Το 1947 ο μεγάλος μας λογοτέχνης Αντώνης Σαμαράκης έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Γιατί είμαι χριστιανός». Δεν αναρωτιέται. Η χριστιανική του πίστη είναι βεβαιότητα και επιλογή. 20 χρόνια πριν, ο σπουδαίος δυτικός διανοητής Ράσελ είχε εκφωνήσει μία ιστορική ομιλία με τίτλο «Γιατί δεν είμαι χριστιανός». Δεν γνωρίζουμε αν ο Σαμαράκης ήθελε να απαντήσει στον Ράσελ. Αυτό που διαπιστώνουμε πάντως, με την για πρώτη φορά έκδοση της δικής του ομιλίας 74 χρόνια μετά, είναι ότι η επιλογή της πίστης ήταν για τον λογοτέχνη μας κατασταλαγμένη. Δεν ήταν περιγραφή αμφιταλάντευσης, αλλά μία ενθουσιαστική, αν και ήρεμη στην έκφραση, απόφανση εσωτερικού βιώματος. Ο Σαμαράκης είναι χριστιανός, διότι κέντρο της καρδιάς του είναι ο Χριστός. Χωρίς να αναζητεί θεολογικά επιχειρήματα, αποτυπώνει την θεολογία μιας καρδιάς που έχει διαλέξει, έχει νιώσει, έχει λυτρωθεί χάρις στην σχέση της με τον Χριστό. Και όλο το μετέπειτα σπουδαίο λογοτεχνικό του έργο μπορεί πλέον να ιδωθεί μέσα από ένα άλλο πρίσμα: αυτό της πίστης.
Ας μην ξεχνούμε βεβαίως και το κοινωνικό και ανθρωπιστικό του έργο. Υπήρξε μέχρι το τέλος της ζωής του ο πρεσβευτής της UNICEF στην προσπάθειά του τα παιδιά όλου του κόσμου να έχουν φαγητό, περίθαλψη, εμβόλια, κυρίως όμως παιδεία, να ζήσουν ποιοτικά. Διάλεξε να μην ταφεί το σώμα του, αλλά να δοθεί στους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής ώστε να σπουδάσουν την ανατομία και να κάνουν καλό στον κόσμο, αφού πρώτα τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία από τον νυν Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος Χατζηνικολάου, ο οποίος και προλογίζει την έκδοση.
Είναι μια αληθινή έκπληξη το βιβλίο του Σαμαράκη, το οποίο εξέδωσαν οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, αφού η σύζυγός του Ελένη παραχώρησε το ανευρεθέν στο αρχείο του δοκίμιο. Είναι εξομολογητικός ο χαρακτήρας του. Την ίδια στιγμή όμως είναι απολογητικός και επιχειρηματολογικός. Περιστρέφεται γύρω από το πρόσωπο του Χριστού, ως τον Κύριο και Θεό του. Σαν ένας Θωμάς που ψάχνει να βρει το φως το αληθινό και το βρήκε, ο Σαμαράκης δείχνει για τον κάθε άνθρωπο, ιδίως όμως για τον νέο, ότι ο χριστιανισμός είναι όραμα και εμπειρία. Δεν είναι αλλά μία μεταφυσική αναμονή. Είναι μία μεταμορφωτική πνοή σε μία ζωή πεζή, στην οποία ακόμη και οι ιδεολογίες, όπως ο μαρξισμός, ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός, ο καπιταλισμός, όπως και η αστική νοοτροπία, καθηλώνουν τον άνθρωπο στα παρόντα, δεν του λύνουν το υπαρξιακό πρόβλημα και δεν τον βοηθούν να σπουδάσει την ΑΓΑΠΗ. Διότι αυτή είναι η αναζήτηση του Σαμαράκη. Η αγάπη! (σελ. 18).
Και βλέπει τον χριστιανισμό μέσα από αυτήν. «Πνεύμα, αγάπη, πράξη», αυτή είναι η οδός της πίστης. Η πνευματικότητα, για τον Σαμαράκη, είναι η άρνηση του θανάτου. Είναι η αναζήτηση της ομορφιάς και ο αγώνας η ομορφιά να γεμίσει τον κόσμο. Είναι η ανησυχία για τον πλησίον (σελ. 28). Ο χριστιανός βρίσκει την προσωπικότητά του μέσα στην πίστη και στη σχέση με τον Χριστό. Δεν φοβάται ούτε την αποτυχία (σελ. 31). Ο χριστιανός θέλει να έχει όνειρα στη ζωή του. Πιστεύει στην ιδέα του πολιτισμού. Αντιμετωπίζει θετικά τη ζωή. Η αγάπη γίνεται πράξη. Έχει φαντασία, αλλά δεν ξεχνά την πραγματικότητα (σελ. 39). Γι’ αυτό και παίζει με ανοιχτά χαρτιά με τη ζωή (σελ. 41). Δεν κρύβεται. Είναι στο φως. Δε δίνει συνταγές, καθώς είναι της απλότητος. Συμμετέχει όμως στην ζωή. Πεθαίνει εντός του ο χριστιανός από αγάπη. Αρνείται τη φθορά και στον συνάνθρωπο, τον αδελφό του ξαναβρίσκει τον εαυτό του, με μια παιδικότητα η οποία διαρκώς ανανεώνεται μέσα από την σχέση με τον Χριστό.
