Κάθε αγώνας πνευματικός έχει ανάγκη της παρουσίας της Θείας Χάριτος, διότι δεν είναι ένας αγώνας ανθρώπινος. Ο αγώνας των αγίων νηστειών δεν είναι μια σωματική δίαιτα, την οποία κάνουμε για να αδυνατίσουμε. Η αγία Τεσσαρακοστή έχει ένα άλλο νόημα, το νόημα της ελεύσεως της Χάριτος στην καρδιά του ανθρώπου, της αποφυγής της αμαρτίας, το να σκοτώσει ο άνθρωπος την αμαρτία και τα πάθη τα οποία σκοτώνουν την ψυχή του και να βρει τον φωτισμό του Θεού και να οδηγηθεί έτσι στη Βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν, μαζί με τους σωματικούς αγώνες, μαζί με τον κόπο της νηστείας χρειάζεται να έχει την ενίσχυση και την παρουσία του Θεού.
Λαμβάνουμε έτσι μεταξύ μας συγχώρηση, ώστε διά της συγχωρήσεως και διά της μετάνοιας το Πνεύμα το Άγιο του Θεού να έρθει στις καρδιές μας, να μείνει μαζί μας και να ανοίξει τα μάτια μας οδηγώντας μας σε επίγνωση της αμαρτωλότητάς μας και να στραφούμε εις τον Θεό, να ζητήσουμε την άφεση των δικών μας αμαρτιών. Εάν όλος αυτός ο αγώνας δεν καταλήξει στην εκζήτηση της αφέσεως των αμαρτιών, εάν δεν καταλήξει εις την ευλογημένη κατάσταση της μετανοίας, τότε δυστυχώς ο αγώνας μας παρέμεινε άκαρπος, αφού αυτό το οποίο καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου, εκείνο το οποίο πραγματικά μας καλλιεργεί, είναι η μετάνοια.

Αυτός είναι ο αγώνας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής: αγώνας μετανοίας. Η νηστεία, οι αγρυπνίες, οι πολλές ακολουθίες, οι γονυκλισίες, οι ορθοστασίες, οι αναγνώσεις, όλα όσα επιτελούμε κατά αυτήν την περίοδο, σκοπό έχουν να κατανύξουν την καρδιά μας. Γι ‘αυτό ας αγωνιζόμαστε σε αυτό το στάδιο με πολλή προθυμία, όχι με δειλία. Αυτός που φοβάται δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα, γιατί ο δειλός δεν έχει μέρος στη Βασιλεία του Θεού, αυτός που φοβάται νομίζει ότι εξαρτάται η πορεία του μέσα από τις δικές του δυνάμεις, ξεχνά τη δύναμη του Θεού, ξεχνά αυτό που ο Απόστολος Παύλος λέγει: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Με αυτό το πνεύμα πρέπει να αγωνιζόμαστε τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, «ως λέοντες πυρ πνέοντες», όπως αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Σαν λιοντάρια τα οποία αποπνέουν φλόγα και καπνό, γεμάτα δύναμη και ορμή, με αυτήν τη δύναμη να αγωνιζόμαστε στο ευλογημένο στάδιο των αγίων νηστειών. Να μη φοβηθούμε, να μη δειλιάσουμε, να μην έχουμε σκέψεις ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Ο Θεός είναι μαζί μας και δεν θα μας αφήσει. Ο Θεός θα μας ενδυναμώσει. Δώσε στον Θεό την πρόθεσή σου και θα λάβεις από Αυτόν τη δύναμη, να επιτελέσεις το έργο της σωτηρίας σου. Και δεν είναι μόνο έργο νηστείας. Αν δεν τα καταφέρουμε να νηστέψουμε όπως η Εκκλησία μας ορίζει, αλλά κάνουμε, κατόπιν ευλογίας του πνευματικού μας πατέρα, οικονομία για τη σωματική ασθένεια και αδυναμία, αυτό δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Ποιος είναι αυτός που μας εμποδίζει να ταπεινωθούμε και να μετανοήσουμε; Δεν χρειάζονται σωματικές δυνάμεις, δεν χρειάζεται να είσαι νέος, γερός, δυνατός και ακμαίος για να έχεις ταπεινό φρόνημα, για να μην κατακρίνεις, για να μην αμαρτάνεις, για να έχεις την καρδιά σου συντετριμμένη και μέσα στη χάρη της ταπεινώσεως. Οι πάντες, νέοι και γέροι, ασθενείς και υγιείς, δυνατοί και αδύνατοι, μπορούμε αυτήν τη χάρη της μετανοίας, που γεννάται μέσα από την ταπείνωση, να την έχουμε μέσα στην καρδιά μας και αυτό είναι το ζητούμενο.

