Το θέμα μας σήμερα, «οι σχέσεις μας με τον πλησίον», θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πρακτικό, αλλά έχει μεγάλη σημασία για την καθημερινή μας ζωή. Ό,τι υπάρχει στον κόσμο, είναι μία εικόνα που ανεβάζει την σκέψι μας, τον νου μας, την καρδιά μας στον ουρανό και μας συνδέει με τον Θεόν. Το θέμα μας δεν είναι απλώς μία εικόνα, αλλά ένα ολόκληρο εικονοστάσιο, το οποίο μας δείχνει πώς ζούσαν οι άγιοι και πώς θέλουν να ζούμε εμείς. Επέλεξα το θέμα αυτό, γιατί σήμερα γιορτάζομε έναν μεγάλο άγιο, τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ο οποίος θα μας δώση τις αφορμές και τις πηγές μιας ζωής όπως την θέλει ο Θεός.
Ο άγιος Ιάκωβος, όπως ξεύρετε, ήταν υιός του μνήστορος Ιωσήφ και επομένως αδελφός του Χριστού. Ήταν τόσο εκλεκτός και τόσο δίκαιος και άγιος, ώστε οι Ιουδαίοι ένοιωθαν μειονεξία, ένοιωθαν δυστυχείς, διότι δεν είχαν άλλον από το γένος τους σαν τον Ιάκωβο. ΄Ετσι, όταν μάλιστα τους κατέκρινε, επειδή δεν δέχθηκαν τον Χριστόν ως τον Μεσσία τους, από αντίδρασι και ζήλεια τον ανέβασαν στο υψηλότερο σημείο του ναού, στο πτερύγιο, και τον έρριξαν κάτω, αλλά εκείνος δεν απέθανε. Τρέχουν τότε με μοχθηρία και τον σκοτώνουν(1).
Για μας έχει σημασία όχι μόνον το ότι ήταν μέγας στην πίστι, στην αρετή και στα μαρτυρικά κατορθώματα, αλλά και το ότι ήταν ευγενέστατος. Θα λέγαμε ότι υπήρξε υπόδειγμα κοινωνικής ευγενείας, δηλαδή πώς να συναναστρεφώμεθα με τους ανθρώπους, πώς να διοικούμε ανθρώπους και πώς να υποτασσώμεθα σε αυτούς. Επίσης, πώς να είμεθα αγαπημένοι, πώς να είμεθα μία εικόνα, μία σκηνή, ένα σπίτι, μία καρδιά, μία αγάπη. Επειδή ήταν τόσο λεπτός, τόσο ευγενής, τόσο γλυκύς, δεν υπήρχε ούτε ένας στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων που να μην τον αγαπά και να μην τον εμπιστεύεται. Ο Θεός θέλει να είμεθα στην καθημερινή μας ζωή τέτοιοι, ώστε να μας αγαπούν οι άλλοι και να μας νοιώθουν ευχάριστους. Να μπορούν να επικοινωνούν μαζί μας, να πουν την χαρά τους, την λύπη τους, τα προβλήματά τους. Να νοιώθουν ότι είμαστε καρδιές που ζούμε κοντά η μία στην άλλη και μπορούμε να βοηθούμε ο ένας τον άλλον.
Ενώ υπήρχαν πολλά προβλήματα κατά την αποστολική εποχή, κανείς δεν είχε διαφορές με τον άγιο Ιάκωβο. Αντιθέτως, και εκείνους που ήταν διηρημένοι -η διαίρεσις είναι ένα σκουλήκι που μπαίνει παντού• ακόμη και στον παράδεισο μπήκε(2)!- ο άγιος Ιάκωβος τους συνέδεε. Ενθυμείσθε ότι η αρχέγονος Εκκλησία, κατά την ανθρώπινη αντίληψι, κινδύνευε να διαλυθή, μαζί και το έργο του Λυτρωτού, του Χριστού. Δεν ήτο δυνατόν όμως να καταστραφή, διότι ο Θεός βρήκε ανθρώπους και επιβίωσε η ευλογημένη κατάστασις που δημιούργησε η σταύρωσις και η ανάστασις του Χριστού. Όπως γνωρίζετε, υπήρχε διαμάχη ανάμεσα στους χριστιανούς τους προερχομένους από τους Ιουδαίους και τους προερχομένους από τους Ελληνιστάς• δεν μπορούσαν να συμβιώσουν. Οι επιδράσεις, των μεν από τον νόμο, των δε από την ελληνική παιδεία, τους δημιουργούσαν διαρκώς δυσκολίες στην μεταξύ των κοινωνία. Ποιος τους συνέδεσε; Ο άγιος Ιάκωβος, ο οποίος στο τέλος επέτυχε να συγκαλέση την Αποστολική Σύνοδο στην οποία προήδρευσε. Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος απόστολος να προεδρεύση παρά μόνον αυτός, διότι ήξευρε να ισορροπή τις καρδιές των ανθρώπων, να καταλαβαίνη τα πνεύματα και να βοηθή τους πιστούς, χωρίς να θυσιάζη την ουσία.
Ακόμη είναι γνωστό ότι συμφιλίωσε και τον Πέτρο με τον Παύλο. Είχαν φθάσει οι σχέσεις τους σε παροξυσμό. Ο απόστολος Παύλος ήθελε να πάη στα Ιεροσόλυμα. Καθυστερούσε όμως, διότι φοβόταν ότι δεν θα τον δέχονταν. Τον θεωρούσαν σχεδόν εθνικό, επειδή δεν τηρούσε τις διατάξεις του νόμου. Ήταν γεμάτη η καρδιά τους από υποψίες εναντίον του. Από την άλλη ο Πέτρος, του οποίου γνωρίζομε τον χαρακτήρα από τα περιστατικά της ζωής του, ήταν ένας αυθόρμητος άνθρωπος και με ορμή θα επέπιπτε στον απόστολο Παύλο, ο οποίος τον είχε ελέγξει στην Αντιόχεια για το θέμα αυτό. Ο άγιος Ιάκωβος όμως τους συμφιλίωσε(3).
Ο άγιος Ιάκωβος ήταν πτωχότατος, ο πιο πτωχός άνθρωπος της εποχής εκείνης. Δεν φορούσε πολυτελή ενδύματα, αλλά έναν χιτώνα λευκό, και περπατούσε ξυπόλυτος. Και αυτό ήταν ένα εξωτερικό σημάδι, το οποίο δεν χώνεψαν ποτέ οι Εβραίοι. Ήταν και αθλητής! Γερός αθλητής, πρώτος στο
αγώνισμα των γονυκλισιών. Τα γόνατά του είχαν γίνει σαν της καμήλας, γεμάτα κάλους. Τόσο πολύ δούλευε νύκτα και ημέρα. Την ημέρα για τις καρδιές των ανθρώπων και την νύκτα ενώπιον του Θεού(4). Ο άγιος Ιάκωβος λοιπόν μας έδωσε τις αφετηρίες της λεπτότητας, της ευγενείας και των κοινωνικών δομών της ανθρωπίνης ζωής, τις οποίες συναντάμε κυρίως στην πιο ωργανωμένη και αρχαιότερη κοινωνία, την μοναχική πολιτεία.
