2. Ἄν ἀντιστέκεσαι στήν καταδρομή τοῦ διαβόλου καί δεῖς ὅτι ἐξασθένησε καί ὑποχωρεῖ, μή χαρεῖς, γιατί ἡ κακία τῶν πονηρῶν πνευμάτων δέν ἐξαντλήθηκε ἀκόμη, ἀλλά ἀκολουθεῖ πίσω ἀπό αὐτά. Ἐτοιμάζουν πόλεμο χειρότερο ἀπό τόν πρῶτο, τόν ἔχουν ἀφήσει πίσω ἀπό τήν πόλη καί τοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά μή κινηθεῖ. Καί ἄν ἀντισταθεῖς σ’ αὐτούς, φεύγουν νικημένοι. Ἄν ὅμως ὑπερηφανευτεῖς ὅτι τούς ἔδιωξες καί ἀφήσεις ἀφύλαχτη τήν πόλη, τότε ἄλλοι ἔρχονται ἀπό πίσω καί ἄλλοι στέκονται ἐμπρός, καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή ἀνάμεσά τους δέ βρίσκει καταφύγιο πουθενά. Πόλη εἶναι ἡ προσευχή. Ἀντίσταση εἶναι ἡ ἀντίκρουση τῶν πονηρῶν λογισμῶν στό ὄνομα του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βάση εἶναι ὁ θυμός.
3. Λοιπόν, ἀγαπητοί, ἄς σταθοῦμε μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάγομε τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί ἄς μή βάζομε ἐμπόδιο στή συνείδησή μας· ἄς προσέχομε τόν ἑαυτό μας μέ φόβο Θεοῦ, μέχρις ὅτου ἡ συνείδησή μας ἐλευθερωθεῖ καί μαζί της κι ἐμεῖς καί πραγματοποιηθεῖ ἕνωση ἀνάμεσα σ’ αὐτήν καί σ’ ἐμάς. Καί τότε ἡ συνείδηση γίνεται φύλακάς μας καί μᾶς δείχνει ποῦ σφάλλομε. Ἄν ὅμως δέν ὑπακούσομε σ’ αὐτήν, θά φύγει ἀπό μᾶς καί θά μᾶς ἐγκαταλείψει καί τότε πέφτομε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν καί δέν μᾶς ἀφήνουν πλέον. Ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας: «Ἄκουσε τόν ἀντίδικό σου ἕως ὅτου βρίσκεσαι μαζί του στό δρόμο γιά τό δικαστήριο»(Ματθ. 5,25). Ἀντίδικος, ἐννοοῦν μερικοί ὅτι εἶναι ἡ συνείδηση, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται στόν ἄνθρωπο πού θέλει νά κάνει τό ἀμαρτωλό του θέλημα. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκούσει τήν συνείδησή του, τότε αὐτή τον παραδίνει στούς ἐχθρούς του.
<!–[if !supportLineBreakNewLine]–>
<!–[endif]–>
5. Ἄν λοιπόν ὁ νοῦς ἀκούσει αὐτά τά ἐνθαρρυντικά λόγια, ἀψηφᾶ τούς δαίμονες λέγοντας: «Ποιός εἶναι ποὺ μέ πολεμᾶ; Ἄς σταθεῖ ἀπέναντί μου. Ποιός ἀντιδικεῖ μ’ ἐμένα; Ἄς μέ πλησιάσει. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου, ποιός θά μοῦ κάνει κακό; Ὅλοι ἐσεῖς θά παλιώσετε ὅπως τά ροῦχα πού τρώει ὁ σκόρος»(Ἡσ. 50,8).
<!–[if !supportLineBreakNewLine]–>
<!–[endif]–>
7. Ὀφείλει ὁ μοναχός νά κλείσει ὅλες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς, δηλαδή τίς αἰσθήσεις του, γιά νά μήν πέσει ἐξαιτίας τους στήν ἁμαρτία. Καί ὅταν δεῖ ὁ νοῦς ὅτι δέν κυριεύεται ἀπό κανένα πάθος, ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀθανασία καί μαζεύει τίς αἰσθήσεις του ὅλες κοντά καί τίς κάνει ἕνα σῶμα.
