Θα σε προδώσω Κύριε;
Ο Ιησούς αναγγέλλει στους Αποστόλους ότι ένας τους θα τον προδώσει. Δεν θέτουν σε αμφιβολία τα λόγια του Διδασκάλου. Δεν διαμαρτύρονται: «Κύριε, αυτό είναι αδύνατο!». Αλλά πονούν. Το πρόσωπό τους παίρνει μια θλιμμένη έκφραση. Και λένε ο ένας μετά τον άλλο: «Μήτι ἐγώ εἰμί, Κύριε;» (Ματθ. κστ΄ 22).
-Η πείρα των προσωπικών μου πτώσεων πρέπει να με κάνει πολύ ταπεινό.
-Ποτέ δεν μπορώ ν’ αποκλείσω το ενδεχόμενο μιας νέας πτώσεως.
-Πρέπει να θέτω στον εαυτό μου τρέμοντας το ερώτημα: «Θα εξακολουθήσω να προδίδω ακόμη; Ο προσεχής προδότης θα είμαι εγώ;»
«Τί θέλετέ μοι δοῦναι κἀγώ ύμῖν παραδώσω αὐτόν;» (Ματθ. κστ΄15).
Την ερώτηση αυτήν του Ιούδα προς τους αρχιερείς την επαναλαμβάνω κι εγώ στο Σατανά: «Τι ηδονή θα μου δώσεις; Εάν μου προσφέρεις τούτο ή εκείνο, θα σου τον παραδώσω…».
Ίσως ψιθυρίζω αυτή την πρόταση κοιτάζοντας αλλού. Ίσως πλένοντας τα χέρια σαν τον Πιλάτο και νιώθοντας τον πόνο ενός εσωτερικού νυγμού. Πάντως τον παραδίδω.
Φτωχή ψυχή, λέει ό Κύριος, με ποθείς. Και ταυτόχρονα θέλεις να με παραδώσεις.
Κι αυτό, γιατί ζητάς κάτι άλλο κι όχι εμένα. Δεν μπορείς να με ποθείς και να με θέλεις αληθινά, αν δεν θέλεις μόνο εμένα.
«Φιλήματι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;» (Λουκ. κβ΄ 48).Το φίλημα με το οποίο ο Ιούδας προδίδει το Διδάσκαλο αντιστοιχεί σε μένα με κάθε προσευχή που τολμώ να κάνω, χωρίς να έχω εξορίσει ριζικά από την καρδιά μου κάθε συμπάθεια προς το κακό. Τούτη η σκέψη μου φέρνει έναν πόνο που φθάνει μέχρι το τελευταίο μου κύτταρο.
Λυτρωτή μου, μέσα από τις κρυφές πληγές της ψυχής μου εσύ ξέρεις να ανοίγεις το δρόμο σου για μένα. Όταν αμαρτάνω, είσαι ακόμη μέσα μου, σιωπηλός. Η παρουσία σου καταδικάζει αυτό που κάνω. Μα ταυτόχρονα με καταλαβαίνεις και καταλαβαίνεις και την αμαρτία μου πολύ πιο βαθιά από ό,τι νιώθω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου και την αμαρτία μου. Διότι μου είσαι πολύ πιο οικείος από ό,τι είναι το εσωτερικότερο σημείο του εαυτού μου. Δεν μου είσαι ένας ξένος κριτής. Ενώνεσαι μ’ αυτόν που αμαρτωλός, βρίσκεται μπροστά σου. Όμως την ίδια στιγμή είσαι το εντελώς αντίθετο από ό,τι είμαι. Μα με τυλίγεις με μια παρουσία και με μια συμπόνοια απέραντη.
Η παρουσία σου στην πικρή ώρα της αμαρτίας μου είναι μια μεγάλη χάρη. Το χέρι σου είναι απλωμένο, έτοιμο να με ανασύρει από την άβυσσο. Τι θα γίνω όμως, αν αρνηθώ αυτήν την έσχατη χάρη, που φθάνει να εκδηλώνεται και μέσα στην πτώση μου ακόμη; Δεν εκφέρεις τυπικές αποφάσεις. Το πρόσωπό σου, Κύριε μου, είναι το δικαστήριο που με καταδικάζει. Μα το πρόσωπό σου επίσης είναι διακήρυξη και πράξη χάριτος. Δεν θα υπήρχαν λόγια χάριτος και συγγνώμης, αν δεν υπήρχαν και λόγια καταδίκης.
Μια μεγάλη ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε στο Γολγοθά… Εγώ αμαρτάνω και Εσύ Χριστέ μου πεθαίνεις. Γίνεσαι Εσύ ο αποδοκιμασμένος, ο καταδικασμένος. Υπάρχουν ακόμη πολλά προς εξερεύνηση σε τούτο το μυστήριο (όσο μπορεί να εξερευνηθεί ένα θείο μυστήριο).
Κύριε, άφησέ με να σου μιλήσω γι’ αυτό…