Ο μοναχισμός είναι μία πραγματική κοινωνία, μία σύναξις. Στο μοναστήρι οι μοναχοί δεν είμαστε άτομα και απλά ονόματα, αλλά όλοι μαζί αποτελούμε μία καρδιά, ένα σώμα. Δεν ξεχωρίζομε. Και καθώς τα μοναστήρια, ως επί το πλείστον, έχουν περισσότερους μοναχούς και λιγώτερα κελλιά, ο ένας είναι πλάι στον άλλον και αναπνέει την αγάπη της καρδιάς του. Ό,τι υπάρχει στον μοναχισμό είναι υπόδειγμα του ουρανού. Η Εκκλησία παίρνει τα υποδείγματα αυτά και τα προσφέρει στους πιστούς, όπως έκαναν και οι Πατέρες.
Ο κόσμος νομίζει ότι, όταν κάποιος πάη στο μοναστήρι, φεύγει από την κοινωνία και αγριεύει. Το λέγουν αυτό, διότι αγνοούν ότι οι μοναχοί είναι οι περισσότερο κοινωνικοί άνθρωποι. Να ξεύρετε ότι κανείς δεν μπορεί να γίνη μοναχός, εάν δεν είναι κοινωνικός, εάν δηλαδή δεν μπορή να επικοινωνή με τους ανθρώπους και να αντιμετωπίζη όλες τις κοινωνικές δυσκολίες. Αν δυσκολεύεται να παντρευθή, να δημιουργήση οικογένεια, επίσης δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Πρέπει να νοιώθη ασφαλής στην ζωή του. Δεν είναι καταφύγιο τα μοναστήρια. Επομένως, ο μοναχός μπορεί να επιτύχη όλα τα προηγούμενα, τα οποία αγαπά, δεν τα αρνείται, δεν τα κατηγορεί, δεν τα περιφρονεί, αλλά προτιμά κάτι ανώτερο για τον εαυτό του.
Το μοναστήρι είναι μια πολύ ζεστή αδελφότητα. Όλοι είναι μέλη ενός σώματος, του σώματος του Χριστού. Εκεί νοιώθει κανείς αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, οι οποίοι ήταν διηρημένοι, «είτε πάσχει εν μέλος», παραδείγματος χάριν το αριστερό μου χέρι, «συμπάσχει πάντα τα μέλη»• δηλαδή το μάτι μου θα σκύψη να δη τι έχει το χέρι, και το δεξί μου χέρι θα κοιτάξη να το βοηθήση. Όλα τα μέλη βοηθούν το ένα το άλλο. Εάν πάσχη ένα μέλος, το άλλο λυπάται και το βοηθάει. Εάν χαίρη, εάν δοξάζεται το εν μέλος, συγχαίρουν πάντα τα μέλη(5)• όλο το σώμα μας χαίρει.
Ας πλησιάσωμε τώρα τις κοινωνικές συνθήκες ενός μοναστηριού αρχίζοντας από την ιδιοκτησία, για την οποία κάθε τόσο γίνεται μεγάλη συζήτησις. Πόσοι νόμοι ψηφίζονται και πόσα δικαστήρια γίνονται για την ιδιοκτησία! Στο μοναστήρι δεν υπάρχει ιδιοκτησία. Δεν επιτρέπεται στον μοναχό ούτε για μία μύτη μολυβιού να πη ότι είναι «εμή», δική μου. Το «εμόν» και το «σον» δεν υπάρχει στην μοναχική ζωή. Αγαπούν οι άνθρωποι τα μοναστήρια και από την αγάπη τους κάνουν λάθος και δίνουν δώρα στους μοναχούς, αλλά κανείς δεν κρατάει κάτι. Όλα τα δίνουν στον Γέροντα ή λέγουν στον επισκέπτη να τα δώση εκείνος. Δεν υπάρχει τίποτε δικό μου ή δικό σου. Έχει εξοστρακισθή αυτό, έχει αποβληθή. Οπότε η αφετηρία του μαρασμού -διότι από εκεί ξεκινούν οι μεγάλες έριδες(6)- εκλείπει από το μοναστήρι. Ας πάμε τώρα στο άλλο ζήτημα, που αφορά την εργασία.
Πώς είναι η εργασία στο μοναστήρι; Στον κόσμο τελειώνει κανείς το λύκειο και, για να πάη στο πανεπιστήμιο ή σε κάποια άλλη εργασία, ανταγωνίζεται με εκατοντάδες υποψηφίων. Κουράζεται, αρρωσταίνει, παίρνει φάρμακα, ξεκουράζεται, κουράζεται πάλι, αγωνιά. Μέχρι να γίνη επιστήμων, να έχη την δική του εργασία, πόσα και πόσα δεν έχει τραβήξει! Εάν βεβαίως επιτύχη εκεί που θέλει! Εάν τον ικανοποιή αυτό το επάγγελμα!
Στο μοναστήρι δεν υπάρχει αυτή η αγωνία, διότι δεν υπάρχει επιθυμία. Κανείς δεν λέγει, εγώ θέλω αυτό το διακόνημα. Μπορεί όμως ο μοναχός να πη την γνώμη του, τον λογισμό του, διότι το μοναστήρι δεν είναι φυλακή. Είναι ελεύθερος κόσμος και ο καθένας προσφέρει αυτό που λαχταράει, αυτό που θέλει η δική του η καρδιά. Επομένως, μπορεί να πη τον λογισμό του ως ελεύθερος άνθρωπος, αλλά κανείς δεν είναι ελεύθερος, εάν δεν μπορή να υποτάξη την γνώμη του στην θέλησί του. Έτσι δεν υπάρχει επιθυμία η οποία δημιουργεί δυστυχία στην ζωή μας.
Ακόμη, το κριτήριο δεν είναι η επιτηδειότης. Στον κόσμο ο έξυπνος μπαίνει στο πανεπιστήμιο, όποιος δεν είναι έξυπνος μένει έξω και υποφέρει για να ζήση. Στο μοναστήρι έξυπνος, σοφός, άσοφος, μορφωμένος, κατηρτισμένος, καλός, κακός, αδύνατος, άρρωστος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν. Αυτό το οποίο κυρίως λαμβάνεται υπ’ όψιν είναι το πνευματικό συμφέρον του μοναχού. Προσπαθεί το μοναστήρι να δη ποιο είναι το συμφέρον της ψυχής, η οποία ήλθε εις τον Χριστόν, για να κερδίση την αιωνιότητα και τον παράδεισο. Αυτό το διακόνημα τον βοηθάει, το άλλο τον κουράζει, θα τον βάλωμε, χωρίς να το ξεύρη, στο διακόνημα που τον βοηθάει.
Επίσης, λαμβάνεται υπ’ όψιν το συμφέρον της αδελφότητος. Είδατε ότι ανέφερα την λέξι διακόνημα και όχι επάγγελμα, διότι στο μοναστήρι με την εργασία μου διακονώ τον αδελφό μου, γίνομαι υπηρέτης του, αποκτώ το επάγγελμα του Ιησού Χριστού, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι»(7). Ο μοναχός διακατέχεται από αυτήν την επιθυμία της διακονίας των άλλων. Επομένως, το δεύτερο κριτήριο είναι η διακονία, το συμφέρον της αδελφότητος.
Εν συνεχεία η ειρήνη των μελών. Ας υποθέσωμε ότι έχομε έναν καθηγητή, ο οποίος ευρίσκεται σε διάστασι με τον γυμνασιάρχη. Τι διαπληκτισμοί, τι ύβρεις, τι αμαρτίες, τι απάτες, τι δικαστήρια μπορούν να γίνουν! Στο μοναστήρι όταν δούμε ότι δυο άνθρωποι δεν τα πάνε καλά, ως αδύνατοι που μπορεί να είναι, εάν δεν καταφέρουμε να τους κάνωμε πολύ δυνατούς -και είναι φυσικό να μην είναι όλοι δυνατοί- τότε, όταν έλθη η ώρα να δώσωμε και πάλι τα διακονήματα, ο καθένας θα πάρη διαφορετικό διακόνημα. Τα πάντα λύνονται ειρηνικά.