8. Ἄν ἀπαλλαγεῖ ὁ νοῦς ἀπό κάθε ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτό εἶναι τό σημεῖο ὅτι πέθανε μέσα σου ἡ ἁμαρτία.
9. Ἄν ὁ νοῦς μείνει ἐλεύθερος ἀπό τά κοσμικά πράγματα, τότε ἐκείνη ἡ ἀπόσταση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, χάνεται.
10. Ἄν ἐλευθερωθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, δηλ. ἀπό τά πάθη, καί ἀναπαυτεῖ, τότε βρίσκεται σέ καινούργια ζωή καί σκέφτεται καινούργια πράγματα, θεϊκά καί ἄφθαρτα. Ὅπου βρίσκεται τό πτῶμα, ἐκεῖ θά μαζευτοῦν οἱ ἀετοί(Λουκ. 17,37), (δηλαδή ὅπου ἡ ἠρεμία ἀπό τά πάθη, ἐκεῖ καί οἱ θεϊκές καί ἄφθαρτες σκέψεις).
11. Οἱ δαίμονες συνηθίζουν νά ἀποτραβιοῦνται μέ δόλο προσωρινά, γιά νά ξεθαρρευτεῖ ὁ ἄνθρωπος νομίζοντας ὅτι ἔγινε ἀπαθής καί νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του χωρίς προσοχή, Καί τότε ξαφνικά πηδοῦν πάνω στήν ταλαίπωρη ψυχή του καί τήν ἁρπάζουν σάν σπουργίτι. Καί ἄν τήν νικήσουν, τή ρίχνουν χωρίς οἶκτο σέ κάθε ἁμάρτημα, χειρότερο ἀπό ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ζητοῦσε πρωτύτερα συγχώρηση. Ἄς σταθοῦμε λοιπόν μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάξομε τήν καρδιά μας, ἐκτελώντας τήν ἄσκησή μας. Καί ἄς κρατοῦμε τίς ἀρετές, πού ἀποτελοῦν ἐμπόδιο στήν κακία τῶν ἐχθρῶν δαιμόνων.
12. Ὁ δάσκαλός μας Ἰησοῦς Χριστός πού γνωρίζει τήν ἀσπλαχνία τῶν δαιμόνων καί σπλαχνίζεται τό ἀνθρώπινο γένος, μᾶς ἔδωσε αὐστηρή ἐντολή λέγοντας: «Νά εἶστε ἕτοιμοι γιά κάθε ὥρα, γιατί δέν γνωρίζετε ποιά ὥρα ἔρχεται ὁ ληστής, μήπως ἔρθει καί σᾶς βρεῖ νά κοιμᾶστε»(Ματθ. 24, 42-44). Καί σέ ἄλλο μέρος λέει: «Προσέχετε μή βαρύνουν οἱ καρδιές σας ἀπό τήν κραιπάλη καί τήν μέθη καί τίς βιοτικές μέριμνες καί ἔρθει ξαφνικά ἡ ὥρα γιά σᾶς»(Λουκ. 21, 34). Στάσου λοιπόν καλά καί πρόσεχε τίς αἰσθήσεις σου. Καί ἄν κρατεῖς εἰρηνικά στό νοῦ σου τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, τότε βλέπεις τούς ληστές δαίμονες πού προσπαθοῦν νά τήν ἀφαιρέσουν κρυφά. Γιατί ἐκεῖνος πού προσέχει μέ ἀκρίβεια τούς λογισμούς του, ἀντιλαμβάνεται ἐκείνους πού θέλουν νά μποῦν καί νά τόν μολύνουν. Οἱ κακοί λογισμοί ταράζουν τό νοῦ γιά νά γίνει μετέωρος, φουσκωμένος καί ἀργός. Ἀλλά ἐκεῖνοι πού γνωρίζουν τήν κακία τους, μένουν ἀτάραχοι, προσευχόμενοι στόν Κύριο.
13. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν μισήσει τά ἔργα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό. Καί ποιά εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ; Τό νά μήν ἔχει κανείς τίποτε ξένο στό νοῦ του, ὅταν προσεύχεται σ’ Αὐτόν· νά μήν νιώθει ἄλλη ἡδονή, ὅταν Τόν δοξολογεῖ. νά μή διατηρεῖ καμιά κακία, ὅταν ψάλλει σ’ Αὐτόν. νά μήν ἔχει μίσος ἐναντίον κανενός, ὅταν προτιμᾶ Αὐτόν· οὔτε νά ὑπάρχει καμιά ζηλοφθονία πονηρή πού νά μᾶς ἐμποδίζει ὅταν ἀπευθυνόμαστε σ’ Αὐτόν συνεχῶς καί νά τόν θυμόμαστε πάντοτε. Γιατί τά παραπάνω σκοτεινά ἐμπόδια εἶναι τεῖχος πού περικυκλώνει τή δυστυχισμένη ψυχή καί δέν μπορεῖ νά λατρεύσει καθαρά τόν Θεό, ἐφόσον τά ἔχει αὐτά. Γιατί τῆς γίνονται ἐμπόδια στό δρόμο της πρός τόν Θεό καί δέν τήν ἀφήνουν νά Τόν συναντήσει καί νά Τόν δοξολογήσει μέσα της καί νά προσευχηθεῖ σ’ Αὐτόν μέ γλυκύτητα στήν καρδιά γιά νά φωτιστεῖ ἀπό Αὐτόν. Γι’ αὐτό ὁ νοῦς σκοτίζεται πάντοτε καί δέν μπορεῖ νά προκόψει κατά Θεόν, γιατί δέν φροντίζει νά τά κόψει ὅλα αὐτά μέ πνευματική γνώση.
14. Ὅταν ὁ νοῦς σώσει τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς ἀπό τά θελήματα τῆς σάρκας καί τίς ὁδηγήσει στήν ἀπάθεια καί ξεχωρίσει τήν ψυχή ἀπό τά θελήματα τῆς σάρκας, τότε ἄν δεῖ ὁ Θεός τήν ἀδιαντροπιά τῶν παθῶν, ὅτι ὁρμοῦν πάνω στήν ψυχή γιά νά φέρουν τίς αἰσθήσεις στήν ἁμαρτία, καί φωνάξει ὁ νοῦς κρυφά ἀπό τό Θεό καί ἀκατάπαυστα, στέλνει τήν βοήθειά Του καί ὅλα αὐτά ἀμέσως τά καταστρέφει.
15. Σέ παρακαλῶ, ἐφόσον βρίσκεσαι στή ζωή, μήν ἀφήσεις ἐλεύθερη τήν καρδιά σου. Γιατί ὅπως ὁ γεωργός δέν μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος γιά τούς καρπούς του, ἐπειδή δέν γνωρίζει τί μπορεῖ νά συμβεῖ μέχρις ὅτου τούς μαζέψει, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπιτρέπεται νά ἀφήσει ἀφύλαχτη τήν καρδιά του ὅσο ἀναπνέει. Ὅπως δέν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ποιό πάθος θά τοῦ ἔρθει ὡς τήν τελευταία του πνοή, ἔτσι δέν πρέπει νά ἀφήσει ἐλεύθερη τήν καρδιά του μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη, ἀλλά πρέπει πάντοτε νά φωνάζει πρός τό Θεό νά τόν βοηθήσει καί νά τόν ἐλεήσει.
16. Ἐκεῖνος πού δέν βρίσκει βοήθεια σέ καιρό πολέμου, οὔτε στήν εἰρήνη μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη.
17. Ὅταν χωριστεῖ κανείς ἀπό τήν ἁμαρτωλή ζωή, θά γνωρίσει μέ ἀκρίβεια ὅλα τά ἁμαρτήματα μέ τά ὁποῖα ἁμάρτησε στό Θεό. Γιατί δέν βλέπει τίς ἁμαρτίες του πρίν χωριστεῖ ἀπό αὐτές, πράγμα πού θά τοῦ φανεῖ πικρό καί δύσκολο. Ὅσοι φτάνουν σ’ αὐτό τό μέτρο, κλαῖνε γιά τίς ἁμαρτίες τους καί παρακαλοῦν καί ντρέπονται μπροστά στό Θεό, φέρνοντας στό νοῦ τίς πονηρές φιλίες πού εἶχαν μέ τά πάθη. Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν ἀδελφοί κατά τήν δύναμή μας καί ὁ Θεός μᾶς βοηθᾶ κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους Του. Καί ἄν δέν φυλάξαμε καθαρή τήν καρδιά μας, τουλάχιστον ἄς βάλομε τά δυνατά μας νά φυλάξομε τά σώματά μας, ὅπως ζητάει ὁ Θεός, ἀναμάρτητα καί ἄς πιστεύομε ὅτι κατά τόν καιρό τῆς πνευματικῆς πείνας πού μᾶς βρῆκε, μᾶς ἐλεεῖ μαζί μέ τούς Ἁγίους Του.
