Ξεσηκώνει ό Θεός έναν πόλεμο και δη σε μας τους μοναχούς. Επιτρέπει στον δαίμονα και μας βάζει στη μάχη, αλλά δεν μας αφήνει χωρίς Χάρι. Συγχρόνως έρχεται και συμπαραστέκεται αοράτος και δυναμώνει την ψυχή, φωτίζει τον άνθρωπο, του διδάσκει τον πόλεμο κι έτσι δίνει τη μάχη. Εκεί ή θα στεφανωθεί ή θα ηττηθεί.
Ό υπ’ αριθμόν «ένα» πόλεμος είναι ό σαρκικός. Αρχίζει από την νεότητα. Επιτρέπει στον δαίμονα της πορνείας, να πολεμήσει τον άνθρωπο με πόλεμο, που ενδεχομένως έξω στον κόσμο του ήταν άγνωστος, δηλαδή μπορεί έξω να ήταν ή ζωή του καθαρή, να μην έμπλεξε με την αμαρτία και να ήταν σε ομαλή κατάσταση. Ήξερε ό Θεός ότι έξω στον κόσμο, εάν επέτρεπε στον δαίμονα αυτόν να τον πειράξει, δεν επρόκειτο να τα βγάλει πέρα ό άνθρωπος. Τον φωτίζει, του δίνει την προκαταρκτική χάρι, του δίνει τον ενθουσιασμό, του δίνει την θέληση, την δύναμη, αποτάσσεται τον κόσμο και έρχεται εδώ. Μπαίνει στο πεδίον της μάχης και κατόπιν εξαπολύει τον δαίμονα της πορνείας. Του λέει: «Πολέμησε τώρα». Και έρχεται ό μοναχός και λέει: «Πώς εγώ δεν είχα αυτόν τον πόλεμο; Πώς θα απαλλαγώ τώρα;». Ή του δίνει άλλου είδους πόλεμο και νοιώθει ότι έγινε χειρότερος εδώ, που είναι στο Μοναστήρι, ενώ στον κόσμο δεν είχε πόλεμο, δεν είχε τόσους πειρασμούς. Του λέει ό λογισμός ότι ήταν καλύτερα εκεί παρά εδώ. Κι όμως δεν είναι έτσι. Εδώ εξαπέλυσε τον δαίμονα, εδώ τον άφησε ελεύθερο να σε πολεμήσει. Γιατί; Για να ανάδειξη μάρτυρα, αγωνιστή και δικαιωματικά να πάρεις το στεφάνι. Γι’ αυτό λέγεται ότι, αν ήξεραν οί άνθρωποι ότι ο μοναχός έχει πολλούς πειρασμούς, δεν θα γινόντουσαν μοναχοί. Άλλα και τανάπαλιν, εάν ήξεραν την δόξα των μοναχών στον άλλο κόσμο, όλοι τους θα γινόντουσαν μοναχοί.
Κατά τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο ό Θεός δεν θέλει για την άλλη ζωή «βόδια», άμυαλους, απείραχτους, άσοφους, αλλά σοφούς όχι σοφούς κατά την κοσμική έννοια, αλλά σοφούς στον πόλεμο κατά του δαίμονος, κατά του κόσμου και κατά του εαυτού τους. Ό άνθρωπος πρέπει να γίνει αγωνιστής και πάνω σ’ αυτόν τον πόλεμο τον περίπλοκο γίνεται σοφός και πτυχιούχος πλέον της κατά Θεόν σοφίας, διότι μαθαίνει την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών. Έτσι ανεβαίνει και γίνεται κληρονόμος. Ποίας βασιλείας; Όχι επιγείου, όχι φθειρόμενης αλλά της αιωνίου άφθαρτου Βασιλείας.
Βλέπεις απλούς ανθρώπους, και κατά τα χρόνια των Πατέρων, που δεν έβγαζαν πανεπιστήμια και σχολές ό Μέγας Αντώνιος, που δεν ήξερε να διάβαση, ήταν ό ταλαντούχος και πτυχιούχος πνευματικός και πήρε την πρώτη θέση μεταξύ των ασκητών, γιατί έγινε κατά Θεόν σοφός. Για να γίνουμε, λοιπόν, πτυχιούχοι του Θεού, πρέπει να δώσουμε ποικίλες μάχες, να πάρουμε πολλά μαθήματα. Όπως τα παιδιά στο σχολείο έχουν πολλά μαθήματα και μαθηματικά και χημεία και φυσική κ.ά., και σε όλα πρέπει να δώσουν την μάχη των εξετάσεων, για να περάσουν, έτσι κι εμείς δίνουμε εξετάσεις ό καθένας μας εις το πώς θα πάρει το πτυχίο και τον καλό βαθμό.
Εμείς οι μοναχοί δεν θέλουμε φιλοσοφίες κοσμικές, δεν θέλουμε διδάγματα. Θέλουμε σαν μοναχοί να γνωρίσουμε τον πόλεμο που έχουμε να κάνουμε. Το θέμα είναι πώς θα πολεμήσουμε τους λογισμούς, την φαντασία, τις εικόνες και πώς θα τηρήσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα το Ιερόν Εύαγγέλιον. Ερχόμαστε εδώ. Ή σάρκα έχει την ανάγκη της τροφής, την ανάγκη του ύπνου, την ανάγκη του ενδύματος.
Κοντά σ’ αυτά έχει και την φυσική περίπτωση της αυξήσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως την έχουν και όλα τα ζώα «Αυξάνεστε και πληθύνεσθε», λέγει ή Γραφή. Έτσι ξεσηκώνεται ή φύσις και ζητεί τα εαυτής, ζητά τα δικά της, την ικανοποίηση της. Ό πόλεμος είναι φυσικός. Είναι σπαρμένος μέσα στην φύση το πάθος. Έρχεται κι ό δαίμονας από την άλλη και σκληρύνει το πράγμα. Και μπαίνει τιμονιέρης στην σκέψη, στην φαντασία, μας φέρνει εικόνες, εξωθεί την κατάσταση, μας στριμώχνει. τι πρέπει να κάνουμε εδώ; Ή καρδιά πρέπει να καθαριστή. Μας διδάσκει ό Χριστός, μας διδάσκουν και οί Πατέρες «Εκ της καρδίας εξέρχονται οι πονηροί διαλογισμοί» (Ματθ. 15, 19). Εκ της καρδίας, λέει, ξεπηδούν όλα τα άσχημα. Ή καρδιά μας είναι γεμάτη από ρίζες, ακανθώδη ριζίδια, λέγει ό Άββάς Ποιμήν’ «Και ό θέλων άνασπάσαι αυτά τα ακανθώδη ριζίδια, αιμορραγεί και πονεί». Αν δεν αιμορραγήσει κι αν δεν πόνεση σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, ό άνθρωπος δεν θεραπεύεται.