Βλέπετε ότι η ευθύνη δεν είναι του μοναχού. Αυτός είναι ήρεμος, απηλλαγμένος από κάθε φροντίδα και μέριμνα. Κάνει υπακοή με την οποία διακονεί το σώμα της αδελφότητας και οικοδομεί την ψυχή του. Έχει την καρδιά του χαρούμενη και ελεύθερη, για να μπορή να προσεύχεται.
Μιλήσαμε για την ιδιοκτησία και την εργασία, ας δούμε τώρα την δικαιοσύνη. Λέγουν οι σημερινοί άνθρωποι ότι δεν μας χρειάζεται αγάπη• μας χρειάζεται δικαιοσύνη. Και εμείς λέμε ότι την δικαιοσύνη θα την βρούμε επάνω στον ουρανό• εδώ μας χρειάζεται η αγάπη. Επειδή ξεύρομε ότι η δικαιοσύνη εξαρτάται από την αληθινή αγάπη, η δικαιοσύνη μας οδηγεί και δίνει το σκήπτρο στην αγάπη.
Η αγάπη είναι μία δωρεά του Χριστού προς το σώμα του(8) και, εν προκειμένω, προς την αδελφότητα. Πράγματι, χωρίς αγάπη δεν ζη καμία μοναχική αδελφότητα. Οι μοναχοί ζουν διότι αγαπούν. Η αγάπη είναι μίμησις του Χριστού, διότι «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς»(9). Επομένως, όταν αγαπώ, σημαίνει ότι έχω πάρει δωρεά, έχω πάρει χάρι από τον Θεόν και ότι μιμούμαι τον Χριστόν.
Η αγάπη αποσκοπεί στο να μπορή ο ένας να δίνη χαρά στον άλλον να στερούμαι εγώ εκουσίως, για να έχη περισσότερα ο άλλος• να θυσιάζω τον εαυτό μου, για να νοιώθη ο άλλος άνετα, να νοιώθη ασφάλεια στην ζωή του. Η αγάπη είναι ένας συνεκτικός δεσμός που μας δένει με την Εκκλησία και ταυτόχρονα με τον Χριστόν. Πώς το πετυχαίνομε αυτό; Με το «ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος(10)• με το να δεχώμεθα τον άλλον όπως είναι. Μουρμουρίζει; Άφησέ τον να μουρμουρίζη. Εάν θέλης να τον κάνης να μη μουρμουρίζη, εκείνος θα μουρμουρίζη πιο πολύ και εσύ θα στενοχωριέσαι και θα φωνάζης. Ο άλλος σηκώνεται, κάνει πολύ θόρυβο και σε ξυπνά. Κάτι ανάλογο θα κάνης και εσύ, αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Άφησέ τον, γιατί, αν προσπαθήσης να τον διορθώσης, θα θελήση να διορθώση και εκείνος τα δικά σου σφάλματα. Μόνον ο Γέροντας διορθώνει τους ανθρώπους στο μοναστήρι• ποτέ ο μοναχός, εκτός εάν τον επηρεάζη πονηρό δαιμόνιο, οπότε κάνει παρατηρήσεις, συμβουλεύει, λέγει στον άλλον κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Ο αληθής μοναχός ποτέ δεν συμπεριφέρεται έτσι. Στο μοναστήρι ένας είναι ο πατέρας και όλοι οι άλλοι είναι αδελφοί. Βλέπετε με πόση θαλπωρή τα έχει φροντίσει η Εκκλησία μας; Γι’ αυτό λείπουν οι θυμοί, οι κραυγές που προέρχονται από τις διαφωνίες, λείπει η κακία, η εκδίκησις και όλοι γίνονται χρηστοί. Τι σημαίνει χρηστός; Εκείνος, του οποίου η απουσία δεν περνάει απαρατήρητη, διότι είναι χρήσιμος και εύσπλαγχνος. Πώς γίνονται όλοι χρηστοί; «Χαριζόμενοι εαυτοίς»(11). Καταλαβαίνω, παραδείγματος χάριν, ότι ο άλλος είναι θυμωμένος μαζί μου. Δεν του μιλώ άσχημα. Του συμπεριφέρομαι με πολλή ευγένεια και αγάπη μιμούμενος τον Κύριον.
Ακόμη, εκφράζομε την αγάπη μας με το να τιμάμε ο ένας τον άλλον. Ποτέ δεν καθόμαστε ενώπιον μεγαλυτέρου, παρά μόνον εάν μας το πη ή εάν πάρωμε την άδειά του. Εάν κάποιος έχη μία αποτυχία, κάνη ένα σφάλμα, έχη έναν πόνο, θα του δείξωμε μεγάλη αγάπη, ώστε να ισορροπήση και να απαλλαγή από τα προβλήματα, φροντίζοντας έτσι «τα ετέρων έκαστος», όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος εις τους Φιλιππησίους(12). Ο καθένας μας ας κάνη εκείνο που θέλει ο άλλος. Ο άνδρας, αυτό που θέλει η γυναίκα. Η γυναίκα, αυτό που θέλει ο άνδρας.
Βλέπετε, αδελφοί μου, πόση λεπτότητα υπάρχει στην Εκκλησία και μάλιστα στους αγίους; Οι άγιοι είναι προσεκτικοί, διότι έχουν γευθή την γλυκύτητα και την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος και, εάν δεν τα προσέξουν αυτά, θα χάσουν την ειρήνη. Οι άγιοι προσπαθούν πάντοτε να μη λυπήσουν κανέναν άνθρωπο, ούτε και τα ζώα. Βλέπουν τον άλλον σαν να είναι ο Χριστός(13). Και είναι πράγματι ο Χριστός, διότι είναι εικόνα του Θεού. Επομένως, αγαπούν τον άνθρωπο, επειδή είναι εικόνα του Θεού. Έτσι ο Χριστός και ο άνθρωπος γίνονται ένα στην καρδιά τους, στα έγκατά τους.
Όταν ο άνθρωπος μας δίνη την αγάπη του Θεού, την ευγένεια, την λεπτότητα, αυτό είναι κοινωνία Θεού. Θέλεις να κοινωνάς σώμα και αίμα Χριστού; Κοινώνησε. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι κοινωνίας. Να τι λέγει ένας από τους μοναχικούς κανόνες του Μεγάλου Αντωνίου: «Ποτέ μη δυσκολέψης τον άλλον, ποτέ μην προσπαθήσης να επιμείνης στον λόγο σου»(14). Είπες κάτι και ο άλλος σου απαντά: Όχι, δεν είναι έτσι όπως το λες. Μην προσπαθήσης να αποδείξης ότι έχεις δίκαιο, αλλά βρες έναν ευγενή τρόπο να καταλάβη ότι είναι ο νικητής. Διότι, εάν δεν νοιώση ότι αυτός είναι ο νικητής, θα δημιουργηθή μέσα του πικρία, αντίδρασις, φαρμάκι, εκδικητικότης, μειονεξία και τόσα άλλα. Θα υποχωρήσης χωρίς να το δείξης, χωρίς να το καταλάβη, ώστε να νομίση ότι σε έπεισε. Εσύ βεβαίως θα παραμείνης σταθερός στην αλήθεια. Εάν δεν συμπεριφερώμεθα έτσι, θα μας κυβερνά το πονηρόν, όπως συνεχίζει ο κανόνας του Μεγάλου Αντωνίου.