18. Ἐκεῖνος πού ἔδωσε τήν καρδιά του στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ μέ ἀληθινή εὐσέβεια, δέν μπορεῖ νά σκέφτεται ὅτι εἶναι ἀρεστός στό Θεό. Ἐπειδή ὅσο τόν ἐλέγχει ἡ συνείδησή του γιά τίς ἁμαρτίες πού ἔκανε, δέν ἀπόκτησε τήν ἐλευθερία. Ἐφόσον ὑπάρχει ὁ ἐλέγχος, ὑπάρχει καί ἐκεῖνος πού κατηγορεῖ· καί ἐφόσον ὑπάρχει κατηγορία, δέν ὑπάρχει ἐλευθερία. Ἄν λοιπόν στήν προσευχή σου δεῖς ὅτι δέν σέ κατηγορεῖ κανένα εἶδος κακίας, ἄρα εἶσαι ἐλεύθερος καί μπῆκες στήν ἁγία ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. Ἄν δεῖς ὅτι ὁ καλός καρπός δυνάμωσε καί δέν τόν πνίγουν πλέον τά ζιζάνια τοῦ ἐχθροῦ· καί ὅτι δέν ἔφυγαν μόνοι τους οἱ ἐχθροί καί ἔπαψαν ἀπό πανουργία νά πολεμοῦν πλέον μέ τίς αἰσθήσεις σου· καί ἄν ἡ νεφέλη ἔριξε τή σκιά της πάνω στή σκηνή καί ὁ ἥλιος δέν σέ ἔκαψε τήν ἡμέρα, οὔτε ἡ σελήνη τή νύχτα(Ψαλμ.120,6)· καί ἄν βλέπεις ὅτι ἑτοίμασες τήν σκηνή νά τή στήσεις καί νά τή φυλάξεις κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔχεις νικήσει. Καί τότε Αὐτός θά ρίξει τή σκιά Του πάνω στή σκηνή γιατί εἶναι δική Του. Καί ἕως ὅτου γίνεται πόλεμος, ὁ ἄνθρωπος ἔχει φόβο καί τρόμο, ἤ νά νικήσει σήμερα, ἤ νά νικηθεῖ· ἤ νά νικηθεῖ αὔριο ἤ νά νικήσει· γιατί ὁ ἀγώνας σφίγγει τήν καρδιά ὁλόγυρα. Ἡ ἀπάθεια ὅμως εἶναι ἀκαταμάχητη, γιατί ἔλαβε πιά τό βραβεῖο καί ἔπαψε πιά νά μεριμνᾶ γιά κάποιο ἀπό τά τρία μέρη, ἐπειδή εἰρήνευσαν μεταξύ τους καί μέ τό Θεό. Τά τρία αὐτά μέρη εἶναι ψυχή, σῶμα καί πνεῦμα. Ὅταν λοιπόν τά τρία αὐτά γίνουν ἕνα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν μποροῦν πλέον νά χωριστοῦν. Μή νομίζεις λοιπόν τόν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι νεκρός ὡς πρός τήν ἁμαρτία, ὅσο στενοχωρεῖσαι καί πολεμεῖσαι μέ ὁρμή ἀπό τούς ἐχθρούς σου τούς δαίμονες, εἴτε ξυπνητός, εἴτε στόν ὕπνο σου. Ὅσο ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος βρίσκεται στό στάδιο τοῦ ἀγώνα, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀσφαλής.
19. Ἄν ὁ νοῦς ἀποκτήσει πνευματική δύναμη καί ἑτοιμάσει τόν ἑαυτό του νά ἀκολουθήσει τήν ἀγάπη πού σβήνει ὅλα τά πάθη τοῦ σώματος καί πού δέν ἀφήνει μέ τή δύναμή της καμιά κακία νά ἐξουσιάζει τήν καρδιά, τότε ὁ νοῦς ἀντιστέκεται ἐναντίον τῆς κακίας μέχρις ὅτου τήν χωρίσει ἀπό τίς καλές διαθέσεις τῆς ψυχῆς.
20. Ἐξέταζε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη προσοχή τόν ἑαυτό σου, ἀδελφέ, κάθε ἡμέρα, καί βλέπε τήν καρδιά σου, ποιό πάθος βρίσκεται μέσα σ’ αὐτήν. Καί πέταξέ το μακριά ἀπό τήν καρδιά σου, γιά νά μή σοῦ γίνει ἀφορμή καταδίκης.
21. Πρόσεχε λοιπόν ἀδελφέ μου τήν καρδιά σου καί ἀγρύπνα γιά ν’ ἀντιμετωπίσεις τούς ἐχθρούς σου. Γιατί εἶναι πανοῦργοι καί μέ κάθε εἶδος κακίας. Καί πίστεψε μέσα σου βαθιά ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος πού πράττει τό κακό, νά πράξει καλά. Γι’ αὐτό καί ὁ Σωτήρας μας μᾶς δίδαξε νά εἴμαστε προσεκτικοί καί ἄγρυπνοι, λέγοντας: «Ὅτι εἶναι στενή ἡ πύλη καί δύσκολος ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στή ζωή καί εἶναι λίγοι ὅσοι τόν βρίσκουν»(Ματθ. 7,14).
22. Πρόσεχε λοιπόν στόν ἑαυτό σου μήπως κάτι ἀπ’ ὅσα ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί φύλαγε τήν καρδιά σου καί μήν ἀμελήσεις καί πεῖς: «Πῶς νά φυλάξω τήν καρδιά μου, ἀφοῦ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός;» Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείψει τίς ἁμαρτίες του καί ἐπιστρέψει στό Θεό μετανοιωμένος, ἡ μετάνοια τόν ξαναγεννᾶ καί τόν κάνει ὅλον καινούργιο.
23. Παντοῦ ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή, μιλᾶ γιά τή φύλαξη τῆς καρδιᾶς. Ὁ Δαβίδ λέει: «Γιοί τῶν ἀνθρώπων, ὡς πότε θά ἔχετε βαριά καρδιά;(Ψαλμ. 4,3), καί πάλι: «Ἡ καρδιά τούς εἶναι κούφια»(Ψαλμ. 5,10). Γιά ἐκείνους πάλι πού σκέφτονται μάταια, λέει: «Εἶπε μέσα στήν καρδιά του, θά μείνω ἀμετακίνητος»(Ψαλμ.9,27). Καί πάλι: «Εἶπε μέσα στήν καρδιά του, ξεχάστηκε ὁ Θεός»(Ψαλμ. 9,32), καί ἄλλα πολλά παρόμοια. Ὀφείλει λοιπόν ὁ μοναχός νά ἐννοεῖ τό σκοπό τῆς Γραφῆς, γιά ποιόν καί πότε μιλάει, καί νά κρατᾶ συνεχῶς τόν ἀγώνα τῆς ἀσκήσεως. νά προσέχει τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου καί σάν καλός πλοίαρχος νά ξεπερνᾶ τά κύματα, καθώς θά τόν κυβερνᾶ ἡ χάρη, χωρίς νά ξεφεύγει ἀπό τόν δρόμο του καί νά προσέχει μόνο στόν ἑαυτό του. καί νά πλησιάζει τό Θεό, χωρίς νά πλανιέται ἡ σκέψη του ἐδῶ κι ἐκεῖ, καί χωρίς περιέργεια τοῦ νοῦ του.
24. Ὁ καιρός τῶν ἀγώνων ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς τήν προσευχή, ὅπως τόν πλοίαρχο οἱ ἄνεμοι καί οἱ τρικυμίες καί οἱ φουρτοῦνες. Γιατί δεχόμαστε προσβολή λογισμῶν καί ἐναρέτων καί κακῶν. Κύριος τῶν παθῶν εἶναι ὁ εὐσεβής καί φιλόθεος λογισμός. Πρέπει ἐμεῖς οἱ ἡσυχαστές μέ σύνεση νά διακρίνομε καί νά ξεχωρίζομε καί τίς ἀρετές καί τίς κακίες. καί ποιές ἀρετές νά ἐργαζόμαστε μπροστά στούς ἀδελφούς μας καί ποιές μόνοι μας. καί ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή, ποιά ἡ δεύτερη καί ποιά ἡ τρίτη. καί ποιό πάθος εἶναι ψυχικό καί ποιό σωματικό, καί ποιά ἀρετή ψυχική καί ποιά σωματική· καί ἀπό ποιά ἀρετή ἡ ὑπερηφάνεια χτυπᾶ τό νοῦ, ἀπό ποιά ἔρχεται ἡ κενοδοξία, ἀπό ποιά πλησιάζει ὁ θυμός καί ἀπό ποιά ἔρχεται ἡ γαστριμαργία. Γιατί ὀφείλομε νά ἀνατρέπομε τίς πονηρές σκέψεις καί κάθε ὑψηλοφροσύνη πού ὑψώνεται καί ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά γνωρίσουν τό Θεό(Β΄ Κορ. 10,5).
25. Πρώτη ἀρετή εἶναι ἡ ἀμεριμνία, δηλαδή θάνατος σέ σχέση μέ κάθε ἄνθρωπο καί κάθε πράγμα. Αὐτή γεννᾶ τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή πάλι γεννᾶ τή φυσική ὀργή, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται σέ κάθε πειρασμό τοῦ διαβόλου. Τότε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ βρίσκει κατοικία στόν ἄνθρωπο καί διαμέσου τοῦ φόβου φανερώνεται ἡ ἀγάπη.
26. Πρέπει τήν προσβολή τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ νά τήν ἀνατρέπομε ἀπό τήν καρδιά μας μέ εὐσεβῆ ἀντιλογία κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, μήπως καί βρεθοῦμε νά προσευχόμαστε στό Θεό μέ τά χείλη, ἐνῶ στήν καρδιά νά σκεφτόμαστε τά ἄτοπα. Γιατί ὁ Θεός δέν δέχεται ἀπό τόν ἡσυχαστή προσευχή θολή καί περιφρονητική. Σέ ὅλα τά μέρη της ἡ Γραφή συνιστᾶ ἔντονα νά φυλάγομε τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς. Ἄν ὑποταχθεῖ τό θέλημα τοῦ μοναχοῦ στό νόμο τοῦ Θεοῦ, κατά τό νόμο αὐτό θά κυβερνήσει καί ὁ νοῦς ὅσα ἐξαρτῶνται ὡς ὑπήκοοί του ἀπό αὐτόν, δηλ. ὅλες τίς ψυχικές κινήσεις καί ἰδιαίτερα τό θυμό καί τήν ἐπιθυμία. Αὐτοί εἶναι οἱ ὑπήκοοι τοῦ νοῦ. Ἀρετή ἐργαστήκαμε καί κάναμε τό σωστό, στρέψαμε τήν ἐπιθυμία στό Θεό καί τά θελήματά Του, καί τό θυμό κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο ποὺ ζητεῖται ἀπό μας; Ἡ ἐσωτερική μελέτη.
27. Ἄν ὁ σπόρος τῆς αἰσχρότητας σπαρεῖ στήν καρδιά σου, ὅταν κάθεσαι στό κελί σου, πρόσεξε. Ἀντιστάσου κατά τῆς κακίας, μήπως σέ κυριεύσει. Θυμήσου τό Θεό ὅτι εἶναι παρών καί σέ προσέχει, καί ὅ,τι ἔχεις στήν καρδιά σου εἶναι φανερό μπροστά Του. Πές λοιπόν στήν ψυχή σου: «Ἄν φοβᾶσαι ὁμοίους σου ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς νά μή δοῦν τίς ἁμαρτίες σου, πόσο μᾶλλον τό Θεό ποὺ ὅλα τά βλέπει; Καί ἀπό αὐτό φανερώνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου. Καί ἄν μείνεις μαζί του, μένεις ἀκίνητος ὡς πρός τά πάθη, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Ὅσοι στηρίζονται στόν Κύριο εἶναι σάν τό ὅρος Σιῶν. δέν θά σαλευτεῖ στόν αἰώνα ὅποιος κατοικεῖ στήν Ἱερουσαλήμ»(Ψαλμ. 124, 1). Καί σέ κάθε πράγμα πού κάνεις, νά πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός βλέπει κάθε σκέψη σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις ποτέ. Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.