Παίρνει την τσιμπίδα ό γιατρός, ό Θεός, τρόπον τινά, και τραβάει τίς ρίζες αυτές μία – μία. Κι όταν τίς ξεριζώνει, ή καρδιά νοιώθει πόνο και χύνει αίμα. Και αυτός, ό οποίος θα κάνη υπομονή σ’ αυτόν τον πόνο, σ’ αυτήν την επέμβαση του Θεού, μία μέρα θα γίνει υγιής. Ή καρδιά του έτσι, με την προσπάθεια την ανθρωπινή και με την βοήθεια της χάριτος, δεν θα επιθυμεί αυτά τα πράγματα, τα βρώμικα και τα άσχημα. Από τη στιγμή όμως που δεν θα δεχθεί αυτήν την ιατρική επέμβαση, που θα αντίδραση στον πόνο και στο ξερίζωμα των ριζών αυτών και δεν θα κάνη την ανάλογη υπομονή, στην καθηλώσει, εκεί στην ιατρική επέμβαση, θα μείνει εμπαθής.
Ποιος μπορεί να καυχηθεί, κατά τους Πατέρες, ότι τήρησε την καρδιά του αμόλυντη; Κανείς! Ό Μέγας Βασίλειος έλεγε: «Γυναίκα ουκ έγνων και παρθένος ουκ ειμί». Εννοούσε βέβαια τον πόλεμο της σαρκός, τον ενήδονο πόλεμο της φαντασίας, τους ενυπνιασμούς κ.λ.π. Όλα αυτά είναι μία αισθήσεις σαρκική στην καρδιά, οπότε ή καρδιά, άσχετα εάν δεν γνώριζε τι θα πει «έτερον φύλον», δεν ήταν παρθενική.
Έτσι από τη μία πλευρά αγωνιζόμεθα εναντίον των κακών φαντασιών, μαχόμενοι να τις σβήσουμε, γιατί αυτές γεννούν τους βρώμικους λογισμούς. Από την άλλη πλευρά με την νηστεία κατά δύναμιν και την εγκράτεια, τις μετάνοιες, τον κανόνα, τον μόχθο και τον κόπο επάνω στη δουλειά και την αγρυπνία, δείχνουμε την προαίρεση μας ενώπιον του Θεού, ότι θέλουμε να καθαρισθούμε, να αγνιστούμε και να γίνουμε άγιοι. Όχι, ότι οί προσπάθειες αυτές θα φέρουν το αποτέλεσμα της αγιότητας, αλλά με όλα αυτά συμβάλλουμε στο έργο της καθάρσεώς μας μετά του Θεού. «Συνεργοί Θεού έσμεν» (1 Κόρινθο. 3, 9). Συνεργαζόμεθα μετά του Θεού στην κάθαρση της καρδίας μας.
Όταν ή καρδιά μας είναι βρώμικη, βρώμικα θα είναι και τα έργα μας και τα μάτια μας και οί σκέψεις μας και οί κινήσεις μας και τα πάντα. Όλα τα μέλη μας έχουν την αφετηρία τους στην καρδιά. Ανάλογα με ότι έχει ή καρδιά μέσα της, το εξωτερικεύει δια των μελών. Γι’ αυτό έχουμε τους ενυπνιασμούς, που έρχεται ό διάβολος και πιάνει δουλειά. Μας φέρνει φαντασίες καθ’ ύπνο, ώστε ξυπνώντας, να μας τίς παρουσίαση στην μνήμη, για να μας προκαλέσει και την ημέρα τον πόλεμο. Εμείς τι πρέπει να κάνουμε εδώ; Να αδιαφορήσουμε για την περίπτωση του ενυπνιασμού, ως τίποτε, με την πρόνοια να μην ενθυμούμεθα το τι μας παρουσίασε εκεί με όλη την ελευθερία της βρωμιάς του δαίμονος και να πούμε στον εαυτό μας: «Τελείωσε, είναι ή φυσική πορεία του θέματος». Να αγωνιζώμεθα ανάλογα σ’ αυτήν την περίπτωση των φαντασιών. Μας έρχονται εικόνες; Με ένα σφουγγάρι να τίς σβήνουμε. Ξαναέρχονται τολμηρά; Ξανά σβήσιμο. Άφ’ ης στιγμής όμως δεν αγωνισθούμε ανάλογα κι αρχίζουν να μας επηρεάζουν, να μας κατακτούν, μετά αποκτούν ισχύ και κάθε φορά μας έρχεται ή φαντασία, σαν νικητής της προηγούμενης και της προπροηγούμενης φοράς και μας λέει: «Εδώ είμαι! Τώρα θα σε βάλω κάτω!». Όπως ένα παιδάκι παλεύει μία, δύο, τρεις, πέντε και μόλις βλέπει τον αντίπαλο του «λακίζει», δεν μπορεί να τον αντιμετώπιση, διότι από τίς ήττες που έπάθε προηγουμένως, του έσπασε το ηθικό. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, ή ψυχή αμέσως με την εικόνα της κακής φαντασίας παραλύει, παραδίνεται και μετά σκέπτεται άλλα άντ’ άλλων.
Γι’ αυτό χρειάζεται να είμεθα πάνοπλοι, νηφάλιοι, έξυπνοι, να είμεθα επίσκοποι, ώστε με την εμφάνιση της εικόνας, «τακ» εμείς να τη σβήνουμε. Μια, δυο, τρεις θα αρχίσει ό εχθρός να παθαίνει ήττα στην περίπτωση που έρχεται πάλι να κάνη την αντιπαράσταση του και τον πόλεμο. Έτσι όταν το εσωτερικό του ποτηριού γίνει καθαρό, και το έξω θα γίνει καθαρό, κατά το Ιερόν Εύαγγέλιον.
Ένας γέροντας έβγαζε εύκολα δαιμόνια και ηγετικά δαιμόνια, «αξιωματικούς», και τους αφόπλιζε με ευκολία. Του λέγει ό υποτακτικός του εν απορία:
-Γέροντα, γιατί τα δαιμόνια σε φοβούνται και φεύγουν;
Λέει:
-Παιδί μου, δεν έκανα τίποτα σπουδαίο γίνεται αυτό από την Χάρι του Θεού. Εκείνο μόνον που έχω να πω, είναι ότι όλα μου τα χρόνια επολεμούμην στην φαντασία από κακούς λογισμούς, αλλά με την Χάρι του Θεού ουδέποτε ίσχυσε, ουδέποτε με νίκησε ή φαντασία. Όχι συγκατάθεση δεν έκανα, αλλά μήτε συνδυασμό! Και επειδή ουδέποτε νίκησαν οί δαίμονες, γι’ αυτό τώρα ηττώνται, φοβούνται, αφοπλίζονται αμέσως και απελαύνονται από τους ανθρώπους.
Άρα, ήταν αριστούχος σε όλα του και μπήκε στο πανεπιστήμιο άνευ εξετάσεων.