Ας δούμε επίσης τι λέγει ο Μέγας Αθανάσιος για τον Μέγαν Αντώνιο, ο οποίος, παρ’ ότι ήταν γέρων, νήστευε κάθε ημέρα. Αυτός, που ζούσε σκληρή ζωή και καθημερινά πάλευε με τους δαίμονες και έμεινε εξάμηνα ολόκληρα χωρίς να τον βλέπη άνθρωπος, όταν επέστρεφε στους ανθρώπους, ήταν «χαρίεις», γεμάτος χάρι, «και πολιτικός», δηλαδή διπλωμάτης με την καλή έννοια της λέξεως. Δεν λέμε ευθέως την αλήθεια. Δεν την αντέχει ο άλλος. Επιστρέφει, επί παραδείγματι, ο σύζυγος στο σπίτι και η σύζυγος έχει κάνει κάποιο λάθος. Τότε της επιτίθεται ο σύζυγος: «Λάθος έκανες. Αυτή είναι η αλήθεια. Η αλήθεια να λέγεται!» Δεν είναι αυτή η αλήθεια. Δεν είναι αυτό αγάπη. Αυτό είναι εγωισμός. Αυτό σημαίνει ότι δεν αγαπάς την γυναίκα σου που την αγκαλιάζεις κάθε ημέρα, αφού της δίνεις μια στο κεφάλι και στην καρδιά της. Πώς συμβιβάζονται αυτά; Το ίδιο ισχύει και για την γυναίκα με τον άνδρα, για τον Γέροντα με τον υποτακτικό, τον υποτακτικό με τον Γέροντα, τον αδελφό με τον αδελφό. Και συνεχίζει ο Μέγας Αθανάσιος: «Τον δε λόγον είχεν ηρτυμένον τω θείω αλάτι». Όταν μιλούσε ο Μέγας Αντώνιος, ένοιωθες μία χάρι, μία γλυκύτητα, μία ευφροσύνη. Εύρισκε τόσο όμορφες λέξεις, τόσο ωραία νοήματα, τέτοιον ωραίο τρόπο, ώστε αναρωτιόσουν: Σοφός είναι; πώς μιλάει τόσο ωραία; Αν κάποιος έχη επισκεφθή τον π.Παΐσιο, συνήντησε έναν τέτοιον άνθρωπο. Είναι χαριέστατος. Όλα όσα λέγει αξίζει να καταγραφούν. «Δι’ αυτό», συνεχίζει ο Μέγας Αθανάσιος, «κανείς δεν φθονούσε τον Μέγαν Αντώνιο, ούτε τον ζήλευε, αλλά χαίρονταν και έτρεχαν όλοι κοντά του»(15). Να λοιπόν τι σημαίνει ευγένεια.
Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν ότι, για να μπορούμε να είμεθα τέτοιοι άνθρωποι, δεν πρέπει ποτέ να λέμε όχι στον άλλον αλλά μόνον στον εγωισμό μας. Καλώς σου φέρεται ο άλλος; Καλύτερα να φερθής εσύ. Κακώς σου φέρεται ο άλλος; Κάλλιστα να φερθής εσύ, διότι αυτό απαιτεί η άρνησις του εγώ σου. Να νοιώση ο άλλος ότι κάθομαι και τον ακούω με σεβασμό.
Έτσι, αδελφοί μου, η αγάπη γίνεται, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ένας «δεσμός άλυτος». Ό,τι και αν κάνης, δεν μπορεί να λυθή. Δένει όλους εμάς που είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι, αλλά γι’ αυτό είμαστε χρήσιμοι. Κανένας από εμάς δεν είναι όμοιος με τον άλλον. Αυτή η αγάπη διορθώνει τα πάντα. Και συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης που ήταν ερημίτης: «μη πλήξαι αδελφού συνείδησιν έν τινι»(16)• ποτέ μην πληγώσης άνθρωπο, ούτε για καλό ούτε για κακό. Όλα λοιπόν, και η πνευματική πορεία και τα χριστιανικά αθλήματα και η αρετή και η προσευχή, έχουν την αρχή τους στην ευγένεια και την κοινωνικότητα του ανθρώπου.
Ας αναφέρωμε μερικά παραδείγματα από το μοναστήρι, για να δήτε πώς τακτοποιείται εκεί η καθημερινή ζωή των μοναχών, θέλει κάποιος να πάη στο κελλί ενός αδελφού; θα αναλογισθή: Μήπως είναι ώρα προσευχής; Αν είναι ώρα προσευχής, δεν θα πάη, θα τον σεβασθή. Αν καταλάβη ότι εκείνη την ώρα διαβάζει ή κάνει κάτι άλλο, θα κτυπήση την πόρτα και θα πη: «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών». Βάζω τους αγίους μπροστά και μπαίνω μέσα, για να είναι οι άγιοι που θα μας ενώνουν. Είδατε πόσο ωραία συνήθεια είναι αυτή;
Επίσης, ο Μέγας Βασίλειος σε έναν κανόνα του για τους μοναχούς λέγει ότι δεν επιτρέπεται ποτέ να αργολογή κανείς εις βάρος άλλου. Συναντιόμαστε, λόγου χάριν, με κάποιον, χαιρετιόμαστε και ρωτάμε: Τι κάνεις; Τι κάνει ο Κώστας; Και απαντά ο άλλος: Α, τον καημένο τι έπαθε! Έτσι κι έτσι… Αυτά που λες για «τον καημένο» είναι αρετή; Είναι έπαινος; Είναι τιμή για εκείνον; Γιατί αναφέρεις το όνομά του, αφού μάλιστα δεν είναι μπροστά σου; Εάν ήταν, θα φοβόσουν να μιλήσης• τώρα που δεν είναι, γιατί δεν σέβεσαι και δεν φοβάσαι τον άγγελό του που είναι παρών, τον Χριστόν που είναι ανάμεσα μας; Και συνεχίζει ο ίδιος κανόνας ότι κανείς δεν επιτρέπεται να γελάση εις βάρος άλλου. Ας υποθέσωμε ότι κάποιος έκανε κάτι άσχημο. Το βλέπω εγώ, κάνω νόημα να το δουν και οι άλλοι για να γελάσουν. Αν κάνης κάτι τέτοιο, έχεις «αφορισμόν μίαν εβδομάδα», λέγει ο Μέγας Βασίλειος(17). Γιατί; Διότι εγέλασες εις βάρος άλλου. Με τον Χριστόν μπορούμε να γελάμε; Με την εικόνα του Χρίστου πώς μπορούμε να γελάμε;
Λέγει ακόμη ο Μέγας Βασίλειος ότι δεν πρέπει κανείς να διορθώνη τον άλλον ή να διαπληκτίζεται. Μου λες εσύ, σου απαντώ εγώ. Ανταπαντάς εσύ, σου φέρνω εγώ επιχειρήματα. Επιμένεις εσύ και σου λέγω: Έλα πάλι αύριο να διαβάσω και να τα ξαναπούμε. Έτσι ούτε άνθρωποι είμαστε, ούτε σε κανένα άλλο βασίλειο ανήκομε. Χρειάζεται να προσέχωμε πολύ. Δείτε και κάτι σχετικό με αυτό. Πας, παραδείγματος χάριν, σε ένα συγγενικό σπίτι, σε μία εξαδέλφη σου, και αρχίζεις και λες, λες… Νυστάζει η καημένη, κοιτάζει πότε θα φύγης, εσύ αρχίζεις πάλι τον λόγο από την αρχή, εκείνη κάνει τον σταυρό της μήπως φύγης, αλλά εσύ επιμένεις. Γίνεσαι φορτικός άνθρωπος. Ποτέ να μην είσαι «φορτικός», λέγει ο Μέγας Βασίλειος που ήταν τόσο μεγάλος ασκητής. Παρ’ όλο πού είχε γίνει καμπούρης από την άσκησι, ήταν τόσο κοινωνικός άνθρωπος! Και συνεχίζει: Να είσθε «ευπροσήγοροι εν ταις εντεύξεσι»• όταν κουβεντιάζετε, το πρόσωπο σας να γεμίζη θυμηδία, χαμόγελο. «Γλυκύς εν ταις ομιλίαις»• όταν ομιλής, να ρέη γλυκύτητα, να τρέχη μέλι από το στόμα σου. Και ποτέ να μη μιλήσης σκληρά και βαριά• «ουδαμού το τραχύ, καν επιτιμήσαι δέη»(18)• και αν χρειασθή να κάνης στον άλλον παρατήρησι, να τον διορθώσης, επειδή είσαι δάσκαλος, καθηγητής, πνευματικός, πατέρας, μητέρα, ας τον διορθώσης με μεγάλη γλυκύτητα• γιατί άμα πληγωθή, θα κλείση η καρδιά του και θα γίνη χειρότερα.
