π Συμεών Κραγιόπουλος
Όλα τα κάνει ο Θεός· εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Λάθος μεγάλο, όταν κανείς νομίζει ότι θα κάνω έτσι, θα κάνω αλλιώς κλπ. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να δείξουμε στον Θεό ότι θέλουμε Εκείνον. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να κάνουμε ακριβώς το ανθρώπινο. Όπως ο άλλος έχει το φαγητό, το καλό φαγητό. Αυτός το ‘χει, δεν το ‘χεις εσύ. Αλλά περιμένει να πας ν’ απλώσεις το χέρι να πάρεις. Περιμένει να πας ν’ απλώσεις το πιάτο, για να σου βάλει φαγητό μπόλικο, όσο θέλεις, αλλά πρέπει να πας εκεί, να πας μ’ ένα καθαρό πιάτο, μ’ ένα πλυμένο πιάτο. Θα πας, θα μείνεις στην ουρά να περιμένεις, όσο χρειάζεται· όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να φανεί.
Αχ! Πώς δεν τα καταλαβαίνουμε αυτά τα πράγματα, και μερικοί αμέσως αρπάζονται, αμέσως παρεξηγούνται! Πολύ στραβά ο σημερινός άνθρωπος σκέπτεται, πάρα πολύ στραβά. Αυτό το πνεύμα που έχει μπει μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων σήμερα –που ‘ναι δηλαδή απαιτητικός ο άνθρωπος και δεν ξεχνάει λίγο τον εαυτό του– μεγάλο κακό κάνει. Να τον ξεχάσει τον εαυτό του και να πει: «Για, να περιμένω τι θα πει ο Θεός».
Άφησε τον Θεό να σ’ οδηγήσει. Μα θα σε καθυστερήσει, θα σ’ αφήσει να περιμένεις πολύ, θα κάνει πως δεν σε βλέπει, θα σε αγνοήσει; Άφησε τον Θεό. Ξέρει εκείνος γιατί το κάνει. Κάτι δεν πάει καλά σε σένα, και γι’ αυτό φέρεται έτσι ο Θεός, ενεργεί έτσι, για να σε βοηθήσει να βρεις τον δρόμο σου. Έχουμε τέτοια παραδείγματα μέσα στο Ευαγγέλιο. Πόσες φορές ο Κύριος…
Ειδικότερα έχουμε την περίπτωση της Χαναναίας. Ο Κύριος δεν της δίνει καμιά σημασία και επιπλέον της λέει και βαριές λέξεις, που αν ήταν κανένας από τους σημερινούς χριστιανούς, αμέσως θα παρεξηγιόταν, αμέσως θα πικαριζόταν, αμέσως θα θιγόταν και θα έλεγε: «Έτσι είναι αυτός, κι εγώ άκουσα καλά λόγια γι’ αυτόν κι ήρθα εδώ να βρω κάτι; Έτσι είναι αυτός;» Και θα έφευγε. Αλλά αυτή είχε μυαλό, αν θέλετε να το πω έτσι.
Εμείς που κάνουμε τον έξυπνο και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, κάνουμε τέτοια λάθη και χάνουμε. Δεν θέλουμε τάχα να περιμένουμε, δεν θέλουμε τάχα να ελπίζουμε, δεν θέλουμε να αφήσουμε στον Θεό να μας πει ό,τι έχει να μας πει, να μας φερθεί, όπως θα μας φερθεί, να μας κτυπήσει, αν χρειάζεται κλπ., για να έρθει το καλό μέσα μας. Ναι· δεν θέλουμε να κάνουμε έτσι εμείς οι έξυπνοι. Εμείς θέλουμε να κουμαντάρουμε τον Θεό, να τον συμβουλεύσουμε, του βρίσκουμε και λάθη, τον διορθώνουμε κιόλας. Δεν γίνεται έτσι.
Η Χαναναία ήξερε με ποιον έχει να κάνει και καθόλου δεν λογάριαζε τον εαυτό της και δεν σκεπτόταν τάχα να περισώσει την προσωπικότητά της και την αξιοπρέπειά της και κέρδισε αυτό που δεν κέρδισε, θα έλεγε κανείς, κανένας άλλος. Ίσως είναι η μοναδική φορά που ο Κύριος είπε «ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις» και πρόσθεσε «γενηθήτω σοι ως θέλεις» (Ματθ. 15:28). Μεγάλο πράγμα τελικά να σου πει ο Θεός «να γίνει όπως θέλεις». Τι θέλει όμως κανείς σ’ αυτή την περίπτωση; Θέλει αυτό που τελικά θέλει ο Θεός· δεν έχει δικό του θέλημα. Γι’ αυτό και «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει» » (Ψαλμ. 144:19).
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Δωδεκαημέρου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 23.