Έτσι γίνεται και με τα διάφορα άλλα πάθη μας, τον φθόνο, την ζήλια, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό, την κατάκριση, την άργολογία κ.λ.π. τι χρειάζεται εδώ; Νίψη. Μας λέει ό λογισμός: «Να πιάσω αυτόν τον αδελφό να του πω κάτι να ξεσκάσω». Όταν τον πιάσω και του μιλήσω, θα πω κάτι που δεν πρέπει, θα ακούσω κάτι, που δεν πρέπει να ακούσω, κι έτσι θα πάθω την ζημιά μέσα μου. Και δεν θα είναι ξέσκασμα αυτό, αλλά σκάσιμο, διότι εγώ θα πάθω την δουλειά με την υποχώρηση. Όταν όμως αντιδράσω και πω: «Ποιο είναι το όφελος να καθίσω να μιλήσω; Και εγώ που πάω μ’ αυτήν την διάθεση, θα του κάνω ζημιά». Κι όταν σκεφθώ έτσι και φρενάρω και δεν το κάνω, λέω πέντε ευχές καλύτερα. Με το να μην πάω, νίκησα, ενώ αν πήγαινα και του μιλούσα, θα ήταν ήττα. Σήμερα αυτή ή ήττα, αύριο ή άλλη, και γίνεται ό άνθρωπος πιο εμπαθής.
Το ίδιο συμβαίνει και με το άλλο πάθος της υπερηφάνειας. Μας λέει ό λογισμός ότι κάτι είμαι, έχω αυτό το χάρισμα κ.λ.π. Φουντώνει μέσα ό λογισμός και πρέπει να αντιδράσω, να πω ότι εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο παρά χώμα και πηλός. Αυτή είναι ή φύση μου κι αυτή είναι ή τιμή μου. Ό πηλός τι γίνεται και το χώμα; Το πατάνε όλοι, και τα ζώα και οί άνθρωποι. Αυτός είσαι, μη μιλάς. «τι έχεις ο ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;» (1 Κορ. 4, 7). Ό,τι έχεις από που το έλαβες; Από τον εαυτόν σου και νομίζεις ότι είσαι κάτι; Τίποτα δεν είσαι. Δεν σου το απέδειξε ή πείρα, που και τότε, εκεί κι εκεί την πάτησες κι έπαθες δουλειές! Και τώρα σου έδωσε μία «σταλίτσα» Χάρι ό Θεός και σκέφθηκες κάτι όμορφο και μίλησες δυο πράγματα, ή έκανες ένα έργο φιλάνθρωπο, μια ελεημοσύνη, ξεκούρασες κάποιον άλλον και τι το σπουδαίο υπάρχει σ’ αυτό; Ό Χριστός τι έκανε για σένα; Ό Θεός κατέβηκε από τους ουρανούς στην γη και έγινε άνθρωπος «Έκλινε ουρανούς και κατέβει», έλαβε σάρκα, ταπεινώθηκε και υπέμεινε τον ονειδισμό και την κακία των ανθρώπων.
-Παιδί μου, τον Χριστό, ποιος Τον σταύρωσε; ερώτησε ένας Γέροντας τον υποτακτικό του.
-Οί Εβραίοι, απάντησε ό υποτακτικός.
-Όχι οί Εβραίοι.
-Ποιος Γέροντα;
-Ό φθόνος και ή κακία σταύρωσαν τον Χριστό! Επειδή ό Χριστός έκανε θαύματα κι όλος ό κόσμος πήγαινε κοντά Του, σκέφθηκαν οί γραμματείς και οί φαρισαίοι ότι πρέπει να Τον βγάλουν από την μέση, γιατί Αυτός θα τους κατακτούσε. Έτσι ενήργησαν θανάσιμος.
Βλέπουμε από την άλλη πλευρά τον Ιούδα, τον ένα από τους δώδεκα μαθητές, να γίνεται προδότης του διδασκάλου του. Δεν άκουγε τις διδασκαλίες του Χριστού; Τίς άκουγε, αλλά είχε το πάθος της φιλαργυρίας και δεν το πολέμησε. Εάν το είχε πολεμήσει, δεν θα εγίνετο προδότης. Ό Θεός γνώριζε το πάθος και γι’ αυτό του έδωσε το πορτοφόλι, τον κορβανά, που είχε από τίς συνεισφορές των ανθρώπων που βοηθούσαν στο έργο της διατροφής των Αποστόλων. Κυρίως διακονούσαν εκεί οί γυναίκες και οί ασθενείς που θεραπεύθηκαν. Γιατί του έδωσε το ταμείο; Για να μην πει ότι αναγκάσθηκα να γίνω φιλάργυρος, επειδή δεν μου έδινε ό διδάσκαλος κι ήμουν απένταρος. Εάν το κάναμε εμείς, θα λέγαμε ότι βοηθήσαμε τη φιλαργυρία, γι’ αυτό έγινε έτσι. Κρίσης ανθρώπινη. Ό Χριστός του είπε: «Να το πάρεις να το έχεις, να μην λες ότι δεν το είχες, και γι’ αυτό έγινες φιλάργυρος». Και ιδού αυτός κακώς το εκμεταλλεύθηκε. Αμέσως είπε στους φαρισαίους: «Τι θα μου δώσετε, για να σας Τον παραδώσω!». Κι αυτοί είπαν: «Πάρε τριάκοντα αργύρια». Έτσι έγινε ή υποχώρησης, που κατέληξε στην προδοσία.
Προδίδουμε κι εμείς την ψυχή μας στον διάβολο, όταν δεν αντιστεκόμαστε στο κακό. Εμείς οί μοναχοί εδώ δεν έχουμε τίποτε άλλο, παρά να μαχόμεθα κατά των παθών. Γι’ αυτό οί μοναχοί αυτοί που προοδεύουν, στεφανώνονται και γίνονται μεγάλοι. Έχουμε εκατομμύρια ασκητές και μοναχούς επιτυχημένους, γιατί μαθήτευσαν κοντά στους Γέροντες, πώς πολεμείται το ένα και το άλλο πάθος.
Είπε ένας υποτακτικός:
-Πάτερ, τι να πρωτοπολεμήσω; Ξεσηκώθηκαν όλα τα πάθη, και κείνο και κείνο και τα έχω χάσει.
Άπαντα ό γέροντας:
-Όχι, παιδί μου, έτσι. Τα πάθη δεν ξεσηκώνονται έτσι απλά μαζί’ ένα – ένα ξεσηκώνεται. Σήμερα σε πολεμάει αυτό; Χτύπα το. Αύριο θα σε πολεμήση εκείνο; Χτύπα εκείνο. Και σιγά – σιγά χτυπώντας, χτυπώντας γίνεται ή καταστολή των παθών κι εσύ θα αναχθείς πνευματικά.
