(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Διδαχή Δ’
Το πρώτον μας νόημα είνε αυτό: Όσοι ηδικήθημεν να συγχωρώμεν τους εχθρούς μας διά το ιδικόν μας καλόν, και όσοι αδικήσαμεν να δίδωμεν τα άδικα οπίσω.
Το δεύτερον είνε τούτο: Ανίσως και ημείς θέλωμεν να ωφεληθώμεν από τα Άχραντα Μυστήρια ωσάν τους ένδεκα Αποστόλους τους καλούς, και να μη βλαφθώμεν ωσάν τον Ιούδαν τον κακόν, να εξομολογούμεθα καθαρά και να κοινωνώμεν με φόβον και τρόμον και ευλάβειαν, και τότε να φωτισθώμεν. Ει δε και πηγαίνομεν ανεξομολόγητοι, μεμολυσμένοι με αμαρτίας, και τολμώμεν να μεταλαμβάνωμεν τα Άχραντα Μυστήρια, βάνομεν φωτιά και καιόμεθα.
Ποίος ηξεύρει, αδελφοί μου, να μου ειπή, ο ήλιος φωτεινός είνε ή σκοτεινός;
Μου φαίνεται όλοι σας το γνωρίζετε, ότι είνε φωτεινός και τα πάντα φωτίζει. Είνε όμως μερικά ζώα οπού τα λέγουν νυχτερίδες, και άλλα κουκουβάγιες, και όταν βγη ο ήλιος θαμβώνονται και σκοτίζονται και δεν βλέπουν.
Έτσι είνε και εις τα Άχραντα Μυστήρια· τον καλόν τον φωτίζουν και τον κάμνουν ωσάν άγγελον· ομοίως και τον αμαρτωλόν πάλιν τον σκοτίζουν και τον κάμνουν ωσάν διάβολον.
Καθώς και η φωτιά όλα τα πράγματα δεν τα καίει, μάλιστα το χρυσάφι το λαμπρύνει και το καθαρίζει, και τα άλλα πράγματα τα καίει. Λοιπόν ας γίνωμεν και ημείς μάλαμα να καθαρισθώμεν, και όχι ξύλα να καιώμεθα.
Εδώ οπού ήλθα, χριστιανοί μου, έλαβα μίαν χαράν μεγάλην και μίαν λύπην μεγάλην. Και χαράν μεγάλην έλαβα βλέπων την καλήν σας γνώμην και την καλήν σας μετάνοιαν· λύπην έλαβα πάλιν στοχαζόμενος την αναξιότητά μου, πως δεν έχω καιρόν να σας εξομολογήσω όλους ένα προς ένα, να μου ειπή καθένας τα αμαρτήματά του, να του είπω και εγώ εκείνο οπού με φωτίση ο Θεός.
Θέλω αλλά δεν ημπορώ, τέκνα μου. Καθώς ένας πατέρας είνε άρρωστος, πηγαίνει το παιδί του να το παρηγορήση, εκείνος μη δυνάμενος το διώχνει· μα πώς το διώχνει; Με την καρδιά καημένη!
Θέλει να το παρηγορήση, μα δεν ημπορεί. Μα πάλιν διά να μη υστερηθήτε τελείως, σας λέγω τούτο: Αν θέλετε να ιατρεύσετε την ψυχήν σας, τέσσαρα πράγματα σας χρειάζονται. Κάμνομεν μίαν συμφωνίαν; Από τον καιρόν οπού εγεννήθητε έως τώρα, όσα αμαρτήματα επράξατε, να τα πάρω εγώ εις τον λαιμόν μου· και η ευγένιά σας να κρατήσετε τέσσαρες τρίχες. Και τι θα κάμω; Έχω μία καταβόθρα και τα ρίχνω μέσα. Ποία είνε η καταβόθρα; Είνε η ευσπλαχνία του Χριστού μας.
Πρώτη τρίχα είνε όταν θέλετε να εξομολογήσθε, το πρώτον θεμέλιον είνε αυτό οπού είπομεν, να συγχωρήτε τους εχθρούς σας. Το κάμνετε;
– Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
– Επήρατε την πρώτην τρίχαν.
Δευτέρα τρίχα είνε να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, ενάρετον, να εξομολογήσθε και να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα. Να έχης 100 αμαρτίας να ειπής τας 99 εις τον πνευματικόν, και μίαν να μη φανερώσης, όλες σου ασυγχώρητες μένουν. Και όταν κάμνης την αμαρτίαν, τότε πρέπει να εντρέπεσαι, και όταν εξομολογήσαι, πρέπει να μη έχης καμμίαν εντροπήν.
Μια γυναίκα επήγε να εξομολογηθή εις ένα ασκητήν. Ο ασκητής είχεν έναν υποτακτικόν ενάρετον.
