας στοχεύει η συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας. Όμως, όπως ο άνθρωπος της παραβολής που δεν είχε ένδυμα γάμου, παρ‘ όλο που βρέθηκε ανάμεσα στους καλεσμένους, απεβλήθη από τον Κύριο, έτσι και κάθε πιστός ανεξάρτητα από το αν μετέχει στη ζωή της Εκκλησίας (κοινωνεί, εξομολογείται, κάνει κήρυγμα, έχει σχέσεις με αδελφούς κλπ.) χωρίς το προσωπικό ελεύθερο άνοιγμα της καρδιάς στη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί να εισέλθει αληθινά στον νυμφώνα.
Οι άγιοι πατέρες μας υποδεικνύουν δρόμους για να καταπολεμήσουμε την άγνοια, και όχι μόνο την άγνοια αλλά και τη λήθη που είναι αδελφή και συνεργός της, καθώς επίσης και τη ραθυμία που στηρίζει την άγνοια και την λήθη. Όλα τα άλλα πάθη πάνω στους τρείς αυτούς γίγαντες του διαβόλου -άγνοια, λήθη, ραθυμία- στηρίζονται και ζούν και ενισχύονται στις καρδιές των φιλήδονων και απαίδευτων.
Χρειάζεται να εισδύσουμε στα βάθη της καρδιάς μας και να ανιχνεύσουμε τους τρείς γίγαντες -και με πολλή προσοχή και προφύλαξη νοός μαζί με τη βοήθεια του Θεού να αντιπαρατάξουμε τα όπλα της δικαιοσύνης που είναι ενάντια σ‘ αυτά τα τρία πάθη: “μνήμης αγαθής λέγω της πάντων των καλών αιτίας, και γνώσεως πεφωτισμένης δι‘ ής αναγρηγορούσα η ψυχή, το της αγνοίας σκότος εκδιώκει αφ‘ εαυτής, και προθυμίας αρίστης προς σωτηρίαν ευτρεπιζούσης και επειγούσης την ψυχήν…”.
Με την αγαθή κατά Θεό μνήμη να σκεφτόμαστε πάντοτε, όσα είναι αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα εύφημα, ει τις αρετή και ει τις έπαινος, διώχνοντας την παγκάκιστο λήθη… Με τη γεμάτη φως ουράνια γνώση να εξαφανίζουμε την καταστροφική άγνοια του σκότους και με την πανάρετο και καλλίστη προθυμία να βγάζουμε από την ψυχή την άθεη και κατεργαζομένη το κακό στην ψυχή, ραθυμία. Και όλα αυτά με τη δύναμη του Θεού, τη συνεργασία του Αγίου Πνεύματος, με πολλή προσοχή και ευχή για να γλυτώσουμε από την άγνοια, τη λήθη και τη ραθυμία και να βασιλεύσει στην ψυχή μας η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Φιλ. Α΄ σελ. 137-138).
Περιοδικό ΄΄Επίγνωση΄΄, Καλοκαίρι 1998