Ένας άλλος κανόνας για τους μοναχούς, του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, λέγει: «Όταν κατηγορήσης έναν άνθρωπο, όταν καταλαλήσης, τέσσερις μήνες ξηροφαγία»(19). Τι σημαίνει ξηροφαγία; Λίγο ψωμάκι και λίγο νεράκι. Βλέπετε πόσο τιμά τον άνθρωπο; Και άλλος κανόνας λέγει: «Ο κατάλαλος σαράντα ημέρες δεν θα κοινωνήση»(20). Και να σκεφθήτε ότι κοινωνούσαν κάθε ημέρα οι μοναχοί. Όταν εμείς κοινωνάμε τέσσερις φορές τον χρόνο, σημαίνει δέκα χρόνια ακοινωνησία. Και κάτι χειρότερο: η εκδίκησις. Μου έκανες ένα κακό και εγώ το θυμάμαι. Μετά από ένα δύο χρόνια έρχεσαι να μου ζητήσης κάτι και σου λέγω: Θυμάσαι που δεν μου είχες δώσει εκείνο που σου ζήτησα; Για την εκδίκησι ο άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος έλεγε στους μοναχούς του: «Εάν εκδικηθής, τότε αφορισμόν δι’ όλην σου την ζωήν»(21). Αφορισμός σημαίνει να βγάλουν τον μοναχό από την αδελφότητα και να τρώη ξέχωρα• να μην έχη κοινωνία με τους άλλους. Αυτό είναι πολύ βαρύ!
Ο Μέγας Βασίλειος κάνει και μία άλλη παρατήρησι, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Πολλά λέγει γι’ αυτές, αλλά δεν σας τα λέγω, για να μη σας πικράνω. Αναφερόμενος στις μοναχές λέγει: «Η εννεύσασα οφθαλμούς σχήματι πονηρώ προς το λυπήσαι τη πλησίον αφοριζέσθω εβδομάδα μίαν»(22)• οποία κάνει νοήματα με το μάτι, για να λυπήση την άλλη, έχει αφορισμό μία εβδομάδα. Βλέπετε την ευγένεια των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας;
Να πούμε και για τις επισκέψεις που κάνομε στα σπίτια ή μεταξύ μας εμείς οι μοναχοί; Προσέξτε τρία πράγματα που θα σας αναφέρω. Είναι πολύ απλά. Όταν, λέγει ο όσιος Νείλος που ήταν μεγάλος ασκητής και θεολόγος, συναντιέσαι με κάποιον ή όταν πηγαίνης σε ένα σπίτι, «μη αναμένωμεν πρώτοι προσαγορευθήναι»• μην περιμένης να σου πη ο άλλος καλημέρα. Εσύ να πης πρώτος, εσύ να ταπεινωθής• μην περιμένης να ταπεινωθή ο άλλος. «Ημείς πρώτοι αεί προσαγορεύσωμεν είτε φίλον, είτε έχθρόν»(23). Και αν είναι εχθρός, και αν είναι φίλος, εμείς θα συμπεριφερθούμε με τον ίδιο τρόπο.
Ένας άλλος ασκητής, ο αββάς Ησαΐας, λέγει: «Εάν απέλθης επί ξένης εις οίκόν τινος», αν πας στο σπίτι μιας γνωστής σου ή ενός γνωστού σου, «και εξέλθη και εάση σε κατά μόνας», και ο νοικοκύρης βρεθή στην ανάγκη να σε αφήση μόνο σου, μη σηκώσης το πρόσωπό σου και τα μάτια σου και αρχίσης να περιεργάζεσαι τα πάντα. Ούτε να ανοίξης το συρτάρι για να δης τι έχει, «μήτε θυρίδα», ούτε κανένα παράθυρο για να δης μη τυχόν ανοίγη διαφορετικά, «είτε αγγείον, είτε βιβλίον», γιατί μπορεί μέσα στο βιβλίο να έχη ένα γράμμα δικό του. Μπορεί στο αγγείο να έχη κάτι, που δεν θέλει να το δης εσύ. «Είπε δε αυτώ εξερχομένω»• και για να είναι περισσότερο ανυποψίαστος ο νοικοκύρης, όταν φεύγη, πες του: Σε παρακαλώ, έχεις να μου δώσης να κάνω κάτι μέχρι να επιστρέψης(24); Για να νοιώση ότι δεν μένεις μόνος σου, αλλά ότι τον αισθάνεσαι παρόντα.
Ο προηγούμενος άγιος, ο άγιος Νείλος ο ασκητής, λέγει ότι, όταν ευρίσκεσαι με κάποιον, να είσαι τόσο σοβαρός και όμορφος και χαριτωμένος, ώστε να είσαι ιεροπρεπής, να είσαι σεβαστός. Το βάδισμά σου να είναι ανδροπρεπές, έστω και αν είσαι γυναίκα. «Εν τη μεταλήψει το ολιγοδίαιτον»• όταν συναντηθής με κάποιον και σου βάλη να φας, οπωσδήποτε θα σου παράθεση με όλη την καρδιά του τα καλύτερα φαγητά. Μην αρχίσης και τρως λαίμαργα, διότι θα του δημιουργήσης άσχημη εντύπωσι. Μην προσβάλης τον εαυτό σου. Και αν ακόμη πεινάς, να είσαι ολιγοδίαιτος• φάγε λίγο από όλα και αυτό φθάνει. Γιατί λέγει ολιγοδίαιτος; Διότι πρέπει να είσαι μαθημένος να τρως λίγο, για να μπόρεσης να συγκρατηθής. Αν είσαι μαθημένος διαρκώς να τρως, δεν θα μπόρεσης να φας λίγο. «Εν τω καθεύδειν το σύμμετρον»• αν χρειασθή να σε φιλοξενήσουν, μην πέσης εσύ πρώτος να κοιμηθής και οι άλλοι δεν θα ξεύρουν τι να κάνουν μέσα στο σπίτι. Να κοιμηθής λιγώτερο από όσο κοιμάσαι στο σπίτι σου, διότι πρέπει να κάνης παρέα τους ανθρώπους που σε φιλοξενούν, να κουβεντιάσης μαζί τους, να δείξης την αγάπη σου, να δώσης τα δώρα που έφερες και μαζί με αυτά να δείξης «προθυμία και συντονία»(25).
Δηλαδή να τους κάνης να νοιώσουν ότι μπήκε στο σπίτι τους ένας αληθινός άγγελος.
Και ένα τελευταίο, το οποίο αναφέρει ο αββάς Ησαΐας. Παρ’ ότι ήταν ασκητής, οι λόγοι του είναι κοινωνικώτατοι και συγχρόνως πνευματικοί και θεολογικοί. Λέγει λοιπόν ότι, εάν κάποιος, ο αδελφός σου ή η μητέρα σου ή η γυναίκα σου, σου ψήση φαγητό και δεν επιτύχη, «μη ειπής αυτώ, ότι κακώς έψησας»• μην πης ότι δεν είναι όπως το περίμενα• «θάνατος γάρ εστι τη ψυχή σου»• είναι θάνατος για την ψυχή σου. Είναι μεγάλο αμάρτημα να πης ότι το φαγητό δεν είναι καλό, διότι η γυναίκα είναι αδύνατος άνθρωπος• μπορεί να έχη κάποιο πρόβλημα, να έχη κάποια δυσκολία. Μπορεί ο αδελφός, ο μοναχός, να ήταν άρρωστος, κουρασμένος, να σκεπτόταν κάτι και να κάηκε λίγο το φαγητό. Δεν χάλασε ο κόσμος. Έτσι ευλογεί ο Θεός το μοναστήρι, έτσι ευλογεί και τα σπίτια μας• διότι και το σπίτι μας είναι μοναστήρι. Πληγώνεται ο άλλος. Γι’ αυτό λέγει• «ερεύνησον σεαυτόν ει ης συ ακούσας παρ’ άλλου πώς έμελλες θλίβεσθαι, και αναπαύη». Δεν ξεύρεις ότι, αν σου το έλεγαν αυτό εσένα, θα στενοχωριόσουν; Γιατί εσύ στενοχωρείς την γυναίκα σου ή τον αδελφό σου;
Και συνεχίζει ο αββάς Ησαΐας: «Εάν ψάλλητε μετ’ αλλήλων», εάν ψάλλετε, εάν τραγουδάτε, «και εις πλανηθή εις λέξιν», και κάποιος κάνει λάθος, «μη ταχέως είπητε αυτώ και ταράξητε αυτόν»(26), μην του πήτε «σώπα, λάθος έκανες», διότι θα τον ταράξετε και όταν θα θελήση να ψάλη ή να τραγουδήση, θα κάνη συνεχώς λάθη. Έτσι δημιουργούνται τα προβλήματα στις ψυχές των ανθρώπων.
Βεβαίως, αυτά ισχύουν για τους μοναχούς, είναι όμως υπόδειγμα και για την οικογένεια που δημιουργούν οι σύζυγοι. Ας δούμε όμως ειδικώτερα την ζωή μας μέσα στον κόσμο.
Κάποτε που ταξίδευα νύκτα με τραίνο και χάλασε και μας κατέβασε άλλου, συνήντησα έναν ηλικιωμένο ιερέα, με μια ιεροπρεπεστάτη γενειάδα. Με πλησιάζει -ήμουν ακόμη νέος, μόλις είχα χειροτονηθή, ούτε γένεια σχεδόν δεν είχα- και με πολύ σεβασμό με ρωτά: Είσθε ιερεύς; Είσθε αρχιμανδρίτης; Αρχιμανδρίτης, του απαντώ, και έσκυψε να μου φιλήση το χέρι αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίον έμαθα εκ των υστέρων ότι ήτο άγιος. Τότε τον ερωτώ: Εσείς τι είσθε; Είμαι ηγούμενος δεκατεσσάρων παιδιών, επτά εν τη ζωή και επτά ησφαλισμένων εν τω ουρανώ. Τα επτά τα εξησφάλισα και παλεύω να εξασφαλίσω τα άλλα επτά.
Όλοι μας ζούμε την ίδια ζωή, στην αγκαλιά του Ιησού Χριστού. Υπάρχει όμως μια διαφορά ανάμεσα στο μοναστήρι και στον γάμο. Στο μοναστήρι είναι όλα φτιαγμένα εύκολα, ενώ στον γάμο είναι δύσκολα. Χρειάζεται να γυμνάζωμε πολύ καλά τα μπράτσα μας και τις καρδιές μας, για να αντέχωμε στις δυσκολίες της ζωής. Στο μοναστήρι αλλοιώς ζη, αλλοιώς πορεύεται ο άνθρωπος. Να σας πω ένα παράδειγμα.
Έχομε στο Άγιον Όρος έναν ηγούμενο. Χαριτωμένος άνθρωπος, να του φιλάς και τα δύο χέρια. Είναι απλός, όχι πολύ μορφωμένος. Πώς ήλθε στο Άγιον Όρος; Όταν ήταν δεκαέξι ετών, βλέπει την Παναγία να τον επισκέπτεται και να του λέγη: Θα σου δείξω κάτι που δεν το γνωρίζεις. Θα σου δείξω το Άγιον Όρος. Και σε όραμα του έδειξε όλο το Άγιον Όρος. Ύστερα του έβαλε μπροστά του ένα συγκεκριμένο μοναστήρι και του λέγει: Θέλω να πας σε αυτό το μοναστήρι. Πώς λέγεται, Παναγία μου, το μοναστήρι αυτό; Του είπε το όνομα του μοναστηριού, δεν σας το λέγω όμως, γιατί άμα σας το πω, θα καταλάβετε ποιος είναι. Φεύγει από το σπίτι το παιδί -Θεόκλητος, Μαριόκλητος, Παναγιόκλητος, πώς να τον ονομάση κανείς, αφού τον κάλεσε η Παναγία! – και πάει στο μοναστήρι. Βλέπετε, άλλος είναι ο τρόπος με τον οποίον πηγαίνουν οι μοναχοί στα μοναστήρια, άλλα τα σκιρτήματα, άλλες οι αφετηρίες, άλλα τα βιώματα. Τον καταλαβαίνει ο πατέρας του και τρέχει για να τον προλάβη. Το παιδί μπαίνει σε ένα καράβι για να ταξιδέψη. Ο πατέρας το υποψιάσθηκε και μπαίνει και αυτός. Το παιδί έβλεπε τον πατέρα, αλλά ο πατέρας δεν το έβλεπε. Του σκέπαζε τα μάτια ο Θεός. Στο ίδιο καράβι ήταν, περνούσε ο ένας δίπλα στον άλλον, πήγαιναν να φάνε, ο πατέρας δεν έβλεπε το παιδί. Παραπονιόταν σε όλους, φώναζε: Ένα παιδί και μου φεύγει και αυτό, για να πάη στο μοναστήρι. Όμως δεν τον είδε, διότι τον προστάτευε η Παναγία. Εν συνεχεία, φθάνει σε ένα λιμανάκι, σε έναν δεύτερο αρσανά. Θαύμαζε, διότι όλα του ήταν γνωστά. Του τα είχε δείξει όλα η Παναγία. Τελικά έφθασε στο μοναστήρι, που η Παναγία του χάρισε. Επομένως, το μοναστήρι είναι ένας γάμος μυστικός με τον Χριστόν.
Ο γάμος τι είναι; Είπαμε ότι και ο γάμος είναι ένα άλλο μοναστηράκι. Είναι ένα μυστήριο, διότι με τον γάμο γινόμαστε «σάρκα μία»(27). Τι σημαίνει αυτό; Ότι, όπως εμένα μου δίνει ο Θεός χάρισμα να γίνω μοναχός στο συγκεκριμένο μοναστήρι και να επιτύχω σε αυτό, έτσι δίνει χάρισμα και στον έγγαμο άνθρωπο. Οι δύο γίνονται ένας άνθρωπος ενώπιον του Θεού. Τους αναλαμβάνει ο ίδιος ο Χριστός και τους φορτώνεται στην δική του σάρκα.