Λέγει ο ασκητής του υποπτακτικού του:
– Πήγαινε, να εξομολογηθή η γυναίκα.
Ο υποτακτικός εμάκρυνεν έως οπού έβλεπε, μα δεν ήκουεν. Εξωμολογήθη η γυναίκα και έφυγε.
Ύστερα έρχεται ο υποτακτικός και λέγει:
– Γέροντα, είδα ένα παράδοξο θαύμα. Εκεί οπού εξωμολογείτο η γυναίκα, έβλεπα οπού έβγαιναν φίδια μικρά· βλέπω και εκρεμάτο ένα μεγάλο· έκανε να βγη, και πάλιν ετραβήχθη οπίσω.
Λέγει ο Γέροντας:
– Πήγαινε να την κράξης να έλθη οπίσω γλήγορα.
Πηγαίνοντας ο υποτακτικός την εύρεν αποθαμένην. Γυρίζει οπίσω και το λέγει του γέροντός του.
Αυτός μη δυνάμενος να εννοήση το θαύμα, παρεκάλεσεν τον Θεόν να του φανερώση αν η γυναίκα εσώθη η εκολάσθη. Και φαίνεται έμπροσθέν του μία αρκούδα μαύρη και του λέγει: – Εγώ είμαι εκείνη η γυναίκα οπού εξωμολογήθηκα, και δεν σου εφανέρωσα ένα θανάσιμον αμάρτημα οπού είχα πράξει, και διά τούτο όλα μου τα αμαρτήματα έμειναν ασυγχώρητα, και με επρόσταξεν ο Κύριος να υπάγω εις την κόλασιν να καίωμαι πάντοτε. Και αμέσως εξήλθε μία βρόμα ωσάν καπνός και εχάθη από έμπροσθέν του.
Διά τούτο, χριστιανοί μου, όταν εξομολογήσθε, να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα καθαρά· και πρώτον να ειπής του πνευματικού σου: «Πνευματικέ μου, θα κολασθώ, διότι δεν αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδίαν ωσάν εαυτόν μου. Και να ειπής εκείνα οπού σε τύπτει η συνείδησίς σου· ή εφόνευσας ή επόρνευσας ή όρκον έκαμες ψεύματα ή τους γονείς σου δεν ετίμησας και τα τούτοις όμοια».
Ιδού επήρες την δευτέραν τρίχα.
Η τρίτη τρίχα είνε, ωσάν εξομολογηθής θα σε ερωτήση ο πνευματικός: «Διατί, παιδί μου, να κάμης αυτά τα αμαρτήματα»; Συ να προσέχης να μη κατηγορήσης άλλον, αλλά τον εαυτόν σου και να ειπής: «Αυτά τα έκαμα από την κακήν μου προαίρεσιν. Βαρύ είνε να κατηγορήσης τον εαυτόν σου»;
– Όχι.
– Λοιπόν επήρες την τρίτην τρίχα.
Έχομεν και τέταρτην. Όταν σου δώση άδειαν ο πνευματικός και αναχωρήσης, να αποφασίσης με στερεάν γνώμην και απόφασιν, καλύτερα να χύσης το αίμα σου, παρά να αμαρτήσης. Το κάμνεις αυτό;
– Μάλιστα.
– Επήρες και την τέταρτην τρίχα.
Αυτά τα τέσσαρα είνε τα ιατρικά σου, καθώς είπομεν.
Το πρώτον είνε να συγχωρήσης τους εχθρούς σου· το δεύτερον να εξομολογήσαι καθαρά· το τρίτον είνε να κατηγορήτε τον εαυτόν σας· το τέταρτον να αποφασίζετε να μη αμαρτήσετε πλέον. Και αν ημπορείτε να εξομολογήσθε καθ’ εκάστην· ει και δεν ημπορείτε καθ’ ημέραν, ας είνε μίαν φορά την εβδομάδα και μία φορά τον μήνα ή ολιγώτερον τέσσαρας φοράς τον χρόνον.
Και συνηθίζετε τα τέκνα σας από μικρά εις τον καλόν δρόμον, να εξομολογούνται.
Εκείνα οπού σας δίδουν οι πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας και άλλα, δεν είνε ιατρικά, αλλά διά να μη τύχη και πέσετε άλλην φοράν εις την αμαρτίαν. Και όστις τα βάλη μέσα εις την καρδίαν του αυτά τα τέσσαρα, να αποθάνη εκείνην την ώραν, σώνεται· ει δε χωρίς αυτά, χιλιάδες καλά να κάμη, εις την κόλασιν πηγαίνει.
Αγίου Κοσμά Αιτωλού, «Διδαχαί».
ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr