- Ένας αδελφός που είχε αδικηθεί από άλλον αδελφό πήγε στον αββά Σισώη και του είπε: «Κάποιος αδελφός με αδίκησε και θέλω να βρω το δίκιο μου». Ο γέροντας τον παρακαλούσε: «Μη, παιδί μου· καλύτερα άφησε την υπεράσπισή σου στον Θεό». Εκείνος επέμενε: «Δεν θα σταματήσω μέχρι να βρω το δίκιο μου». Είπε τότε ο γέροντας: «Ας προσευχηθούμε, αδελφέ», και αφού σηκώθηκε είπε: «Θεέ, δεν έχουμε πια την ανάγκη της φροντίδας σου, γιατί εμείς μόνοι μας βρίσκουμε το δίκιο μας». Όταν το άκουσε αυτό ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντα και είπε: «Δεν αντιδικώ άλλο με τον αδελφό· συγχώρησέ με, αββά».
- Πολλές φορές έλεγε στον αββά Σισώη ο μαθητής του: «Αββά, σήκω να φάμε», και εκείνος τον ρωτούσε: «Δεν φάγαμε, παιδί μου;» «Όχι, πάτερ», αποκρινόταν ο μαθητής, και έλεγε ο γέροντας: «Αν δεν φάγαμε, φέρε να φάμε».
- Ο αββάς Σισώης είπε κάποτε με παρρησία: «Έχε θάρρος· πάνε τώρα τριάντα χρόνια που δεν παρακαλώ πια τον Θεό για οποιαδήποτε άλλη αμαρτία, αλλά αυτό που προσεύχομαι είναι· “Κύριε Ιησού, προστάτεψέ με από τη γλώσσα μου”. Και μέχρι τώρα πέφτω καθημερινά εξαιτίας της και αμαρτάνω».
- Ένας αδελφός ανέφερε στον αββά Σισώη: «Βλέπω ότι έχω μόνιμα τη μνήμη του Θεού». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Δεν είναι σπουδαίο να βρίσκεται ο λογισμός σου στον Θεό. Το σπουδαίο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου πιο κάτω απ’ όλη την κτίση. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη».
- Έλεγαν για τον αββά Σισώη ότι, όταν πλησίαζε ο θάνατός του και οι πατέρες κάθονταν κοντά του, έλαμψε το πρόσωπό του, και τους είπε: «Μόλις ήρθε ο αββάς Αντώνιος». Σε λίγο είπε: «Τώρα ήρθε η χορεία των προφητών». Έπειτα το πρόσωπό του ξαναέλαμψε πάρα πολύ, και είπε: «Ήρθε και η χορεία των αποστόλων». Και το πρόσωπό του έλαμψε άλλο τόσο και φαινόταν σαν να συνομιλούσε με κάποιους. Τον παρακάλεσαν οι γέροντες λέγοντας: «Με ποιον μιλάς, πάτερ;» «Να», είπε, «ήρθαν άγγελοι να με πάρουν, και τους παρακαλώ να με αφήσουν να μετανοήσω λίγο». Οι γέροντες του απάντησαν: «Δεν έχεις ανάγκη από μετάνοια, πάτερ». «Ειλικρινά», τους αποκρίθηκε ο γέροντας, «δεν βλέπω στον εαυτό μου ότι έβαλα αρχή». Από αυτό κατάλαβαν όλοι ότι είναι τέλειος. Ξαφνικά έλαμψε πάλι το πρόσωπό του σαν τον ήλιο, και όλοι φοβήθηκαν. Και τους είπε: «Κοιτάτε, ήρθε ο Κύριος και λέει· “Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”». Και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα· φάνηκε τότε κάτι σαν αστραπή και όλο το κελλί πλημμύρισε ευωδία.
- Τρεις γέροντες άκουσαν για τον αββά Σισώη και πήγαν να τον δουν. Τον ρώτησε ο πρώτος: «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;» Ο γέροντας δεν του απάντησε. «Πάτερ», τον ρώτησε ο δεύτερος, «πώς μπορώ να σωθώ από το τρίξιμο των δοντιών και από το ακοίμητο σκουλήκι;» Τον ρώτησε και ο τρίτος: «Πάτερ, τι να κάνω που η μνήμη του εξωτέρου σκότους με σκοτώνει;» Τότε ο γέροντας τους είπε: «Εγώ τίποτε από αυτά δεν σκέφτομαι. Ελπίζω ότι ο Θεός, που είναι σπλαχνικός, θα με ελεήσει».Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια οι γέροντες έφυγαν λυπημένοι. Ο γέροντας όμως, μη θέλοντας να τους αφήσει να φύγουν λυπημένοι, τους κάλεσε πίσω και είπε: «Είστε μακάριοι, αδελφοί· σας ζήλεψα. Γιατί ο πρώτος από εσάς είπε για τον πύρινο ποταμό, ο δεύτερος για τα τάρταρα και ο τρίτος για το εξώτερο σκότος· αν λοιπόν ο νους σας θυμάται διαρκώς αυτά τα πράγματα, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Τι θα κάνω όμως εγώ ο σκληρόκαρδος, που ούτε βάζω στον νου μου ότι υπάρχει κόλαση για τους ανθρώπους και γι’ αυτό όλη την ώρα αμαρτάνω;» Οι γέροντες τότε του έβαλαν μετάνοια και είπαν: «Όπως ακούσαμε, έτσι και είδαμε».
- Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Τι να κάνω, αββά, που έπεσα;» «Σήκω πάλι», του απάντησε ο γέροντας. «Σηκώθηκα», είπε ο αδελφός, «και πάλι έπεσα». «Σήκω ξανά και ξανά», του είπε ο γέροντας, και ο αδελφός ρώτησε: «Ως πότε;» Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Ώσπου να σε βρει ο θάνατος, είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σε όποιο βρεθεί ο άνθρωπος, μ’ εκείνο και φεύγει».