Αυτό είναι που θέλει ο Θεός από εμάς, τη δική μας καρδιά. Θα το καταφέρουμε αυτό αν ελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά των παθών, της αμαρτίας. Η νηστεία είναι το πρώτο σκαλοπάτι που μας οδηγεί σε αυτήν την ανδρεία κατάσταση, σε αυτήν τη γενναιότητα, που κόβει τα δεσμά της αμαρτίας και στη συνέχεια να προχωρούμε με περισσότερη ζέση και με περισσότερο θάρρος στον αγώνα τον πνευματικό. Να αποβάλουμε την κακία, την πονηρία και όλα όσα αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού και προπάντων, ας εγκολπωθούμε την αγία ταπείνωση. Ο ταπεινός άνθρωπος μπορεί να μετανοήσει, μπορεί να προσευχηθεί, να αποκτήσει υγεία ψυχής και σώματος, ενώ ο υπερήφανος δεν μπορεί να μετανοήσει. Ο υπερήφανος δεν μπορεί να καταλάβει την πραγματικότητά του, αλλά αισθάνεται ότι δεν έχει ανάγκη από τον Θεό και από κανένα. Δεν αισθάνεται ποτέ ένοχος, δεν αισθάνεται ποτέ πταίστης ή ότι έχει ανάγκη να ζητήσει από τον αδελφό του συγγνώμη. Πιστεύει ότι πάντοτε έχει δίκαιο και ότι πάντοτε ευρίσκεται μέσα στη δικαίωση του εαυτού του. Αλλά δυστυχώς, πάντοτε βρίσκεται μέσα στο σκότος της απουσίας του Θεού. Γιατί ο Θεός κατοικεί σε καρδιές αμαρτωλές αλλά ταυτόχρονα ταπεινές, που μετανοούν. Σε υπερήφανο άνθρωπο όμως ο Θεός ουδέποτε κατοικεί και ουδέποτε του δίνει χάρη. Σε αυτούς τους υπερήφανους ανθρώπους ο Θεός αντιτάσσεται. Είναι αντίπαλος στην υπερηφάνεια και στον εγωισμό. Έτσι, αυτήν την ευλογημένη περίοδο, ας λάβουμε την απόφαση, μαζί με τη σωματική άσκηση των αγίων νηστειών, να αγωνιστούμε περισσότερο στη μετάνοια.

Να βρούμε αυτήν την ευλογημένη και χαριτωμένη κατάσταση της μετανοίας, να κλάψουμε μπροστά στον Θεό. Να είμαστε τότε βέβαιοι ότι ο Θεός θα έρθει στην καρδιά μας, να μας παρηγορήσει και να μας πληροφορήσει για τη δική Του αγάπη και για τη δική μας σωτηρία. Μέσα στην Εκκλησία δεν ζούμε με ψέματα και ουτοπίες, δεν ζούμε με φαντασίες και ηθικιστικές ευσέβειες. Μέσα στην Εκκλησία ζούμε την εμπειρία του Θεού. Ο Θεός είναι παρών και ο άνθρωπος καλείται να ζήσει τον Θεό ως τη μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής του. Απόδειξη είναι όλοι αυτοί οι άγιοι, οι οποίοι βίωσαν την παρουσία του Θεού. Έτσι θα είμαστε πραγματικά τέκνα του Θεού, τέκνα της Εκκλησίας, θα είμαστε πραγματικά χριστιανοί, όπου το Ευαγγέλιο δούλεψε μέσα μας, όπου το Ευαγγέλιο έδωσε καρπούς και μεταμόρφωσε την ύπαρξή μας και την έκανε πραγματικά ναό του Αγίου Πνεύματος και σκεύος εκλογής του Θεού. Αυτή η Χάρη της μετανοίας να μας συνοδεύει πάντοτε, ιδιαίτερα σε αυτήν την ευλογημένη περίοδο της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Λαμβάνοντες συγχώρηση ο εις εκ του άλλου και εξ αλλήλων να παρακαλέσουμε τον Θεό με τη Χάρη και δύναμη του Τιμίου Σταυρού, να μας ευλογήσει, να μας σκεπάσει, να μας ενδυναμώσει έτσι ώστε με χαρά, προθυμία και ανδρεία πολλή, να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε σαν αθλητές εις τον στίβο των αγίων νηστειών και να απολαύσουμε τη γλυκύτητα της παρουσίας του Θεού στην καρδιά μας.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε πάντοτε ως πρώτο έργο τη λατρεία του Θεού. Λατρεία σημαίνει προσωπική σχέση, προσωπική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Γι’ αυτό τον λόγο έχουμε τις ακολουθίες, τις αγρυπνίες, την προσευχή, τις γονυκλισίες, τη νοερά προσευχή, το κομποσχοίνι. Η διδασκαλία και το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι τα εργαλεία και το μέσο που μας οδηγούν στον Ίδιο τον Χριστό. Η Εκκλησία ομιλεί περί ενός προσώπου, περί του Χριστού και όχι περί των ιδανικών. Όταν καταλάβουμε ότι Αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι το κέντρο της Εκκλησίας, το κέντρο της αγάπης και της υπάρξεώς μας, τότε θα καταλάβουμε πάρα πολλά πράγματα μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία επιτελεί ένα γάμο μεταξύ του ανθρώπου με τον Χριστό. Ακριβώς οι ύμνοι, τα αναγνώσματα και όλο αυτό το ήθος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Μεγάλης Εβδομάδας χτυπούν την καρδιά του ανθρώπου, για να την κάνουν να σπάσει από τη σκληρότητά της και από την αναισθησία της και να κινηθεί προς αυτήν την αναζήτηση της αγάπης του Χριστού.


Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας: Ν.Κ.
Πηγή: περιοδικό Καθ’ οδόν, τεύχ. 30, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, σ. 2-3