Τό νά γράψει κανείς γιά κάτι τόσο σπουδαῖο, τή φιλία, δέν εἶναι τό πιό εὔκολο ἐγχείρημα, γιατί στίς μέρες μας εἶναι μία πραγματικότητα δυσεύρετη καί κάπως παρεξηγημένη. Συχνά, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι συγχέουμε τή φιλία μέ τήν παρέα, γι’ αὐτό θά ἦταν καλό νά ξεκαθαρίσουμε τίς ἔννοιες αὐτές.
Σέ μία ἀληθινή φιλία βρίσκομαι μαζί μέ τόν ἄλλο ἄνθρωπο γιά νά μοιραστῶ μαζί του τήν ἴδια τή ζωή, τίς χαρές καί τίς λύπες της. Σέ μία γνήσια φιλία ὑπάρχει ὁ ἀμοιβαῖος σεβασμός, ὥστε νά ὑπάρχει ὥρα καί χῶρος γιά νά ἐκφραστοῦν ὅλοι.
Ὁ καλύτερος φίλος εἶναι αὐτός πού δέν φοβᾶται νά μᾶς πεῖ τήν ἀλήθεια, ἄν πιστεύει ὅτι σέ κάτι ἔχουμε παρεκτραπεῖ. Εἶναι, ὅμως, παράλληλα ἕτοιμος νά σεβαστεῖ τίς ἐπιλογές μας, ἔστω κι ἄν διαφωνεῖ. Ἀντίθετα, ὅταν μιλᾶμε γιά παρέα δύο ἀνθρώπων, αὐτοί ἀφιερώνουν χρόνο ὁ ἕνας στόν ἄλλο ἁπλῶς γιά νά χαροῦν -πρόσκαιρα- κοινά ἐνδιαφέροντα. Ὅταν πιά ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο βαρεθεῖ τά συγκεκριμένα γεγονότα πού τούς ἑνώνουν ἤ ἄν προκύψει μεταξύ τους κάποια διαφωνία, ἡ «φιλία» ἐξανεμίζεται. Δηλαδή, ἀπό τήν παρέα ἀπουσιάζει τό ἐσωτερικό βάθος.
Τό ζητούμενο, ἑπομένως, εἶναι νά δημιουργήσει κανείς μόνιμες καί ἀληθινές φιλίες πού θά κρατήσουν μέσα στόν χρόνο καί θά συμβάλουν στήν καλλιέργεια τῆς προσωπικότητάς του. Ὡστόσο, γιά νά γίνει αὐτό, χρειάζεται νά κάνουμε σωστές ἐπιλογές, ἐπειδή, κατά τόν Ἀπ. Παῦλο, «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. ιε΄, 33). Δηλαδή: Οἱ κακές συναναστροφές καταστρέφουν τόν καλό χαρακτήρα. Ὅλοι ἔχουμε τήν ἀνάγκη μίας γνήσιας, ἀληθινῆς, δυνατῆς καί πραγματικῆς φιλίας, γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά ἀγαπήσουμε, ἀλλά καί νά ἀγαπηθοῦμε. Δύσκολα κτίζεται μία τέτοια φιλία, ἀλλά ὅσοι τό κατάφεραν ἔζησαν εὐτυχισμένοι.
Μία τέτοια ἀληθινή φιλία εἶχαν ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μέ τόν Μέγα Βασίλειο. Αὐτή γίνεται φανερή ἀπό τά κείμενά τους καί κυρίως ἀπό τά κείμενα τοῦ Ἅγ. Γρηγορίου, ὅπου μᾶς περιγράφει καί ταυτόχρονα μᾶς ὑποδεικνύει τίς προϋποθέσεις μίας μεγάλης φιλίας, ὅπως αὐτή πού εἶχε ὁ ἴδιος μέ τόν Μέγα Βασίλειο.
Ἡ ἀληθινή φιλία πρέπει νά εἶναι «θεῖος καί φρόνιμος ἔρως», ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἁμαρτία.
Γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος: «Οἱ σωματικοί ἔρωτες, καθώς ἀφοροῦν τά πράγματα πού περνοῦν, περνοῦν κι ἐκεῖνοι, ὅπως τά ἐαρινά λουλούδια. Οὔτε ἡ φλόγα μένει, ὅταν τά ξύλα τελειώσουν, ἀλλά χάνεται μαζί μέ αὐτά πού τήν τρέφουν, οὔτε ὁ πόθος ὑπάρχει, ὅταν τό προσάναμμα σβήσει. Οἱ θεῖοι, ὅμως, καί φρόνιμοι ἔρωτες, ἐπειδή ἀναφέρονται σέ κάτι σταθερό (τόν Θεό), γι’ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι μονιμότεροι καί ὅσο περισσότερο παρουσιάζεται ἡ ὀμορφιά τούς τόσο περισσότερο συνδέουν τούς ἐραστές μέ αὐτό, ἀλλά καί μεταξύ τους. Αὐτός εἶναι ὁ νόμος τοῦ δικοῦ μας ἔρωτος».
Μία φιλία γίνεται δυνατή, ὅταν οἱ φίλοι διεξάγουν κοινό ἀγῶνα καί στοχεύουν στό νά κατακτήσουν τίς ψηλότερες κορυφές τῆς ἀρετῆς. Γι’ αὐτή τήν κοινή ἐπιδίωξη τοῦ ἰδίου καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος: «Κοινή ἐπιδίωξη καί τῶν δύο, ἡ ἀρετή καί ἡ συμμόρφωση τῆς ζωῆς μας πρός τίς μελλοντικές ἐλπίδες». Ἐξομολογεῖται γιά τόν θεῖο πόθο τους: «Τήν ἐπιδίωξη αὐτή ἔχοντες ἐμπρός μας, κατευθύναμε τή ζωή μας ὁλόκληρη καί κάθε μας ἐνέργεια· μᾶς ὁδηγοῦσε ἡ ἐντολή καί εἰκονίζαμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν ἀρετή μας καί εἴμαστε, ἐάν δέν εἶναι ὑπερβολικό τοῦτο νά πῶ, ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο κανόνας καί μέτρο, μέ τά ὁποῖα διακρίνεται τό ὀρθό καί τό μή ὀρθό».
Ἀξιοπρόσεκτες καί σέ αὐτό τό σημεῖο εἶναι καί πάλι οἱ παρατηρήσεις τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου: «Ἀπό τούς σπουδαστές μᾶς συναναστρεφόμαστε, ὄχι βέβαιά τους πιό ἀνήθικους, ἀλλά τούς πιό φρόνιμους· οὔτε τούς πιό ἐριστικούς, ἀλλά τούς πιό εἰρηνικούς καί ἐκείνους πού ἡ συναναστροφή τούς εἶναι ὠφελιμότερη. Διότι γνωρίζαμε ὅτι εἶναι εὐκολότερο νά λάβεις τήν ἀσθένεια, παρά νά χαρίσεις τήν ὑγεία. Καί στά μαθήματα φτάσαμε νά χαιρόμαστε ὄχι μέ τά πιό εὐχάριστα, ἀλλά μέ τά πιό ὠφέλιμα. Ἐπειδή καί ἀπό αὐτά οἱ νέοι συμμορφώνονται πρός τήν ἀρετή ἤ τήν κακία».
Ἀκόμα κάτι πού συνδέει τούς ἀνθρώπους μέ μία γνήσια φιλία, εἶναι οἱ κοινές ἀρχές καί οἱ κοινές ἀντιλήψεις. Σέ αὐτό τό θέμα ὑπογραμμίζει ὁ Γρηγόριος: «Τίποτε, νομίζω, δέν ἀξίζει, ἐάν δέν ὁδηγεῖ στήν ἀρετή καί δέν κάνει καλύτερους ὅσους ἀσχολοῦνται μέ αὐτό. Γιά τούς ἄλλους ὑπάρχουν διάφορες ὀνομασίες ἤ ἀπό τόν πατέρα ἤ ἀπό τήν οἰκογένεια ἤ ἀπό τό ἐπάγγελμα καί τίς πράξεις τους. Ἐμεῖς, ὅμως, ἔχουμε τό μέγα προσόν καί ὄνομα νά εἴμαστε καί νά λεγόμαστε Χριστιανοί. Αὐτό ἦταν ἡ μεγαλύτερη καύχηση γιά μᾶς».
Ἄλλο ἕνα βασικό συστατικό μίας ἀληθινῆς φιλίας εἶναι ἡ ἀγάπη. «Ἐκεῖνος πού ἀγαπάει ἔχει μακροθυμία, ἔχει καί καλοσύνη· ἐκεῖνος πού ἀγαπάει δέ ζηλοφθονεῖ· ἐκεῖνος πού ἀγαπάει δέν κομπάζει οὔτε περηφανεύεται· εἶναι εὐπρεπής, δέν εἶναι ἐγωιστής οὔτε εὐερέθιστος· ξεχνάει τό κακό πού τοῦ ἔχουν κάνει» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 4 – 5).
Καί οἱ σεβάσμιοί μας Πατέρες Γρηγόριος καί Βασίλειος εἶχαν αὐτοῦ του εἴδους τήν ἀγάπη στή φιλία τους. Ἀγωνίζονταν ὄχι ποιός θά ἔχει τά πρωτεῖα, ἀλλά πῶς νά τά παραχωρήσουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Τήν ἐπιτυχία τοῦ ἑνός τήν θεωροῦσε ὁ ἄλλος καί δική του καί χαιρόταν γιά τόν φίλο του. Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός πού εἶχε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος στόν Μέγα Βασίλειο φαίνεται στά πιό κάτω λόγια μέ τά ὁποῖα συγκρίνεται ὁ ἴδιος μέ τόν φίλο του. Γράφει: «Τό ὡραιότερο εἶναι ὅτι ἐσχηματίσθη ἀπό ἐμᾶς μία ἀδελφότης πού ἐκεῖνος (ὁ Βασίλειος) διεμόρφωνε καί κατεύθυνε ὡς ἀρχηγός μέ κοινές ἱκανοποιήσεις, μολονότι ἐγώ ἔτρεχα πεζός δίπλα σέ ἅρμα Λυδικό (ταχυδρόμο δηλαδή), ὅπου καί ὅπως πήγαινε ἐκεῖνος».
Τέλος, ἕνα ἀκόμη σημεῖο ἀπό τό ὁποῖο μποροῦμε νά παραδειγματιστοῦμε ἀπό τή φιλία τῶν δύο ἀνδρῶν, εἶναι ἡ ἐκδήλωση τρυφερότητας, στοργῆς καί φιλαδελφίας. Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἀναφερόμενος στόν φίλο του, τόν ἀποκαλεῖ: «Ὁ ἐμός Βασίλειος». Δηλαδή: ὁ δικός μου Βασίλειος. Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἡ φιλία εἶναι ἀνιδιοτελής, καθαρή καί λουσμένη στό φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί ἀρετῆς.
Ἐάν ὅλοι μας δοκιμάσουμε νά ἐφαρμόσουμε στή ζωή μας αὐτά πού οἱ θεόπνευστοι Πατέρες, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί Μέγας Βασίλειος μᾶς δίδαξαν, πρῶτα μέ τό παράδειγμά τους, ἀλλά καί μέ τίς συμβουλές τους, τότε σίγουρα θά μᾶς βοηθήσουν νά δημιουργήσουμε γερές καί ἰσχυρές φιλίες, πού θά ἀντέξουν στόν χρόνο καί στήν τρικυμία τῆς ζωῆς.