Και εμείς οί σημερινοί άνθρωποι έχουμε τους ίδιους πολέμους, γιατί είναι ίδια τα δαιμόνια, δεν έχουν αλλάξει. Έρχονται, λοιπόν, και μας πολεμούν, όπως τους πατέρες τους παλαιούς. Μα εκείνοι ήταν λεβέντες, γιατί νικούσαν και γινόντουσαν μεγάλοι. Εμείς την πατάμε. Μας φέρνουν λογισμούς π.χ. εναντίον του αδελφού μας και δεν τους πολεμούμε καθόμαστε και τους δεχόμαστε. Γιατί μου είπε ένα λόγο, γιατί με στραβοκοίταξε, γιατί δεν με εξυπηρέτησε πλέκουμε και πλέκουμε λογισμούς και λογισμούς. Και μετά τι γίνεται; Πάμε από το κακό στο χειρότερο. Χάνουμε και τον καιρό μας κι ό διάβολος που είναι πάρα πολύ τεχνίτης, χαίρεται. «Ας τον, λέει, τον χαζεύω τώρα». Ό χρόνος περνάει και το κάθε τι άσχημο στεριώνει μέσα μας. Θα μεγαλώσει, θα μεγαλώσει και από μυρμηγκάκι θα γίνει λιονταράκι! Μετά θα γίνει λέοντας μεγάλος και όταν αντιληφθούμε, ότι πια μας έφερε βόλτα και μας έχει τυλίξει για τα καλά, θα σηκώσουμε το ανάστημα, δήθεν για να αντικρούσουμε, αλλά θα συναντήσουμε ισχύ λέοντος. Και λέγει ό Όσιος Έφραίμ: «Με λέοντα καταπιάστηκες να πολεμήσεις; Πρόσεξε να μη σου σύντριψη τα κόκαλα!».
Λέγει ό Αββάς Δωρόθεος: «Και τι είναι ένας λόγος, που θα πω ή μία σκέψη να την σκεφθώ; Ναι, αλλά ή μία σκέψης θα φέρει την άλλη και ό ένας λογισμός τον άλλο ή μία υποχώρησης την άλλη κι έτσι ,σιγά
σιγά γίνεται ό άνθρωπος εμπαθής».
Κι εμείς, παιδιά, πολεμούμεθα από τα ‘ίδια δαιμόνια, αλλά υποχωρούμε ων πρώτος ειμί εγώ. Υποχωρούμε μας έρχεται μία υπόνοια για τον αδελφό κι εμείς την πιστεύουμε. Μα, στάσου, είναι κι έτσι; Μα, αφού τον είδα, μα αφού μου το είπε ό τάδε κ.λπ. Ναι, εντάξει αλλά από στόμα σε στόμα και από σκέψη σε σκέψη το πράγμα αλλοιώνεται. Ξέρεις ότι υπάρχει και πνεύμα υπόνοιας κι ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα;
Βλέπουμε και στην περίπτωση του διακόνου στο Γεροντικό. Ήταν δύο αδελφοί σ’ ένα μοναστήρι. Ό ένας ήταν διάκονος, ό άλλος μοναχός. Ίσως να διακονούσαν και μαζί. Μια μέρα ό μοναχός είδε το διάκο να είναι σκυθρωπός, να μην είναι ευχάριστος, να μη μιλάει ωραία κ.λπ., όπως τίς προηγούμενες μέρες.
-Διάκο, γιατί είσαι έτσι, σου έκανα τίποτε; τον έρωτα.
-Ναι, έκανες εκείνο το πράγμα και με σκανδάλισες, άπαντα εκείνος.
-Δεν το έκανα, όχι, δεν το έκανα.
Πάει κατ’ ιδίαν, σκέπτεται.
-Που το βρήκε αυτό τώρα ό διάκος, γιατί μου το είπε;
Πράγματι δεν το είχε κάνει. Πάει και του λέει:
-Σε παρακαλώ, Διάκο, πίστεψε με, γαλήνεψε, έλα στον εαυτό σου γιατί το λες αυτό, αφού δεν το έχω κάνει; Μα θα σου πω ψέματα;
Ό άλλος επέμενε:
-Το έκανες.
Τότε ό μοναχός είπε με τον λογισμό του σαν φωτισμένος από τον Θεό: «Για στάσου εσύ έκανες του κόσμου τα σφάλματα και τα έχεις ξεχάσει. Μήπως κι αυτό το έκανες, αλλά σου λανθάνει, όπως και τόσα άλλα, που έχεις κάνει; Το έκανες, τελείωσε ή υπόθεση. Διάβολος διάβολο δεν βγάζει! Νίκα το κακό με το καλό, την υπερηφάνεια του αλλού με την ταπείνωση την δική σου. Έτσι ωφελείς τον εαυτό σου, κι εκείνον θα διόρθωσης. Πήγαινε να ζήτησης συγγνώμη, ταλαίπωρε, από τον διάκο». Και πηγαίνει, χτυπάει την πόρτα του διάκου:
-Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων.
Ανοίγει ό διάκος. Του λέει ό μοναχός:-Διάκο, θα το έκανα πάει τελείωσε και θα το ‘χω ξεχάσει. Έχεις δίκιο, Διάκο, συγγνώμη!
Πάει να του βάλει μετάνοια.
-Όχι, όχι, λέει ό Διάκος φωτίσθηκα από τον Θεό και πληροφορήθηκα ότι δεν το έκανες, αδελφέ μου. Εγώ πλανήθηκα!
Μόλις ταπεινώθηκε ό ένας, αμέσως έπεσε και ό άλλος. Όσο και οι δύο κρατούσαν την θέση τους, ωφέλεια δεν γινόταν.
Εμείς οί σημερινοί, επειδή έχουμε τον εγωισμό αχτύπητο, δεν τον πολεμήσαμε για να σπάσει λίγο, τώρα μας φουντώνει ποικιλοτρόπως και σκανδαλιζόμεθα ό ένας με τον άλλον. Χίλια δυο μας βάζει στο μυαλό μας και γινόμεθα εμπαθείς και αρχίζουμε να αποκλαιόμεθα όλοι μας και να λέμε ότι δεν πάμε καλά. Δεν έχουμε αγάπη, δεν έχουμε φιλαδελφία τι καλόγεροι είμεθα εμείς; Που θα καταλήξουμε; Και ή θεραπεία είναι μπροστά μας. Έχουμε φαρμακεία, αλλά θα πρέπει να πάρουμε φάρμακα για να γίνουμε καλά. Το ένα φάρμακο είναι πικρό, το άλλο ξινό, το άλλο νυστέρι και κόβει, το άλλο πονάει! Ναι, αλλά έτσι θα γίνεις καλά, παιδάκι μου!
Βλέπουμε τους γεροντάδες μας, τους παππούδες μας. Έβλεπα τον δικό μου τον Γέροντα. Τι αγώνα έκανε ό καημένος! Όταν ήταν στην σπηλιά, ένας μοναχός έχασε την υπομονή του και του πέταξε στο πρόσωπο το πιάτο με το φαΐ. Ό Γέροντας κατέβασε το κεφάλι κάτω «Εύλόγησον, Πάτερ» και του έβαλε μετάνοια, ενώ δεν έφταιγε. Να ‘τος ό νικητής!
Μια μέρα πάλι στα Κατουνάκια τι έγινε; Κοντά στο κελί, που έμενε ό Γέροντας ως αρχάριος -και είχε Γέροντα τον Γέρο-Έφραίμ, που ήταν απλούτσικος- ήταν ένας άλλος μοναχός, εκεί δίπλα, πολύ θυμώδης και σκανδαλώδης. Μία φορά, δεν ξέρω τι είχε συμβεί, για κάτι πραγματάκια, για κάποιο οροθέσιο, καμιά έλίτσα, ποιος ξέρει τι ήταν εκεί, άρχισε να φωνάζει τον Γέρο-Έφραίμ, τον Γέροντα του π. Ιωσήφ, και να τον βρίζει:
«Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος!» Ό Γέροντας μου ήταν τότε παλικάρι, υποτακτικός.
Βλέποντας τον Γέροντα του να τον κάνη έτσι ό άλλος, φούντωσε μέσα του ό εγωισμός κι ό θυμός. Πόσο αγρίεψε ό θυμός να βλέπει τον παππούλη, τον Γέροντα του να τον τυραννάει εκείνος! Και είχε δίκιο ό γέρο-Έφραίμ, αλλά εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος. Σκέφθηκε από μέσα του: «Έτσι και βγω έξω τώρα, δεν μου γλιτώνει, τελείωσε ή υπόθεσης». Πάει και πέφτει μέσα στην Εκκλησία και αρχίζει να βάζει κάτω τον θυμό. Ό θυμός του έλεγε: «Βγές έξω και βουτά τον». Έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει: «Βοήθα με, Χριστέ μου, βοήθα με τώρα. Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με. Σώσε με, να μη βγω έξω. Βοήθησε με, Θεέ μου άλλαξε μου τον λογισμό και την καρδιά μου» και τα δάκρυα έβρεχαν το πάτωμα. αφού έβρεξε με τα δάκρυα το πάτωμα, όπ, κατευνάσθηκε ό θυμός και ή οργή, βγήκε έξω και του μίλησε με ένα γλυκό τρόπο:
-Παππούλη μου, γιατί φέρεσαι έτσι στον Γέροντα; Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Δεν ήρθαμε εδώ να κληρονομήσουμε καλύβες, ελιές και βράχια. Εδώ ήρθαμε για την ψυχή μας, ήρθαμε για την αγάπη. Αν χάσουμε την αγάπη, χάσαμε τον Θεό. Αυτά θα τα αφήσουμε, αλλά την αγάπη θα την πάρουμε θα πάρουμε όμως και το μίσος. Και τι βγαίνει, γέροντα, μ’ αυτό; Εμείς αφήσαμε γονείς και τόσα και τόσα και ήρθαμε εδώ, και τώρα θα μαλώσουμε γι’ αυτά; Θα γίνουμε ρεζίλι σ’ όλη την κτίση! Κι έτσι κατεύνασε το πάθος.
Μας έλεγε:
-Παιδιά, αν έβγαινα την ώρα που ήμουν θυμωμένος, τι θα έκανα; Θα τον σκότωνα στο ξύλο. Και τι θα έβγαινε; Εγώ θα ήμουν ένας κακός άνθρωπος και όλα τα δαιμόνια εκεί της ερήμου θα πανηγύριζαν! Τώρα όμως, που έπεσα κάτω και αντιστάθηκα και προσευχήθηκα και έπνιξα μέσα μου τον θυμό, βγήκα νικητής.
Το πάθος θέλει αντιμετώπιση. Έτσι, ούτος ή άλλως θα υποχώρηση. Αρκεί, εκεί επάνω στο στρίμωγμα και στην πίεση, εσύ να μην υποχώρησης. Αντιστάσου και θα υποχώρηση το πάθος, γιατί αυτός που σε πολεμάει είναι δαίμονας, είναι προσωπικό όν, έχει μία άλφα δύναμη και την άδεια από το Θεό να σε πολεμήση. Μόλις το εξάντληση αυτό το όριο που του έδωσε ό Θεός, θα υποχώρηση ούτως ή άλλως. Και μετά τι γίνεται; Στεφανώνεσαι! Μόλις υποχώρηση ό πόλεμος, έρχεται και ή Χάρις του Θεού.
Έτσι επολεμούμην κι εγώ στο ένα πάθος, στο άλλο κι άμα σταματούσε ό πόλεμος και ειρήνευα μερικές μέρες, έβλεπα ότι δεν έχω ανύψωση πνευματική. Και όπ! ερχόταν άλλος πόλεμος. Μάχη! Μόλις υποχωρούσε ό πόλεμος, ή Χάρις του Θεού ερχόταν.
Θέλω να πω, ότι εμείς οί μοναχοί πρέπει να μάθουμε την φιλοσοφία να πολεμούμε τα πάθη και τους δαίμονες. Αν αυτό δεν το αποκτήσουμε, ότι κι αν μάθουμε, μεγάλοι να γίνουμε, πτυχία αν πάρουμε, τέχνες αν μάθουμε, αν δεν γίνουμε έτσι μέσα μας έναντι των παθών και των δαιμόνων, θα είμεθα πολύ μικροί απέναντι στον Θεό. Και τα χρόνια περνάνε και φεύγουμε από την ζωή. Λέμε ότι θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε. Μπορεί όμως να μη γεράσουμε και να φύγουμε νεώτεροι. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους μας να είμεθα πάντα προσεκτικοί, να βιαζώμεθα, να καθαριζώμεθα, και έτσι σιγά – σιγά να πλησιάζουμε τον Θεό.
Ό γέροντας όταν αγρυπνούσε, καθόταν ώρες στην προσευχή. Ερχόταν ό ύπνος, ό κακός δαίμονας όπως τον έλεγε – και λόγω ασθενείας ήταν και βαρύς και δεν ήταν εύκολο σαν και μένα, που ήμουν παιδί, να τρέχει και να φτιάχνει. τι έκανε, όταν ερχόταν ό ύπνος ή όταν δεν έβρισκε από την ευχή Χάρι; Άρχιζε κι έψελνε «τροπαριάκια» νεκρώσιμα και του ερχόταν ή μνήμη του θανάτου, ή μνήμη της εξόδου, ή μνήμη της κολάσεως και καθόταν κι έκλαιγε. Και αφού περνούσε ό ύπνος και ξυπνούσε έτσι, γύριζε το φύλλο και έπιανε πάλι την ευχή μέσ’ την καρδιά, και έβγαινε μετά από επτά-οκτώ ώρες προσευχή! Αυτό γινόταν κάθε μέρα! Μου έλεγε:
-Παιδί μου, ξέρεις τι κάνω εγώ;
-Τι κάνεις, Πατέρα μου;
-Κάθομαι και κάνω ταμείο κάθε μέρα.
-τι ταμείο, Γέροντα;
-Να, κάθομαι και εξετάζω τον εαυτό μου, και βλέπω που είμαι εμπαθής, που υποχωρώ, ποιο πάθος με νικάει ή συνείδηση μου το δείχνει. Ή πυξίδα μου το δείχνει ότι εδώ είσαι αδύνατος. Και παίρνω απόφαση την άλλη μέρα να το πολεμήσω αυτό το πάθος. Την άλλη μέρα μου δείχνει κάπου άλλου. Πολέμα κι εκείνο, μου λέει. Και πολεμώντας το ένα, πολεμώντας το άλλο, σιγά – σιγά βλέπω καλυτέρευση στον εαυτό μου. Λέγανε τότε οί παππούδες μας: «Εργασαι στα νιάτα σου, να έχεις στα γεράματα σου».
-Και τι θα πει, Γέροντα, αυτό;
-Να, παιδί μου’ τώρα που είσαι νέος, πολέμησε τα πάθη, πολέμησε την σκέψη, πολέμησε την φαντασία, κοπίασε στην υπακοή σου, κοπίασε στον κόπο, ίδρωσε, άγρυπνα και όλοι αυτοί οί κόποι, όλος αυτός ό αγώνας είναι εργασία, είναι εργάσιμα χρόνια. Όταν θα πέση το σώμα και δεν θάχη την δύναμη να μάχεται με το ένα, με το άλλο, όταν θα περάσουν τα χρόνια και ήδη εσύ θα έχεις δουλέψει τα χρόνια αυτά, που προβλέπει ό Θεός να εργασθείς, κατόπιν θα σου δώσει σύνταξη. Και ανάλογα την τέχνη, ανάλογα την θέση, θα πάρεις την ανάλογη σύνταξη. τι είναι ή σύνταξη; Είναι ή Χάρις του Θεού.
Να εμένα τώρα, αν με ρωτήσεις, θα σου απαντήσω: Μέσα μου νοιώθω, παιδί μου, παράδεισο. Ή ευχή ρολόι, ή Χάρις πλούσια πάθος δεν βλέπω, δεν κινείται κανένα, δεν αισθάνομαι πόλεμο, δεν έχω λογισμούς, δεν έχω επαναστάσεις. Όλα αυτά δεν είναι σημερινά κατορθώματα, είναι από την νεότητα. Τότε έγιναν τα πάντα. Τώρα ήρθε ή αξιομισθία. Ένας νεώτερος είχε πόλεμο και παρακάλεσε , τον Θεό: «Θεέ μου, ελάφρωσέ με άπ’ αυτόν τον πόλεμο». Και ό Θεός άκουσε την προσευχή του και του έδωσε ελευθερία. Και κάποτε πήγε σ’ ένα μεγάλο γέροντα, έμπειρο, που πέρασε πολλά, «θαλασσόλυκο» που λέμε, και του λέει:
-Γέροντα αναπαύθηκα εκ των παθών.
-Τι είπες;
-Να, ξεκουράστηκα δεν με πολεμάει εκείνο, εκείνο. Τον κοίταξε «βλοσυρό τω ομμάτιο», με ένα μάτι, ας πουμε καρφωτό, και του είπε:
-Από τώρα ανάπαυσις, από τώρα σύνταξης μειωμένη; Λάθος! Πρώτα παρεκάλεσες μόνος σου τον Θεό να έρθει αυτή ή ανάπαυσις. Τώρα πήγαινε στους πατέρες να τους πεις να κάνουν προσευχή για σένα να παρακαλέσουν τον Θεό να γυρίσουν πίσω τα πάθη να πολεμήσεις, να αναχθείς πνευματικός και να πάρεις σύνταξη μεγάλη μεθαύριο. Όχι από τώρα σύνταξη!
Καταλάβατε; τι θέλει να μας πει ό πατερούλης αυτός; Ότι δεν μας συμφέρει από τώρα ή ανάπαυσις. Την στιγμή, που έχουμε νεότητα, μας χρειάζονται οί πόλεμοι, τα πάθη, για να τα χτυπήσουμε. Αυτά επιμένουν κι εμείς να τα χτυπάμε. Και επιτρέπει ό Θεός, λέει ό Άββας Ισαάκ, να μην εισακούεται ή προσευχή που κάνουμε για τον άλφα – βήτα πόλεμο, διότι πολεμώντας και μνημονεύοντας το όνομα του Θεού, αγιάζεται ό νους, το στόμα και ή καρδιά με το όνομα του Χριστού. Έχοντας τον πόλεμο αναγκάζεσαι να κάνης προσευχή: «Βοήθα με, Χριστέ μου, βοήθα με Παναγία μου», και αυτό το όνομα που φωνάζεις, αυτό φέρνει και την αγιότητα.
Ένας αδελφός είχε πόλεμο σαρκικό, μεγάλο, κι από τον πόλεμο που είχε και τους λογισμούς έκοβε βόλτες έξω συνέχεια και φώναζε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Κύριε Ιησού Χριστέ». Του λέγει ό γέροντας του, ό οποίος ήταν παλαίμαχος και γενναίος:
-Παιδί μου, βλέπω έχεις πόλεμο θέλεις να κάνω προσευχή, να σου φυγή ό πόλεμος;
-Όχι, γέροντα, σε παρακαλώ, μην κάνεις προσευχή άσε με, ωφελούμαι.
-Θεός συγχωρήσει σε, παιδάκι μου, βρήκες τον δρόμο σου! Αυτός είναι ό δρόμος του Θεού. Αυτό ήθελα να ακούσω από σένα. Διότι αν μου έλεγες «Ναι, Γέροντα, κάνε προσευχή να φυγή ό πόλεμος» ήταν σαν να σταματούσες να πλέκεις τον στέφανο σου. Το στεφάνι πρέπει να γίνει ολόκληρο, μ’ όλα τα λουλούδια και γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα και άλλα. τι, με τα λίγα λουλουδάκια, άντε τελείωσε ή υπόθεσης; Δειλός είναι ό άνθρωπος αυτός.
Λοιπόν, θέλω να πω, παιδιά, πώς εάν δεν μάθουμε πώς γίνονται οι πόλεμοι, δεν πρόκειται να κάνουμε πρόοδο. Κι αν μάθουμε γράμματα, κι αν διαβάζουμε, κι αν μελετούμε, τίποτε δεν κάνουμε, αν δεν μάθουμε να πολεμούμε τον λογισμό και την φαντασία. Να έχουμε μεταξύ μας αγάπη και να θυσιαζώμεθα ό ένας για τον άλλον. «Εσύ να μη μου κάνης, εγώ θα σου κάνω εξυπηρέτηση». Αυτός είναι ό Ευαγγελικός νόμος. Αν δεν κάνης έτσι, μην περιμένεις να εφαρμόσεις το Ευαγγέλιο σωστά.
«Με εξυπηρέτησες; Μου έκανες κάτι; Κι εγώ θα ανταποκριθώ. Στο κάνω αυτό, για να μου κάνης εκείνο». Δεν είναι καλογερική αυτή! Νίκα το κακό με το καλό. Αυτός σε κατέκρινε, δεν σε εξυπηρέτησε; Εσύ ευκόλυνε τον, εσύ κάνε του καλό. Εσύ απέναντι στον Θεό τι θα κάνης. Τον λογαριασμό του δεν τον πληρώνεις εσύ. Εσύ τον δικό σου θα πλήρωσης. Πλήρωσε τώρα, κάνε το Ευαγγέλιο στην πράξη και μεθαύριο ό Χριστός, αυτό το Ευαγγέλιο θα σε δικαιώσει. Τι είπε ό Κύριος; «Ό λόγος ον λελάληκα, αυτός Θα σε κρίνει εν ήμερα Κρίσεως». Το άκουσες το Ευαγγέλιο, το ξέρεις, αλλά υποχωρείς στην επιθυμία και δεν κάνεις αυτό το πράγμα. Λοιπόν εάν εφαρμόσετε το Ευαγγέλιο, τότε θα μπορέσετε να περάσετε στην ελευθερία των τέκνων του Θεού.
Αυτά έλεγε και ό δικός μου ό καημένος ό Γέροντας. Ό Γέροντας είχε βέβαια πολλή φυλακή στο στόμα και ήταν αγιασμένος. Σάς τα είπα κι άλλη φορά. Μέσα στην συνοδεία ήμασταν άνθρωποι ζωντανοί και βλέπαμε και ακούγαμε. Μόλις πηγαίναμε να πούνε μια κουβέντα για κάτι έξω από την συνοδεία μας
-«Ξέρεις, Γέροντα εκείνο έγινε», ξύλο!
-Εδώ μέσα, έλεγε, δεν θα φέρετε κουβέντες έξω από την συνοδεία. Εδώ μέσα θα κοιτάξουμε τα δικά μας. Δεν έχετε καμία δουλειά να ασχολείστε με το τι κάνει ό κάθε πατέρας.
Ιδίως ό καημένος ό πατήρ Αρσένιος, που ήταν απλούστατος και αγιασμένος, έλεγε καμιά κουβεντούλα:
-Ξέρεις, Γέροντα, αυτός είναι αμελής, αργόσχολος.
Αμέσως του έβαζε κανόνα
-Αρσένιε, τον Αρσένιο κοίταξε και άσε εκείνον εκείνος ξέρει πώς θα σωθεί. Εσύ δεν ξέρεις πώς θα σωθείς, που ανοίγεις το στόμα σου και μιλάς.
Έτσι μας είχε ό Γέροντας, και δεν μιλούσε ό ευλογημένος ποτέ. Δεν τον άκουσα ποτέ να πει μια κουβέντα για τον άλφα ή βήτα μοναχό. Εμείς χίλια δυο λέμε, ων πρώτος εγώ. Εδώ τόσα ακούσαμε και είμεθα έτσι. Σκέψου να μην ακούσης κιόλας, τι θα λες.
Θέλω να πω ότι έτσι βίαζαν τον εαυτόν τους οί Άγιοι Πατέρες, και προχώρησαν και έφθασαν στον ουρανό. Και τώρα τα δαιμόνια φωνάζουν για τον Γέροντα Ιωσήφ, ότι γυρνάει στα μοναστήρια και βοηθάει. Και πράγματι μας βοηθάει ό πάππους τώρα που είναι εκεί επάνω. Ό πάππους νομίζετε ότι στέκεται; Εδώ δεν στεκόταν και θα σταθεί τώρα εκεί επάνω, που βλέπει τα πράγματα, ποιος είναι ό παράδεισος και ποια ή κόλαση, και βλέπει κι εμάς εδώ κάτω τι κάνουμε! Εδώ κυκλοφορεί ό πάππους και μας βοηθάει. Πόσες φορές μας έχει γλιτώσει από μεγάλα κακά κι εμείς δεν ξέρουμε από που έρχεται ή βοήθεια. Έχουμε τέτοιο μεσίτη στον ουρανό!
Γι’ αυτό να ζητάμε, την ευχή του πάππου, διότι μεριμνάει για μας. Όσο μπορούμε, παιδιά, να τηρούμε αυτά που μας διδάσκουν οί πατέρες μας δηλαδή να μαχόμεθα εναντίον των φαντασιών, εναντίον των λογισμών να έχουμε μεταξύ μας αγάπη, προσοχή, να μην κατακρίνουμε ό ένας τον άλλον, να μην σπρώχνουμε ό ένας τον άλλον στην πτώση, να κάνουμε τον κανόνα μας και τα καθήκοντα μας, γιατί αύριο θα πεθάνουμε. Κι ότι έχουμε στον «τουρβά» μας, αυτά θα πάρουμε μαζί μας στον ανήφορο. Βάλτε καλά πράγματα μαζί σας βάλτε ψωμάκι, βάλτε τυράκι, βάλτε φρούτα. Μην βάζετε σκουπίδια και σκύβαλα και παλιοντενεκέδες και παλιοκούτια μέσα. Βάλτε καλά πράγματα, διότι μ’ αυτά θα περάσετε στον άλλο κόσμο.
Εδώ πέρασαν τόσα χρόνια. Τι καταλάβαμε; Εγώ κοντεύω τα 60, άλλος τα 30, άλλος τα 20. Τι καταλάβαμε; Σαν να ήρθαμε χθες στον κόσμο και τώρα φεύγουμε για τον άλλο κόσμο. Να οί ασθένειες, να οί καρκίνοι, κι ό ένας μετά τον άλλον φεύγουμε. Να, ό πατήρ Έφραίμ, ό μακαρίτης, έφυγε στα σαράντα του χρόνια. Εγώ τον προετοίμαζα, του έλεγα διάφορα για πείρα ότι εγώ θα φύγω, θα κάνω αυτό και εκείνο. Να μην κάνη αυτό, να διόρθωση εκείνο και το άλλο’ τον συμβούλευα. Εδώ μέσα ήτανε’ να εκεί κάτω καθόταν. Εδώ μέσα δεν ήτανε; Δεν μας έψελνε, δεν γύριζε, δεν μας λειτουργούσε; Είναι τώρα εδώ; Όχι. Πάει. Τώρα στον τάφο λειώνει κι ή ψυχούλα του είναι στον ουρανό. Όπως τα λέω εγώ, έτσι τα έλεγε κι εκείνος. Κι όμως έφυγε. Αυτή είναι ή αλήθεια. Ό παπάς έφυγε κι εγώ έμεινα πίσω. Και τώρα νομίζετε ότι δεν μας βοηθάει ό παπάς; Μας βοηθάει, όπως και όλοι οί πατέρες που έχουν φύγει. Είδατε πόσα τροχαία γίνονται και πόσοι μοναχοί μας γλίτωσαν! Και ό δικός μας πατέρας γλίτωσε, και της Ξηροποτάμου ό πατέρας γλίτωσε. Ποιος ξέρει ποια προσευχή έπιασε και ποιος Άγιος βοήθησε και γλιτώσανε!
Βλέπετε πόσα νέα παιδιά φεύγουν από την ζωή; Έτσι κι εμείς. Περπατάμε στις σκάλες ξαφνικά γλιστράς, πέφτεις με το κεφάλι και μένεις στον τόπο. Τελείωσε ή υπόθεσης. Βγαίνουμε έξω. Ξέρουμε, αν θα γυρίσουμε;
Μπαίνεις μέσα στο αυτοκίνητο, συγκρούεσαι και μένεις στον τόπο. Να, ένας Εισαγγελέας Εφετών προχθές με την γυναίκα του, πέσανε μέσα στη θάλασσα με το αυτοκίνητο από 20 μέτρα ύψος, και τους πήγανε βαρεία στο νοσοκομείο. Μπορεί να πήγαιναν σε κάποια διασκέδαση και που βρέθηκαν; Ή ζωή τελειώνει. Τι θα πει νέος, Τι θα πει γέρος; “Άπαξ και αποφασίσει ό Θεός να σε πάρη, 0ά σε πάρη! Πάρε οσα μέτρα θέλεις. Θα σε πάρη στο «άψε – σβήσε». Άλλοι παθαίνουν τροχαία σοβαρά και βγαίνουν σώοι και άλλοι όχι. Να, ό πατέρας Έφραίμ. Άμα θα δείτε το αυτοκίνητο, θα πείτε «Μπορεί να σκοτώθηκε άνθρωπος εδώ μέσα;». Και σκοτώθηκε κατά τον χειρότερο τρόπο. Κι άλλου έγινε «τρίο – καρώ» το αυτοκίνητο, και βγήκε σώος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν ήρθε ακόμη ή ώρα του. Αν δεν στείλει τον Στρατηγό ό Θεός από πάνω, αν δεν έλθει ό Αρχάγγελος, δεν φεύγει ό άνθρωπος με τίποτε. Αρα, λοιπόν, στο χέρι του Θεού είναι ή ζωή μας. Δεν είναι το θέμα της ηλικίας είναι το θέμα της αποφάσεως του Θεού.
