(Ομιλία που εκφωνήθηκε στο φιλανθρωπικό τσάι του Χ.Σ.Γ Παναγίας Ελεούσης Λιοπετρίου, 8/2/2015)
Πολύ συχνά στη ζωή της Εκκλησίας μας μιλάμε για αγιότητα, για αγίους, για αγιολόγιο κ.λ.π. Μιλούμε για την αγιότητα ενός χώρου, π.χ. ενός ναού ή για την αγιότητα ενός ανθρώπου, λέμε π.χ. ο τάδε είναι άγιος άνθρωπος για να δηλώσουμε έτσι την αρετή του, την καλοσύνη του, την αθωότητά του. Τι σημαίνει όμως πραγματικά η λέξη άγιος; Και τι είναι η αγιότητα μέσα στην Εκκλησία;
Η λέξη άγιος σε απόλυτη έννοια αναφέρεται μόνον στον Θεό. Έτσι στον προφήτη Ησαΐα διαβάζουμε ότι στο όραμά του είδε τους αγγέλους να ψάλλουν στον Θεό την εξής υμνωδία: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Ο ύμνος αυτός που έχει περάσει και μέσα στην υμνολογία της Εκκλησίας με την επανάληψη της λέξης άγιος τρεις φορές δηλώνει την Τριαδικότητα του Θεού, που παραμένει πάντοτε ο μόνος «Άγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος», όπως λέμε στην ευχή του τρισαγίου ύμνου στη θεία λειτουργία. Όταν πάλιν εμείς οι κληρικοί τελειώνουμε την Αγία Προσκομιδή, όταν προετοιμάζουμε τα τίμια δώρα για τη θεία λειτουργία και τελούμε την απόλυση της ακολουθίας της Προσκομιδής, προσκυνούμε σταυρωειδώς το άγιο δισκάριο και το άγιο ποτήριο λέγονατας: «άγιος ο Θεός, ο Πατήρ ο άναρχος, άγιος Ισχυρός, ο Υιός ο συνάναρχος, άγιος Αθάνατος, το Πανάγιον Πνεύμα, Τριάς Αγία, δόξα Σοι». Ο Τριαδικός Θεός λοιπόν είναι η απόλυτη έννοια αλλά και η πηγή της αγιότητας. Η όποια άλλη χρήση του όρου άγιος γίνεται πάντοτε σε σχέση με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι κάνουμε λόγο για το άγιο θέλημα του Θεού, για τον Άγιο Νόμο του (Ρωμ.7,12), για την Αγία Γραφή (Ρωμ.1,2) κ.λ.π.
Στην Καινή Διαθήκη η έκφραση της αγιότητας του Θεού στον κόσμο είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος καλεί τους μαθητές του και όλους εμάς με την εξής εντολή: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πετρ.1,16). Έτσι λοιπόν η αγιότητα γίνεται ο σκοπός της ύπαρξης και της ζωής των πιστών ανθρώπων. Γι΄ αυτό το λόγο από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, οι πιστοί ονομάζονται άγιοι. Διαβάζουμε σχετικά στις Πράξεις των Αποστόλων: «εγένετο δε Πέτρον διερχόμενον δια πάντων κατελθείν και προς τους Αγίους τούς κατοικούντας Λύδδαν» (Πραξ.9,13). Επομένως άγιοι είναι οι πιστοί που αγωνίζονται να μιμηθούν τη ζωή του Ιησού Χριστού. Η ζωή ολόκληρη των αγίων μας ήταν και είναι μια διαρκής μίμηση του Ιησού Χριστού. Λέγει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος «άγιοι είναι όλοι όσοι έχουν ορθή πίστη και ζωή». Άγιος λοιπόν θεωρείται και ο κάθε χριστιανός που πιστεύει την πίστη της Εκκλησίας μας και αγωνίζεται να τη ζήσει στη ζωή του.
Η αγιότητα όμως του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα πνευματικά κατορθώματα και τους αγώνες του, αλλά από την χάρη του Θεού. Ο Θεός είναι εκείνος που δίδει σαν δώρο την αγιότητα στους ανθρώπους. Εκείνο που ο άνθρωπος καταβάλλει είναι την προαίρεσή του, την ελεύθερη βούλησή του, την επιθυμία του δηλαδή να δεχτεί τον αγιασμό και την θέωση, την ένωσή του με τον Θεό. Λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού η προσπάθειά μας μπορεί να αποδειχθεί σκύβαλο χωρίς καμιά αξία». Κατά συνέπεια στον όρο αγιότητα δεν μπορεί να χωρέσει ο εγωισμός. Η μαρτυρία της αγιότητας ενός προσώπου είναι η ταπείνωσή του μπροστά στο θέλημα του Θεού. Ας θυμηθούμε εν προκειμένω τον ιερό Χρυσόστομο που μέσα στις κακουχίες της εξορίας του δόξαζε τον Θεό λέγοντας: «Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν».
Ποτέ και κανένας άγιος δεν μίλησε και δεν μιλά για την αρετή και την αγιότητά του, αλλά μάλλον κρύβεται για να αποφύγει τις τιμές των ανθρώπων, που πολύ εύκολα μπορεί να τον παρασύρουν στον εγωισμό και έτσι να χάσει την αγιότητα που ο Θεός του δώρισε. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η παρακαταθήκη και των δύο σύγχρονων αγίων Πορφυρίου και Παϊσίου, οι οποίοι άφησαν εντολή ο μεν άγιος Πορφύριος να μην εμφανισθούν ποτέ τα λείψανά του, ο δε άγιος Παΐσιος να μην γίνει ποτέ ανακομιδή των λειψάνων του. Και μόνον η εντολή τους αυτή μαρτυρεί το ύψος της αγιότητάς τους, καθώς και μετά θάνατον δεν επιθύμησαν να έχουν τις τιμές και δόξες των ανθρώπων, καθώς ήδη απολαμβάνουν την δόξα του ουρανού.
Η προβολή και η αποκάλυψη της αγιότητας ενός αγίου γίνεται από τον ίδιο τον Θεό. Ο Θεός δίνει τα «σημεία», τις αποδείξεις δηλαδή για την αγιότητα κάποιου, και ο Θεός μπορεί να αποκαλύψει κάποιον άγνωστο σε μας άγιο για να εξυπηρετήσει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Σε εμάς εδώ στην Κύπρο είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του αποστόλου Βαρνάβα, που αφού μαρτύρησε και ενταφιάστηκε ξεχάστηκε από τους ανθρώπους. Δεν γνώριζε κανείς πλέον που είναι ο τάφος του. Ήρθε όμως η ώρα που ο Θεός θέλησε να αποκαλύψει τον άγιό του, για να λυθεί το πρόβλημα που αντιμετώπιζε τότε η Εκκλησία της Κύπρου και να κατοχυρωθεί το αυτοκέφαλό της. Έτσι όπως όλοι γνωρίζουμε μετά από όραμα ο αρχιεπίσκοπος Ανθέμιος βρίσκει τον τάφο του αποστόλου και από τότε αρχίζει η τιμή του μέσα στην Εκκλησία.
Ο Θεός όμως αποκαλύπτει τους αγίους του και με άλλους τρόπους, όπως είναι τα θαύματα, τα χαρίσματα, η ευωδία των λειψάνων τους, η μυροβλυσία, η αφθαρσία των λειψάνων κ.α. Αυτόπτες μάρτυρες κατά την εκταφή των λειψάνων του αγίου Νικηφόρου του λεπρού που εκοιμήθη οσιακά στις 4 Ιανουαρίου 1964, αναφέρουν ότι η ευωδία κατά την αποκάλυψη των λειψάνων του ήταν πέρα από αισθητή και δημιουργούσε μια ηρεμία και γαλήνη στην όλη ατμόσφαιρα. Παρομοίως και στην περίπτωση της αγίας Σοφίας της Κλεισούρας, η οποία κοιμήθηκε οσιακά στις 6 Μαΐου 1974. Τα λείψανά της ευωδίαζαν κατά την πρώτη ανακομιδή τους στις 7 Ιουλίου 1981. Τότε αποφασίστηκε να ενταφιαστούν ξανά και ο Θεός με την πάροδο του χρόνου να δώσει σημείο για την αγιότητά της. Στις 27 Μαΐου 1998 και μετά από μαρτυρίες θαυμάτων γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της που και πάλιν ευωδίαζαν. Υπήρχε πλέον η βεβαιότητα για την αγιότητά της, γι΄ αυτό προχώρησε η διαδικασία της αγιοκατάταξής της την 1η Ιουλίου 2012.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μιλάμε ποτέ για «αγιοποίηση» ενός ανθρώπου που παρουσιάζει δείγματα αγιότητας. Ο όρος «αγιοποίηση» δηλώνει την κατασκευή, τη δημιουργία ενός αγίου από τους ανθρώπους. Η Εκκλησία δεν κατασκευάζει αγίους, ούτε προβιβάζει ή ανεβάζει πρόσωπα σε ύψος αγιότητας. Η Εκκλησία απλά αναγνωρίζει τους αγίους της, τους εγγράφει στο εορτολόγιό της, συνθέτει ακολουθίες, αγιογραφεί τα τίμια πρόσωπά τους, προσκυνεί τα σεπτά λείψανά τους και αποδίδει τις δέουσες τιμές σε αυτούς. Η Εκκλησία με την αναγνώριση ενός αγίου σε τελική ανάλυση ζητά τις πρεσβείες του και την μεσιτεία του ενώπιον του Θεού για την σωτηρία του ποιμνίου της.
Στην αρχαία Εκκλησία δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη πράξη ένταξης ενός αγίου στο εορτολόγιο. Απλά όσοι μαρτυρούσαν με το αίμα τους για την πίστη του Χριστού ή όσοι ομολογούσαν τον Χριστό και υφίσταντο διώξεις και κακουχίες, τιμώνταν από τους Χριστιανούς. Για όσους μάλιστα δεν είχαν ακόμα βαπτιστεί στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, αλλά παραδέχονταν την πίστη τους στον Χριστό και μαρτυρούσαν γι΄ αυτόν, το μαρτύριό τους θεωρούνταν «βάπτισμα του αίματος» και τιμώνταν και αυτοί ως άγιοι από τους Χριστιανούς. Επίσης κοντά στο μαρτύριο και την ομολογία προστέθηκε και η μεγάλη προσφορά προς την Εκκλησία, γι΄ αυτό έχουμε την αναγνώριση του Μ. Κωνσταντίνου ως αγίου, καθώς με δική του εντολή σταμάτησαν οι διωγμοί κατά των Χριστιανών.
Αρχικά η τιμή των αγίων περιοριζόταν σε τοπικό επίπεδο, στον τόπο δηλαδή καταγωγής ενός αγίου ή στον τόπο όπου μαρτύρησε ή διακόνησε. Στη συνέχεια οι άγιοι λάμβαναν γενικότερο χαρακτήρα και η τιμή τους αφορούσε όλη την Εκκλησία. Αργότερα η αναγνώριση των αγίων γινόταν με επίσημες πράξεις από Συνόδους, ώστε η γνώση για την τιμή ενός αγίου να γενικεύεται. Για παράδειγμα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αμέσως μετά τον θάνατό του τιμήθηκε ως άγιος στην Θεσσαλονίκη, στο Άγιον Όρος, στην Καστοριά, στην Κωνσταντινούπολη και αλλού χωρίς προηγουμένως να υπάρξει κάποια επίσημη απόφαση Συνόδου. Η επίσημη πράξη έγινε αργότερα από την Σύνοδο του 1368.
Τα κριτήρια που τέθηκαν από την ίδια την Εκκλησία για την αναγνώριση ενός αγίου είναι τα εξής: 1ον το ορθόδοξο φρόνημα, να είναι δηλαδή μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, χωρίς τις όποιες παρεκκλίσεις από το ορθό δόγμα. 2ον Ο όσιος βίος, η ζωή του δηλαδή να είναι ανεπίληπτος και να αποπνέει το άρωμα του Αγίου Πνεύματος. 3ον Η «παρά Θεού επίδειξις σημείων υπερφυών και θαυμάτων», να εντοπίζονται δηλαδή θαύματα τόσο στην ζωή του, όσο και μετά τον θάνατό του.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν περιορίζεται μόνο στην ύπαρξη θαυμάτων σε κάθε περίπτωση, αλλά δίδει ιδιαίτερη σημασία στο ορθόδοξο φρόνημα και στην οσιακή ζωή. Όπως όλοι γνωρίζουμε τη δυνατότητα επιτέλεσης θαυμάτων, υπερφυσικών δηλαδή καταστάσεων την έχει και ο διάβολος. Ας θυμηθούμε την περίπτωση των πειρασμών του Ιησού Χριστού στην έρημο. Εκεί ο διάβολος είτε οδηγεί τον Ιησού Χριστό στο υψηλότερο σημείο του ναού για να του ζητήσει να πέσει, ώστε οι άγγελοι να τον σώσουν, είτε τον οδηγεί σε «όρος υψηλόν», όπου του επιδεικνύει όλα τα βασίλεια του κόσμου και του ζητά να τον προσκυνήσει για να του τα δώσει.
Είναι φανερό ότι η Εκκλησία ανέκαθεν δεν επιθυμούσε την διαφήμιση θαυμάτων για επίδειξη και προβολή, αλλά το ήθος της και το ήθος των αγίων της ήταν η ταπείνωση και η αφάνεια, ώστε να αποφευχθεί η πλάνη και η απώλεια της σωτηρίας. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η περίπτωση ενός αγίου ασκητή που αναφέρεται στο Γεροντικό. Ο ενάρετος αυτός ασκητής που έφθασε σε μεγάλα ύψη αγιότητας, πλανήθηκε από τον διάβολο. Παρόμοια με την περίπτωση των πειρασμών του Ιησού Χριστού ο διάβολος αφού επαινεί την αρετή και αγιότητα εκείνου του ασκητή τον πείθει να πέσει από το παράθυρο του κελλιού του μέσα στον γκρεμό για να δει ότι ο Θεός θα στείλει τους αγγέλους του να τον διαφυλάξουν αβλαβή. Ο ασκητής πέφτει αλλά κανείς άγγελος δεν εμφανίζεται και έτσι χάνει την αγιότητα και την ψυχή του, γιατί σε τελική ανάλυση πιστεύει στον διάβολο και στην αρετή του εαυτού του.
Τα θαύματα του Θεού και κατεπέκταση των αγίων του δεν γίνονται για να μας ευχαριστήσουν και να ικανοποιήσουν τα αιτήματά μας, για να μας θεραπεύσουν από κάποιες ασθένειες, για να μας γλιτώσουν από τον θάνατο που ούτως ή άλλως θα έλθει κάποια στιγμή. Τα θαύματα μέσα στην Εκκλησία δεν γίνονται για να αποκτήσουμε οπαδούς ή για να εκμεταλλευτούμε τους ανθρώπους που θα τρέξουν από ενδιαφέρον ή περιέργεια. Τα θαύματα του Θεού γίνονται για να σημάνουν την φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. Το κριτήριο για να είναι ένα θαύμα από τον Θεό είναι να οδηγεί τον άνθρωπο στη μετάνοια και στη σωτηρία. Όσοι άνθρωποι διηγούνται θαυμαστές επεμβάσεις αγίων στη ζωή τους, μαρτυρούν ότι μετά από αυτή την επέμβαση η ζωή τους άλλαξε ριζικά. Άρχισαν να ασχολούνται με τα πνευματικά πράγματα και να αγωνίζονται για τη σωτηρία τους.
Είναι ενδεικτική η περίπτωση ενός ανθρώπου από την Καλαμάτα, που είχε την εμπειρία ενός θαύματος από τον άγιο Παΐσιο. Αναφέρει λοιπόν ότι ενώ ταξίδευε με το αυτοκίνητό του προς τα Ιωάννινα, έπεσε θύμα ισχυρής μετωπικής σύγκρουσης, κατά την οποία το αυτοκίνητό του κυριολεκτικά διαλύθηκε και ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Μεταφέρθηκε αναίσθητος στο νοσοκομείο και μπήκε στην εντατική.
Ενώ βρισκόταν στην κατάσταση αυτή, είδε μία φωτεινή νεφέλη και στο μέσον έναν ηλικιωμένο μοναχό. Παρ ότι δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία, επειδή εκείνες τις ημέρες είχε ακούσει από γνωστό του για κάποιον χαρισματούχο γέροντα Παΐσιο, μέσα στην έκπληξή του ρώτησε αυθόρμητα τον άγνωστο μοναχό: «είσαι ο γέροντας Παΐσιος»;
Ο Γέροντας δεν απάντησε. Χαμογέλασε, τον χάιδεψε ελαφρά στο κεφάλι και του είπε: «μη φοβάσαι θα γίνεις καλά»! Όταν συνήλθε και παρόλο που αγνοούσε τον θαυμαστό επισκέπτη του, πίστεψε στη διαβεβαίωσή του. Την διηγήθηκε μάλιστα με έντονο ύφος και στους γιατρούς. Και αυτοί έκπληκτοι διαπιστώνοντας την ανθρωπίνως ανεξήγητη βελτίωσή του, ομολόγησαν ότι όντως πρόκειται για θαύμα! Αφού βγήκε από το νοσοκομείο, στον δρόμο περνώντας μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο έκπληκτος αντίκρισε στην βιτρίνα τον σωτήρα του. Αναγνώρισε την μορφή του στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Έτσι ανακάλυψε τον ευεργέτη του και γεμάτος ευγνωμοσύνη το αγόρασε και το διάβασε. Συγκινημένος πλέον ομολογεί σε όλους ότι ο άγιος όχι μόνο τον διέσωσε από βέβαιο σωματικό θάνατο, αλλά άλλαξε και ριζικά την ζωή του. Αναζήτησε πνευματικό και εξομολογείται και ζει πλέον κατά το θέλημα του Θεού.
Ενώ βρισκόταν στην κατάσταση αυτή, είδε μία φωτεινή νεφέλη και στο μέσον έναν ηλικιωμένο μοναχό. Παρ ότι δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία, επειδή εκείνες τις ημέρες είχε ακούσει από γνωστό του για κάποιον χαρισματούχο γέροντα Παΐσιο, μέσα στην έκπληξή του ρώτησε αυθόρμητα τον άγνωστο μοναχό: «είσαι ο γέροντας Παΐσιος»;
Ο Γέροντας δεν απάντησε. Χαμογέλασε, τον χάιδεψε ελαφρά στο κεφάλι και του είπε: «μη φοβάσαι θα γίνεις καλά»! Όταν συνήλθε και παρόλο που αγνοούσε τον θαυμαστό επισκέπτη του, πίστεψε στη διαβεβαίωσή του. Την διηγήθηκε μάλιστα με έντονο ύφος και στους γιατρούς. Και αυτοί έκπληκτοι διαπιστώνοντας την ανθρωπίνως ανεξήγητη βελτίωσή του, ομολόγησαν ότι όντως πρόκειται για θαύμα! Αφού βγήκε από το νοσοκομείο, στον δρόμο περνώντας μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο έκπληκτος αντίκρισε στην βιτρίνα τον σωτήρα του. Αναγνώρισε την μορφή του στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Έτσι ανακάλυψε τον ευεργέτη του και γεμάτος ευγνωμοσύνη το αγόρασε και το διάβασε. Συγκινημένος πλέον ομολογεί σε όλους ότι ο άγιος όχι μόνο τον διέσωσε από βέβαιο σωματικό θάνατο, αλλά άλλαξε και ριζικά την ζωή του. Αναζήτησε πνευματικό και εξομολογείται και ζει πλέον κατά το θέλημα του Θεού.
Μια παρόμοια περίπτωση ενός ανδρογύνου αναφέρει την θαυμαστή επέμβαση του αγίου Πορφυρίου στη ζωή τους. Το ανδρόγυνο δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία. Σε κάποιο στάδιο ο άνδρας δεν αισθανόταν καλά, έβλεπε οι δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Οι εξετάσεις δεν έδειξαν καλά αποτελέσματα, έτσι η εισαγωγή στο νοσοκομείο ήταν μονόδρομος. Η διάγνωση μιλούσε για καθολικό καρκίνο, κατά συνέπεια λίγες βδομάδες ζωής έμεναν. Η σύζυγος, όπως είναι πολύ φυσικό έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Μια νοσοκόμα έσπευσε να της συμπαρασταθεί και της λέει: «στο Μήλεσι Αττικής υπάρχει ένα μοναστήρι, εκεί έζησε ένας άγιος γέροντας και γίνονται θαύματα και τώρα μετά τον θάνατό του». Η γυναίκα μέσα στη θλίψη της σκέφτηκε ότι δεν είχε τίποτε να χάσει, γι΄ αυτό την επομένη το πρωί, πήγε στο μοναστήρι. Όταν έφτασε στην κεντρική πύλη και προχώρησε προς την πόρτα της Εκκλησιάς, χτύπησε την πόρτα, ξαναχτύπησε, κανείς όμως δεν απαντούσε. Πήγε στη διπλανή πόρτα (που οδηγεί στο Εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου) χτύπησε αλλά κανείς δεν απαντούσε. Πήγε ακόμη πιο πέρα (στην πόρτα που απ’ τη σκάλα οδηγεί στο κελί του γέροντα) χτύπησε και πάλι όμως κανείς. Πήρε τότε λυπημένη τον δρόμο της επιστροφής με έκδηλο το παράπονο. Άνοιξε την τσάντα της να βγάλει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, και τότε χτυπάει το κινητό της. Ένας άγνωστος της λέει: «τo ότι δεν με βρήκες δεν σημαίνει ότι δεν είμαι εδώ, ο άντρας σου θα γίνει καλά, άντε στο καλό». Η γυναίκα έμεινε ακίνητη και φοβισμένη, ποιος ήταν στο τηλέφωνο; Έτρεξε στην είσοδο της πύλης του μοναστηριού και είδε στις ανακοινώσεις τον αριθμό του τηλεφώνου που την κάλεσε. Ήταν το τηλέφωνο του μοναστηριού. Έφυγε τρέχοντας, με μια ελπίδα. Έφτασε στο νοσοκομείο. Οι γιατροί είχαν περάσει από τον θάλαμο του συζύγου της και την ενημερώνουν ότι υπάρχει μια αλλαγή: «βλέπουμε μια περίεργη κατάσταση, δεν εξηγείται, αύριο θα κάνουμε γενικές εξετάσεις». Την επομένη ο ασθενής εξετάστηκε και η διάγνωση έλεγε ότι τώρα δεν έχει τίποτε. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν και μίλησαν και αυτοί για θαύμα. Έκτοτε η ζωή του ανδρογύνου άλλαξε ριζικά και ζουν πλέον μια πνευματική ζωή μέσα στην Εκκλησία.
Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν αναρίθμητα και για παλαιούς και για σύγχρονους αγίους. Εκείνο που έχει σημασία είναι να γνωρίζουμε ότι οι άγιοι είναι οι φίλοι του Θεού, οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν μέσα στην Εκκλησία, έζησαν τα μυστήρια της και χαριτώθηκαν από τον Θεό. Σε εμάς πλέον απομένει η απόδοση της τιμής στους αγίους μας. Πώς όμως τιμούμε πραγματικά τους αγίους μας; Ο ιερός Χρυσόστομος μας διδάσκει «η τιμή του αγίου = η μίμηση του αγίου». Δεν μπορούμε βέβαια να μιμηθούμε τις αρετές, τα χαρίσματα, την άσκηση των αγίων μας σε απόλυτο βαθμό. Μπορούμε όμως να τους μιμηθούμε στα δικά μας μέτρα, στις δικές μας δυνατότητες, με λίγη προσευχή, νηστεία, πνευματικό αγώνα, μετάνοια, εξομολόγηση, συμμετοχή στη θεία κοινωνία. Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι μόνο για κάποιες εποχές ή για κάποιους ανθρώπους. Η αγιότητα υπάρχει πάντοτε και είναι για όλους μας. Η Εκκλησία μας επαναλαμβάνει πάντοτε την εντολή του Ιησού Χριστού «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί». Μας καλεί να γίνουμε άγιοι, όχι για να μας θαυμάσει ο κόσμος, όχι για να αποκτήσουμε οπαδούς, όχι για να απολαύσουμε δόξες και τιμές στη γη, αλλά για να ενωθούμε αιώνια με τον Θεό και να απολαύσουμε την μακαριότητα της Βασιλείας του, όπως την απολαμβάνουν ήδη οι άγιοί μας.
Να επικαλούμαστε λοιπόν τους αγίους μας, να ζητούμε την ενίσχυσή τους, την μεσιτεία τους, ώστε να προχωρούμε στην πνευματική μας ζωή και να σηκώνουμε τα βάρη και τους σταυρούς που επιτρέπει ο Κύριος. Ενόψει και της Αγίας Σαρακοστής που σε λίγες μέρες ανοίγει μπροστά μας και της πορείας μας προς το Πάσχα, να εντείνουμε την προσπάθειά μας, τον κόπο μας, την άσκησή μας την προσευχή μας, ανάλογα με τις δυνάμεις που ο καθένας διαθέτει. Ο αγιασμός, η σωτηρία, η θέωση είναι για όλους μας, φτάνει με ταπείνωση να αγωνιζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Τελειώνω με δύο σχετικές νουθεσίες του αγίου Πορφυρίου. Αναφέρει ο άγιος του Θεού: «ο αγιασμός δεν είναι ακατόρθωτο πράγμα, είναι μάλιστα εύκολος, φθάνει εσείς να αποκτήσετε ταπείνωση και αγάπη». Και μιλώντας για τον εαυτό του λέγει «…εγώ είμαι ένας μεγάλος αμαρτωλός και προσεύχομαι ταπεινά στον Χριστό, να με ελεήσει». Αυτήν την ταπείνωση να έχουμε στη ζωή μας και να επιζητούμε πάντοτε το έλεος του Θεού. Αμήν!