Στις 9 Μαρτίου η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, οι οποίοι μαρτύρησαν στην παγωμένη λίμνη της Σεβαστείας της Μικράς Ασίας. Τα ονόματά τους ήταν: Αγγίας, Αγλάϊος, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάϊος, Γοργόνιος, (δεύτερος) Γοργόνιος, Δομετιανός, Δόμνος, Ευδίκιος, Ευνοϊκος, Ευτυχής, Ηλιανός, Ηλίας, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ιωάννης, Κάνδιδος, Κύριλλος, Κυρίων, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανυίας, Ουαλέριος, Ουάλης, Πρίσκος, Σακερδών, Σεβηριανός, Συνέσιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Χουδίων.
Οι Άγιοι ήταν στρατιώτες που υπηρετούσαν στο πιο επίλεκτο τάγμα της Καππαδοκίας, κατά την εποχή που ο Λικίνιος ήταν ο μόνος κυρίαρχος στην Ανατολή (313-324), ενώ στη Δύση ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (312-324). Αυτοί οι στρατιώτες του Χριστού συνελήφθησαν, γιατί ομολόγησαν δημόσια την πίστη τους προς τον Χριστό (αν και λίγα χρόνια προηγουμένως, το 313, ο Λικίνιος μαζί με τον Μέγα Κωνσταντίνο είχε υπογράψει το διάταγμα της ανεξιθρησκίας).
Συγκεκριμένα επτά χρόνια μετά το διάταγμα (320), ο Λικίνιος δεν σεβάστηκε όσα είχε συμφωνήσει και εξαπέλυσε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έδωσε ξεκάθαρες διαταγές σε όλους τους τοπικούς διοικητές της Ανατολής να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και όσους αρνιούνταν να θυσιάσουν στα είδωλα.
Οι Άγιοι με θάρρος παρουσιάστηκαν μπροστά στο διοικητή τους και με παρρησία ομολόγησαν ότι είναι Χριστιανοί. Αυτός, μη μπορώντας να τους μεταπείσει, τους παρέδωσε στο τοπικό διοικητή, τον Αγρικόλα. Στους επαίνους και τα καλοπιάσματα του Αγρικόλα, για να αρνηθούν την πίστη τους, αυτοί παρέμειναν σταθεροί και αμετακίνητοι.
Μάλιστα ένας από αυτούς, ο Κάνδινος, του απάντησε: ‹‹Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας και την προσφορά μας στο κράτος. Αλλά ο Χριστός, στον οποίο πιστεύουμε, μας προτρέπει να προσφέρουμε στον καθένα ό,τι του ανήκει. Γι’ αυτό προσφέρουμε στον αυτοκράτορα στρατιωτική υπακοή. Αν με την πίστη μας στο Χριστό δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη μας, που μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;››.
Ο Αγρικόλας βλέποντας ότι δεν κάμπτει το φρόνημα των Αγίων αποφάσισε να τους φυλακίσει. Στη φυλακή, καθώς οι Άγιοι προσεύχονταν, τους εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός μέσα σε ένα υπερφυσικό φως και τους ενίσχυσε στον αγώνα τους, αφού τους είπε ως τελευταία λόγια το προφητικό: «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (αυτός που θα αντέξει ως τέλος, αυτός θα σωθεί). Προφητικό, γιατί ο Κύριος γνώριζε ότι ένας από τους Τεσσαράκοντα θα λιποψυχούσε και θα έχανε τον αμάραντο στέφανο της βασιλείας των Ουρανών.
Τελικά ο διοικητής αποφάσισε να τους ρίξει ολόγυμνους μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης της Σεβαστείας, η οποία λόγω του βαρύτατου χειμώνα είχε παγώσει ολόκληρη. Όπως αναφέρει και ο Μέγας Βασίλειος (330-379) εις τον περί των Τεσσαρακόντα Μαρτύρων λόγο του θέλησε ο Αγρικόλας να τους καταδικάσει σ’ ένα όσο το δυνατό πιο αργό και επώδυνο θάνατο. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι η οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου κατείχε τεμάχια λειψάνων των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Οι Άγιοι οδηγήθηκαν στην παγωμένη λίμνη. Πλησίον της λίμνης υπήρχε ένα λουτρό στο οποίο οι ειδωλολάτρες είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά, με σκοπό να κάμψουν τη θέληση των Αγίων να θυσιαστούν για χάρη του Χριστού.
Μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης, το μαρτύριο ήταν φρικτό και απάνθρωπο. Το αίμα σιγά-σιγά έπαψε να κυκλοφορεί στις φλέβες. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν και οι πόνοι γίνονταν αφόρητοι.