Ο απόστολος Πέτρος, αναφερόμενος στο μυστήριο του γάμου και απευθυνόμενος στις γυναίκες, λέγει ότι ο στολισμός της γυναίκας συνίσταται «εν τω αφθάρτω του πραέος και ησυχίου πνεύματος, ο εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές»(28) Η γυναίκα πρέπει να δείχνη στον άνδρα της πραότητα και ηρεμία. Να μην καυγαδίζη με τον άνδρα, να μην επιτίθεται, να μην εκνευρίζεται, να μη στενοχωριέται. Να είναι πράος άνθρωπος. Γιατί το λέγει αυτό στις γυναίκες, ενώ δεν λέγει στον άνδρα να είσαι πράος, να είσαι ήρεμος; Διότι οι άνδρες είναι διαφορετικοί, έχουν άλλη καρδιά, άλλον ψυχισμό. Αυτοί μπορούν εύκολα να εξάπτωνται, έχουν εγωισμό. Άμα του πη κάτι η γυναίκα, το κρατάει μέσα του και αρχίζει να την υποψιάζεται. Συμβουλεύει λοιπόν την γυναίκα: Να είσαι ήρεμη, να έχης πραότητα, να κάνης ό,τι σου λέγει ο άνδρας σου. Και αν σε κτυπήση, χαμογέλασέ του, φίλησέ τον και θα τον κάνης αρνάκι. Εάν δείξης σταθερότητα, τότε έχεις ένα πολυτιμότατο απόκτημα, έχεις ένα σπουδαίο πλεονέκτημα ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, διότι η συζυγία σας θα είναι καθημερινή αγάπη.
Εν συνεχεία λέγει στους άνδρες: «Οι άνδρες συνοικούντες κατά γνώσιν». Εσύ δηλαδή που απέκτησες γυναίκα και ζης μαζί της, να ζης «κατά γνώσιν». Να ξεύρης τι ζητάει η καρδιά της γυναίκας, να ξεύρης την ιστορία της που σου διηγήθηκε από την πρώτη ημέρα που σε γνώρισε, να μην ξεχάσης τίποτε από όσα σου είπε. Ακόμη, να ξεύρης την ψυχολογία της, διότι ο άνδρας και η γυναίκα δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλα θέλω εγώ, άλλα θέλει εκείνη. Αλλού τρέχω εγώ, αλλού τρέχει εκείνη. Αλλοιώς μας έπλασε ο Θεός. Άρσεν και θήλυ έπλασε, για να συνδέωνται, να συνενούνται τα διαφορετικά και να προκύπτη μία τελειότητα. Επίσης, να δείχνης ότι αγαπάς την γυναίκα σου, ότι την θυμάσαι, ότι προσέχεις κάθε ανάγκη της. Πώς όμως; Όχι με υπερηφάνεια αλλά «ως ασθενεστέρω σκεύει τω γυναικείω απονέμοντες τιμήν»(29). Στην γυναίκα λέγει να έχη πραότητα προς τον άνδρα. Στον άνδρα λέγει να τιμά την γυναίκα του. Όταν δεν τιμάς την γυναίκα σου, μπορεί να σπάση σαν ένα ποτηράκι, χωρίς μάλιστα να το καταλάβης. Εσύ θα θέλης κάτι, θα επιμένης, θα φωνάζης, θα υβρίζης, θα παρεξηγήσαι, «μα δεν μου το έκανες αυτό, μα δεν μου το έδωσες», αλλά δεν κατάλαβες ότι έσπασε η καρδιά της γυναίκας σου. Και άμα σπάση, έστω και αν ραγίση, δύσκολα αποκαθίσταται. Τι ωραία που τα λέγει ο Απόστολος! Πού τα ήξευραν αυτά οι ευλογημένοι άγιοι; Μα, από την αγιότητα πηγάζουν και απορρέουν αυτά.
Θέλει λοιπόν τιμή η γυναίκα, διότι είναι λεπτή και ευαίσθητη. Πρέπει εσύ, άνδρα, να το κάνης αυτό, διότι «είσθε συγκληρονόμοι χάριτος ζωής», διότι πήρατε ένα χάρισμα και οι δυο μαζί. Το λαχείο που σας έδωσε ο Θεός, δεν είναι μόνον για σένα ή μόνον για εκείνην, είναι και για τους δυο σας. Είσθε συγκληρονόμοι, θα κληρονομήσετε μαζί την αιώνια ζωή. Και όλα αυτά τα λέγει, «εις το μη εγκόπτεσθαι τας προσευχάς υμών»(30). Εάν δηλαδή εσύ, γυναίκα, δεν είσαι πράος άνθρωπος και αν εσύ, άνδρα, δεν σέβεσαι την γυναίκα σου, δεν την τιμάς, δεν θα μπορέσετε ποτέ να κάνετε προσευχή. Διότι η μία σαρξ -«εις σάρκα μίαν έσονται»- γίνεται πολλές σάρκες. Γίνεται μία καταπληγωμένη σάρκα. Και επομένως, έχομε συνεχώς συγκρούσεις, προβλήματα, παράπονα. Έχω παράπονα εγώ από εσένα, εσύ από εμένα. Εγώ θα πάω στον φίλο μου να παραπονεθώ για την γυναίκα μου και συ θα πας στην φίλη σου να παραπονεθής για τον άνδρα σου. Έτσι, επειδή δεν θα έχωμε ηρεμία, χαρά και ειρήνη, δεν θα μπορούμε να προσευχηθούμε και η ζωή μας θα είναι γεμάτη μιζέρια. Αν θέλωμε να φθάσωμε στον Θεόν, λέγει, πρέπει να σκεπτώμεθα κοινωνικά. Βλέπετε ότι το μοναστήρι είναι και μέσα στον κόσμο;
Η μοναχική ζωή είναι υπόδειγμα ανθρωπίνης κοινωνίας. Ούτε η δημοκρατία μπορεί να έχη την τελειότητα αυτή, ούτε η βασιλεία ούτε ο σοσιαλισμός. Κανένα σύστημα δεν επιτυγχάνει την τελειότητα της μοναχικής πολιτείας. Διότι είναι πραγματικά μία κοινωνία αγγελική, θα έλεγα πατερική, δηλαδή όπως ζούσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά και η έγγαμος κοινωνία μας, οι σχέσεις μας στον κόσμο είναι μυστηριακές.
Εάν δεν ζούμε ειρηνικά αλλά με έριδες, «ουχί σαρκικοί εστε;» λέγει ο απόστολος Παύλος(31). Όταν φιλονεικήτε, όταν πληγώνεσθε, δεν είσθε σαρκικοί άνθρωποι; Πόσο βαρύς είναι αυτός ο λόγος του αποστόλου Παύλου!
Για να γίνη λοιπόν κανείς μοναχός, πρέπει να είναι κοινωνικός, χαριτωμένος, να ανέχεται ό,τι κάνουν οι άλλοι, να τιμά τους άλλους, να έχη την προαίρεσι του άλλου, δηλαδή να μην αρνήται την γνώμη των άλλων, έστω και αν έχη εκείνος την ορθή γνώμη. Όμως πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε κοινωνικοί και χαριτωμένοι στον κόσμο, όπου οι άλλοι βιάζονται, κουράζονται, τρώει ο ένας τον άλλον.