Επειδή δεν ξέρουμε πότε θα παρθεί ή απόφαση, να την έχουμε στο μυαλό μας. Θα πεθάνουμε. Που θα πάμε; Απορώ και με τον εαυτό μου. Βρε, ταλαίπωρε άνθρωπε, δεν μπορείς να συνειδητοποίησης, ότι μέσα σε λίγα λεπτά θα φυγής; Έφυγες. Που θα πάς; Στην άλλη ζωή. Θα γυρίσεις εδώ; Όχι. Τελειώνει εκείνη; Όχι. Θα πέρασης από το δικαστήριο; Ναι. Γιατί δεν τακτοποιείσαι τώρα να προπαρασκευασθείς, για να πέρασης σωστά στον άλλο κόσμο που θα ζήσης αιώνια; Εδώ φροντίζεις για όλα για την υγεία σου, για εκείνο, για το άλλο, για όλα φροντίζεις, αλλά για την ψυχή σου δεν φροντίζεις. Ναι, δεν φροντίζω. Γιατί; Γιατί είναι ή ανθρώπινη αδυναμία, είναι και ό διάβολος μας παρασύρουν και οί επιθυμίες μας, και δεν προετοιμαζόμεθα γενναία. Πίστεψε το ότι φεύγεις από την ζωή κι αφήνεις πίσω τον κόσμο. Σταμάτησε ή καρδιά σου; Τέρμα, μέσα σε λεπτά φεύγεις από τον κόσμο αναχώρησες, τέρμα! Δεν ήξερα ότι θα φύγω
τόσο σύντομα δεν ήξερες; Δεν τα διάβαζες; Δεν έβλεπες τους πεθαμένους πώς πηγαίνουν; Τα τροχαία δεν τα άκουγες; Κι όμως αυτή είναι ή αλήθεια, παιδιά.
Ό Θεός θα μας καταδικάσει, και πρώτον εμένα, γιατί τα λέω αυτά και δεν τα εφαρμόζω. Τα λέμε, τα
πιστεύουμε, και ζούμε σαν να μην είναι αλήθεια αυτά που λέμε, σαν να είναι μια θεωρία, μια φιλοσοφία ενός φιλοσόφου, στον αέρα λόγια. Και όμως είναι αλήθεια. Θα γίνουν αυτά. Μπορούμε να την χωνέψουμε αυτήν την αλήθεια; Τότε να δεις πώς αλλάζει ή ζωή μας! Τότε να δεις Τι προσοχή θα έχουμε και Τι ενδιαφέρον!
Αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε να προσέχουμε τον εαυτό μας και να λέμε: «Μήπως δεν θα ξημερώσω;». Ξημέρωσε. «Θα νυκτώσω; Τουλάχιστον την τελευταία ήμερα ας κάνω κάτι». Μου ήρθε ένας κακός λογισμός; Αμέσως να τον διώξω. Γιατί να τον αφήσω; Να τον μειώσω. “Έρχεται ό λογισμός” «πες αυτόν τον λόγο». Γιατί να τον πω; Εκεί που θα κάνω πέντε αργολογίες, να πω πέντε ευχές.
Άμα σε ξαπλώσει ό Θεός στο κρεβάτι, θα έρθουν τα δαιμόνια και τότε θα δεις Τι έχεις κάνει. Πάει όμως τελείωσε ή υπόθεσης σε πήρε ό Θεός. Το ψέμα τελείωσε εδώ. Είσαι στον ύπνο και κοιμάσαι και βλέπεις όνειρο ότι είσαι στρατηγός, σκοτώνεις, ρημάζεις, φωνάζεις, φτιάχνεις, κηρύττεις κι άμα ξυπνήσεις Τι είσαι; Ένας απλός καλόγερος. Έτσι και τότε θα μας συμβεί. Θα ξυπνήσουμε στην άλλη ζωή και θα περάσουμε στον άλλο κόσμο. Τέρμα. Ή ζωή τελειώνει. Δεν μπορούμε να το βάλουμε στο μυαλό μας. «Πας άνθρωπος ψεύτης» λέγει ή Γραφή. Όχι ότι λέει ψέματα, αλλά ό ίδιος είναι ένα ψέμα.
Ας μας ελεήσει ό Θεός, ας μας συγχώρεση για όσα κάνουμε. Να παρακαλούμε τον Θεό νύχτα – μέρα, να φωνάζουμε «ήμαρτον». Και όταν σφάλλουμε σε κάτι να σηκώνουμε τα μάτια και να λέμε: «Συγγνώμη, έσφαλα». Και μετά να τρέχουμε στον πνευματικό, να το εξομολογούμεθα, να φεύγει, να μην το έχουμε μέσα μας. Και εάν ξαναπέφτουμε, να το ξανάλεμε, να το ξεκαθαρίζουμε. Κι αν κάνουμε έτσι, τότε θα περάσουμε στην Βασιλεία του Θεού. Και εκεί επάνω είναι ανάπαυσις «Ουκ εστί θλίψις, ουκ εστί πόνος, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος. Αφαιρέσει Κύριος ό Θεός παν δάκρυο από των οφθαλμών ημών». Αιώνια ζωή, ανάπαυσις μέσα στο φως του Θεού. Μέσα στο άκτιστον φως του Θεού, ως άγγελος θα ψέλνεις τον Τρισάγιο ύμνον. Εκεί επάνω είναι τα πάντα εν ειρήνη και μόνο, που ξέρεις ότι πέρασες στην Βασιλεία του Θεού και δεν πρόκειται πλέον να δεις θλίψη και στενοχώριες στους αιώνες των αιώνων, είναι αρκετό.
Λοιπόν, έφ’ όσον εμείς ήρθαμε εδώ, για να περάσουμε σ’ αυτόν τον Παράδεισο και σ’ αυτήν την ανάπαυση, εκεί να τείνουμε τώρα. Άνθρωποι είμαστε. Θα πέσουμε, θα σηκωθούμε. Όχι απελπισία, όχι απόγνωση. Αυτά είναι του διαβόλου. Εμείς με ελπίδα κάποια μέρα θα τον φέρουμε «βόλτα» τον διάβολο και θα περάσουμε μέσα στην Βασιλεία του Θεού.
Αύτω ή δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.