«Πουθενά στον χριστιανισμό δε γίνεται προσπάθεια να προσηλυτισθεί σ’ αυτόν ο άνθρωπος με την υπόσχεση ενός happy end» (σελ. 47). «Δάκρυα, αίμα και ιδρώτα» (σελ. 49), υπόσχεται η πίστη στον άνθρωπο. Όχι μαγικές λύσεις. Κι έτσι έρχεται η χαρά. Πεθαίνεις ως προς το κακό, πεθαίνεις ως προς το εγώ και το θέλημά σου, για να λάβεις τη ζωή και να τη δώσεις! Ο κόκκος του σίτου πρέπει να πεθάνει. Γι’ αυτό και ο χριστιανός είναι άνθρωπος του πάθους, όχι των παθών. Αρνείται τον μηδενισμό της εποχής του και κάθε εποχής. Αν ο Χριστός δεν είναι η ζωή μας, τότε πορευόμαστε προς το μηδέν, το τίποτα (σελ. 63). Ο χριστιανός παλεύει μέσα στην ιστορία. Διακρίνει την φθορά που κυβερνά όλα αυτά τα παραδείγματα δόξας και προβολής που ο κόσμος προβάλλει. Και ο χριστιανός βλέπει τη γυμνότητα του κόσμου, όπως στο παραμύθι του Άντερσεν (σελ. 71), γιατί η καρδιά του είναι παιδική και δεν μπορεί να δεχτεί τίποτε λιγότερο από την αλήθεια.
Ο Χριστός μας συμφιλίωσε με τον πόνο. Μας συμφιλίωσε με την φύση. Μας κάνει να αγαπάμε τον κόσμο και την ζωή, αλλά να της δίνουμε το μέλλον, τα έσχατα, την αιωνιότητα. Να σηκώνουμε τον σταυρό μας χωρίς φόβο, Αγαπούμε την ιστορία, διότι «ο χριστιανός νιώθει το παρελθόν, γιατί έχει κατακτήσει το μέλλον, έχει τον οραματισμό του μέλλοντος, την λαχτάρα για την αιωνιότητα» (σελ. 75). Κι έτσι δεν αποκάμει στις δυσκολίες της ζωής. Και κατακτώντας την μοναξιά του, βρίσκει τον Θεό. «Ο χριστιανός είναι δημοκρατικός. Η δημοκρατία του πόνου είναι καθαρά χριστιανική, γιατί σ’ αυτή την δημοκρατία όλοι μας είμαστε ίσοι» (σελ. 77). Κι ενώ είναι δημοκράτης ο χριστιανός, είναι ταυτόχρονα και βασιλόφρονας: ζει την βασιλεία του Θεού στην συνάντηση με τον πλησίον, στην οδό της αγιότητας, στην επανεύρεση του χαμένου παραδείσου.
«Σ’ αυτόν τον χρεωκοπημένο κόσμο, αν του κάνουμε απογραφή αυτή τη στιγμή, το μόνο ευεργετικό στοιχείο που θα βρούμε μέσα θα ‘ναι ο χριστιανισμός» (σελ. 81). «Στο σκέφτομαι, άρα υπάρχω του κόσμου, στο αμφιβάλλω, άρα υπάρχω του ανθρώπου του 20ού αιώνα, ο χριστιανός λέει: μπορώ να δώσω, μπορώ να δοθώ, άρα υπάρχω. Μπορώ να γίνω καλύτερος, άρα υπάρχω. Δεν είμαι τέλειος, άρα υπάρχω. Αγωνίζομαι, άρα υπάρχω. Αναρωτιέμαι: Υπάρχω; άρα υπάρχω» (σελ. 85). «Never more δεν υπάρχει για τον χριστιανό. Ποτέ πια δεν θα πει ‘ποτέ’ ο χριστιανός. Ακόμη και τη στιγμή του θανάτου του το σωματικού, ο χριστιανός το ‘τετέλεσται’ θα το πει ακριβώς έτσι όπως το είπε ο Κύριος: ’το έργον ό δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω…’. Το χριστιανικό τετέλεσται αυτής εδώ της καθημερινής ζωής είναι η αρχή της αιωνιότητας. Ο χριστιανός είναι πρωτοπόρος της εποχής του και προπορεύεται απ’ την εποχή του. Προπορεύεται ζώντας την» (σελ. 87).
Και ο Σαμαράκης κλείνει το αυτοβιογραφικό δοκίμιο με το μοίρασμα της εμπειρίας της επιστροφής στον Χριστό: «ακόμη και εκείνη τη νύχτα του γυρισμού, ο Κύριος μ’ επισκέφτηκε με το πρόσωπο ενός αγαπημένου παιδικού μου φίλου, που τώρα έχει πεθάνει για μένα. Όμως δεν πεθαίνει κανείς με το να τον διαγράψουν απ’ τα βιβλία του ληξιαρχείου» (σελ. 95). Και θα ομολογήσει, μετά από αυτή την εμπειρία του Χριστού: «Ο χριστιανός είναι ο παράνομος αυτού του κόσμου. Ζει ο χριστιανός στην παρανομία της εσωτερικής ζωής… Είμαι χριστιανός, δηλαδή, γυρνώντας στον Χριστό, είπα ναι στη ζωή. Κι είπα όχι, πρόβαλα το βέτο μου στον θάνατο. Στον νου μου γυρνούν κάτι εξισώσεις: καθετί αληθινό είναι χριστιανικό. Καθετί χριστιανικό είναι αληθινό. Καθετί όχι αληθινό δεν μπορεί να ‘ναι χριστιανικό. Χρειάζεται τάχα να τις επαληθεύσουμε αυτές τις εξισώσεις ακόμη μια φορά;» (σελ. 97) Το επίμετρο του Θανάση Νιάρχου δίνει τα τελικά συμπεράσματα. Ας μη φοβόμαστε να είμαστε χριστιανοί. Να ζήσουμε την χαρά του Χριστού. Ας είναι κόντρα στο ρεύμα και τον καιρό. Το νόημα της ζωής είναι στο πρόσωπό Του!