Έχεις λίγα χρήματα και ζητάς πολλά. Έχεις πολλά και ονειρεύεσαι περισσότερα. Όσα κι αν έχεις, δεν είσαι ικανοποιημένος. Γιατί άφησες την πλεονεξία να σ’ αιχμαλωτίσει, άνθρωπέ μου;
Δεν ξέρεις ότι σ’ άλλους θα μείνουν το χρυσάφι και το ασήμι, ενώ σ’ εσένα οι κατάρες κι οι κατηγόριες; Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι θα σε καταδιώκουν αμείλικτα, και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη, τα δάκρυα, οι βαρυγγώμιες κι οι αναστεναγμοί του φτωχού που εξουθένωσες, του συνεργάτη που αδίκησες, του δουλευτή που εκμεταλλεύτηκες, του οφειλέτη που φυλάκισες; Όταν όλοι οι ζημιωμένοι από σένα θα παρουσιαστούν μαζί σου στο φοβερό δικαστήριο του Χριστού, τι θα πεις στον αδέκαστο Κριτή, μην έχοντας μάλιστα κανένα συνήγορο για να σε υπερασπίσει;
Τους δικαστές της γης μπορείς να τους ξεγελάσεις ή και να τους εξαγοράσεις. Το Δικαστή τ’ ουρανού ποτέ.
Η πλεονεξία είναι σαν το χαλασμένο προζύμι, που καταστρέφει όλο το ζυμάρι. Έτσι, αν από την αδικία κερδίζεις έστω και λίγα, ολόκληρη η περιουσία σου σπιλώσεσαι. Γι’ αυτό, πολλές φορές, λίγα που κερδίστηκαν άνομα, έγιναν αίτια να χαθούν πολύ περισσότερα, που αποκτήθηκαν καλά.
Μα, θα με ρωτήσεις, όλοι οι πλεονέκτες θα δοκιμάσουν συμφορές; Οπωσδήποτε, μολονότι όχι όλοι τις ίδιες….
Ας αποφύγουμε αδελφοί μου αυτή την αμαρτία. Και θα την αποφύγουμε, αν φέρουμε στο νου μας όσους άρπαγες και πλεονέκτες έζησαν πριν από μας, όσους δηλαδή έχουν ήδη πεθάνει. Που βρίσκονται αυτοί; Στην κόλαση! Και τα χρήματά τους; Τα απολαμβάνον άλλοι! Δεν είναι επομένως ανόητο να βασανιζόμαστε και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη; Σε τούτη με τα καθημερινά τρεχάματα, τις αγωνίες, τους κόπους και τους μόχθους που απαιτούνται για τη συσσώρευση μάταιου πλούτου, και στην άλλη με τις ασύλληπτες τιμωρίες της αιώνιας γέεννας;
Ποιος είναι αλήθεια, ελεεινότερος από τον άρπαγα, που φεύγει από τον κόσμο παίρνοντας μαζί του μόνο τις αμαρτίες του, για τις οποίες θα λογοδοτήσει στο Θεό, και αφήνοντας όσα μάζεψε σε άλλους, πολλές φορές και εχθρούς του; Και ποιος είναι αθλιότερος από τον πλεονέκτη, που σιγολιώνει από τις έννοιες και τους φόβους, διώχνοντας από την ψυχή του τη γαλήνη και κάνοντας τη ζωή του χειρότερη από κάθε θάνατο; Όταν κερδίσει δεν αισθάνεται ευχαρίστηση, γιατί ζητάει περισσότερα. Όταν πάλι χάσει έστω και ένα νόμισμα, νομίζει ότι παθαίνει το μεγαλύτερο κακό. Φίλους δεν έχει, παρά μόνο εκείνους από τους οποίους κερδίζει, τους άλλους τους βλέπει σαν εχθρούς. Μα και την οικουμένη ολόκληρη την αποστρέφεται. Τους φτωχούς τους μισεί, γιατί του ζητούν βοήθεια. Τους πλουσίους τους φθονεί, γιατί θα ήθελε να έχει τα πλούτη τους.
Όταν οι άλλοι ευτυχούν, αυτός λυπάται. Θαρρεί πως όλοι κατέχουν δικά του αγαθά. Φέρεται σ’ όλους σαν να τον έχουν αδικήσει. Υποφέρει , γιατί η γη δεν παράγει χρυσάφι αντί για σιτάρι, γιατί οι πηγές δεν δίνουν ασήμι αντί για νερό, γιατί τα βουνά δεν έχουν πολύτιμα πετράδια αντί για λιθάρια.
Ο πλούτος για τον φιλάργυρο είναι ότι το μαχαίρι για τον μανιακό ή μάλλον κάτι χειρότερο. Γιατί ο μανιακός αφού αρπάξει το μαχαίρι και το καρφώσει στο στήθος του, απαλλάσσεται μια για πάντα από τη μανία του και δεν δέχεται δεύτερη πληγή. Ο φιλάργυρος όμως και αμέτρητες πληγές δέχεται καθημερινά και ποτέ δεν απαλλάσσεται από την μανία του. Απεναντίας, μάλιστα, όσο πληγώνεται τόσο μανιασμένα ξανακαρφώνει το μαχαίρι στην ψυχή του…
Τα χρήματα λέγονται χρήματα, επειδή χρησιμεύουν και χρησιμοποιούνται όταν πρέπει, για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών μας. Σκοπό μας επομένως, δεν είναι ν’ αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, γιατί τότε ανατρέπεται η φυσιολογική τάξη και αντί να τα ορίζουμε, υποτασσόμαστε σ’ αυτά. η συγκέντρωση πλούτου είναι υποδούλωση του λογικού ανθρώπου στην άλογη ύλη. Φανερώνει ανοησία. Ναι, ανοησία. Ανόητος δεν είσαι , αφού όλα όσα με κάθε αθέμιτο μέσο αποκτάς, θα τα εγκαταλείψεις έπειτα από λίγο;
Η αλήθεια είναι με τη συγκέντρωση πλούτου αποβλέπεις στην ικανοποίηση δύο φοβερών παθών σου, της κενοδοξίας και της φιληδονίας.