Εάν ζούμε σύμφωνα με όσα μας λέγουν οι άγιοι, τότε, θέλομε δεν θέλομε, η καρδιά μας θα γεμίση από ουράνια προσευχή. Επίσης, θα μπορούμε να λέμε για το σπίτι μας, «ο Χριστός εν τω μέσω ημών», ο Χριστός είναι ανάμεσά μας, όπως λέγουν οι ιερείς. Δεν θα το πούμε αυτό, όταν κάνωμε μεγάλες προσευχές, μεγάλες νηστείες, πάμε στην εκκλησία, στα προσκυνήματα, κάνωμε κατηχητικά. Όλα αυτά είναι καλά, αλλά θεμέλιο αυτών είναι όσα μας λέγουν εδώ οι άγιοι. Τελειώνοντας θα σας διαβάσω δυο γραμμές από έναν λόγο του Μεγάλου Βασιλείου: «Προπηδάτω ο της παρακλήσεως λόγος των λοιπών σου ρημάτων, κυρών σου την του πλησίον αγάπην»(32). Εσύ που είσαι στο μοναστήρι, όταν πλησίασης τον αδελφό σου, εσύ που είσαι σύζυγος, όταν πλησίασης τον ή την σύζυγό σου, εσύ που είσαι πατέρας, μητέρα, όταν πλησίασης το παιδί σου, «προπηδάτω ο της παρακλήσεως λόγος». Ό,τι θα του πης, ό,τι σκέπτεσαι να του πης, πες το, αφού πρώτα του πης δυο κουβέντες που θα του δώσουν χαρά, παρηγοριά, μια ανάσα. Να τον κάνης να πη, ανακουφίσθηκα, χάρηκα! Να κάνετε τους άλλους να σας καμαρώνουν, να σας αγαπούν, να χοροπηδούν από την χαρά τους, όταν σας συναντούν. Διότι όλοι οι άνθρωποι στην ζωή τους, στο σπίτι τους, στο σώμα τους και στην ψυχή τους έχουν πόνο, αρρώστιες, δυσκολίες, βάσανα, και ο καθένας κρύβει τον πόνο μέσα στο πουγγί του το κρυφό, μέσα στην καρδιά του, στο σπίτι του, για να μην τον ξεύρουν οι άλλοι. Έτσι εγώ δεν ξεύρω τι πόνο έχεις εσύ και εσύ δεν ξεύρεις τι πόνο έχω εγώ. Μπορεί να γελώ, να φωνάζω, να παίζω, αλλά κατά βάθος πονώ και γελώ και φωνάζω, για να σκεπάσω την λύπη μου. Γι’ αυτό δώσε στον άλλον πρώτα ένα χαμόγελο.
Και συνεχίζει: «Τιθέσθω… εν φαιδρώ τω προσώπω, ίνα δως ευφροσύνην τω σοι διαλεγομένω». Αφού κάνης τον άλλον να χαμογελάση, το πρόσωπό σου ας μη σταματήση να είναι χαμογελαστό• αυτό σημαίνει «εν φαιδρώ τω προσώπω». Ήλιος ολόλαμπρος να είναι το πρόσωπό σου, ώστε και κατά την συζήτησι που θα κάνης να συνεχίζη να νοιώθη την ίδια ευφροσύνη. «Εν παντί κατορθώματι του πλησίον σου ευφραίνου»• για όποιο κατόρθωμα και χάρισμα έχει ο πλησίον, να χαίρεσαι μαζί του. «Σα γάρ εισι τα εκείνου κατορθώματα, ως και τα σα εκείνου». Να γίνεσθε ο ένας συμμέτοχος του άλλου.
Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η συνάντησις των μοναχών και των εγγάμων, των αγίων και των αμαρτωλών, μέσα σε αυτόν τον κοινωνικό στίβο, ώστε να μας δίνη το δικαίωμα και την δυνατότητα να κάνωμε προσευχή. Και όταν κάνωμε προσευχή, λέγοντας την ευχή, βάζομε όλους τους ανθρώπους μέσα στο «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τον άνδρα μου πρώτα, τον αδελφό μου, το παιδί μου και όλον τον κόσμο. Βλέποντας ο Θεός αυτήν την αγάπησι, αυτόν τον παράδεισο στην καρδιά μου, η καρδιά μου να τους έχη χωρέσει όλους, τότε ο Θεός είναι αδύνατον να μη χωρέση στον παράδεισο και εμένα και εσάς.
Σημειώσεις
*. Ομιλία στην Λάρνακα Κύπρου, 23 ‘Οκτωβρίου 1988.
1. Συναξάριον 23ης Οκτωβρίου • ΣΑΒΒΑ ΑΓΌΥΡΙΔΗ, Ιάκωβος Αδελφόθεος, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 624-626.
2. Γέν. 3,4.
3. Πράξ. 15• Γαλ. 2, 11-21• βλ. σχετικώς και ΣΑΒΒΑ ΑΓΟΥΡΙΔΗ, «Ιερουσαλήμ», η Αποστολική Σύνοδος, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 827-829.
4. Υπόμνημα εις τον άγιον Ιάκωβον Απόστολον και Αδελφόθεον, PG 115, 201ΑΒ• ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Ερμηνεία εις τας επτά καθολικάς αποστολάς», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 33.
5. Α ‘ Κορ. 12, 26-27.
6. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «Εις την Γένεσιν ομιλία» 33, 3, PG53, 309.
7. Ματθ. 20, 28.
8. Βλ. Εφ. 5, 25.
9. Α’ Ιω. 4, 19.
10. Εφ. 4, 2.
11. Εφ. 4,32.
12. Φιλιππ. 2,4.
13. «Αποφθέγματα Γερόντων, αββά Απολλώ 3, PG 65, 136Β.
14. Βλ. Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Το κείμενον των κανόνων 62• ΔΗΜ. Α. ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, «Οι μοναχικοί θεσμοί εν τη, Αποστολική Ορθοδόξω Εκκλησία», Εν Λειψία 1907, σελ. 41.
15. Βλ. Μ. ΑθΑΝΑΣΙΟΥ, «Βίος και Πολιτεία του οσίου Αντωνίου 73», PG 26, 945Α.
16. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, «Κλίμαξ 4, Περί της μακαρίας και αειμνήστου υπακοής», PG 88, 685Α.
17. Επιτίμια 5», PG 3 1, 1305D.
18. «Επιστολή 2, 5», PG 32, 229C-232A.
19. Βλ. «Περί εξαγορεύσεως και των ταύτης διαλύσεων κανόνες 3», PG 99, 1724Α.
20. Βλ. «Τα καθημερινά επιτίμια των μοναχών 44», PG 99, 1753Β.
21. Βλ. «Συγγράμματα, Τυπική Διαθήκη, από των επιτόμων του Μεγάλου Βασιλείου κανόνων εκλογή 9», τ. 2, (εκδ.) Ι. Ε. Στεφανής, εκδ. Ι. Μ. Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1998, σελ. 65, στιχ. 15-16.
22. «Έπιτίμια εις τας Κανονικάς 16», PG 31, 1316C.
23. «Επιστολή 2, 312, PG 79, 353Α.
24. Λόγος 3, 4, σσ. 45-46.
25. Επιστολή 4, 41, PG79, 569C.
26. Λόγος 5, σελ. 61
27. Εφ. 5,31.
28. Α ‘ Πέτρ. 3, 4.
29. Α’ Πετρ. 3, 7.
30. Α’ Πέτρ. 3,7.
31. Α’ Κορ. 3,4.
32. Λόγος ασκητικός 8, PG 31, 644Β.