Ένας από τους τεσσαράκοντα έχασε το θάρρος του και βγήκε έξω για να ζεσταθεί. Δυστυχώς, γι’ αυτόν λόγω της απότομης αλλαγής θερμοκρασίας από το τσουχτερό κρύο στη ζέστη της φωτιάς, το σώμα του δεν άντεξε και πέθανε αμέσως.
Κάποιος από τους φύλακες, με το όνομα Αγλάϊος, παρακολουθούσε όσα συνέβαιναν και μπήκε στη λίμνη, ομολογώντας πίστη στον Χριστό, λέγοντας ότι: ‹‹Είμαι και εγώ Χριστιανός››. Έτσι συμπληρώθηκε και πάλι ο αριθμός των Τεσσαρακόντα.
Ο Αγλάϊος προχώρησε σ’ αυτή την πράξη, γιατί κατά τη διάρκεια της νύχτας έβλεπε ένα ουράνιο φως να φωτίζει ολόκληρη τη λίμνη, όπου βρίσκονταν οι Μάρτυρες και σαράντα λαμπρά στεφάνια να αιωρούνται επάνω από τα κεφάλια τους. Όταν είδε ένα απ’ αυτούς να λιποψυχεί και να βγαίνει από τη λίμνη, παρατήρησε ότι υπήρχαν τριανταεννιά στεφάνια επάνω από τα κεφάλια των Μαρτύρων και ότι το τεσσαρακοστό παρέμενε μετέωρο στον αέρα. Αμέσως κατάλαβε τι δόξα περίμενε τους Μάρτυρες, δεν δίστασε και πήρε τη θέση εκείνου που λιποψύχησε .
Οι Μάρτυρες υπέμειναν με γενναιότητα το μαρτύριο όλη τη νύχτα, δίνοντας θάρρος ο ένας στον άλλο και λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ακόμα να υπομείνουμε και θα κερδίσουμε την αιωνιότητα». Όταν ξημέρωσε, επειδή ήσαν μισοπεθαμένοι, ο τοπικός διοικητής Αγρικόλας έδωσε διαταγή να τους ρίξουν στη φωτιά. Ήθελε, έστω και μισοπεθαμένους, να τους βασανίσει και άλλο. Έδωσε, όμως, διαταγή τον Μελίτωνα, το νεαρότερο από όλους, να τον αφήσουν σώο. Είχε την ψευδαίσθηση ότι αυτός, ως νέο παιδί, θα προτιμούσε να ζήσει και να προδώσει τους συντρόφους του. Οι φύλακες ακολουθώντας τη διαταγή άρχισαν να φορτώνουν τα μισοπεθαμένα σώματα των Μαρτύρων σε μια άμαξα.
Εκείνη την στιγμή έλαμψε η ακλόνητη πίστη και το μεγαλείο της ψυχής της μητέρας του. Η μητέρα αυτή, η οποία παρακολουθούσε το μαρτύριο του νεαρού γιου της, έτρεξε, τον σήκωσε στις πλάτες της και ακολουθούσε την άμαξα που μετέφερε τους υπόλοιπους Μάρτυρες. Δεν ήθελε να χάσει ο γιός της το στεφάνι. Προτίμησε να θυσιάσει το φθαρτό του σώμα, προκειμένου να του εξασφαλίσει την αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού.
Τελικά, μετέφεραν τα σώματα των Αγίων στο ποτάμι, εκεί άναψαν φωτιά και κατέκαυσαν τα σώματα, ενώ στη συνέχεια έριξαν στο ποτάμι ό,τι η φωτιά δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει.
Λίγες μέρες μετά το μαρτύριο τους, οι Άγιοι εμφανίστηκαν στον επίσκοπο Σεβαστείας Πέτρο και του αποκάλυψαν το ακριβή τόπο που θα έβρισκε τα ιερά τους λείψανα. Η εύρεση των ιερών λειψάνων των Μαρτύρων προκάλεσε απερίγραπτη χαρά στα μέλη της τοπικής Εκκλησίας της Σεβαστείας.
Σπουδαία ως ιστορικό υλικό αποτελεί η διαθήκη των Μαρτύρων. Τρεις εξ αυτών (Μελέτιος, Αέτιος και Ευτύχιος) δια χειρός του πρώτου απευθύνονται προς τους ‹‹κατά πάσαν πόλιν και χώραν›› χριστιανούς, εκφραζόντας την επιθυμία τους τα λείψανά τους να κατατεθούν στο χωριό Σαρείμ, για να μείνουν ενωμένοι σωματικά και μεταθανάτια. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: ‹‹επειδή κοινόν εθέμεθα τον του άθλου αγώνα, κοινήν συνεθέμεθα και την κατάπαυσιν ποιήσασθαι›› (επειδή αγωνιστήκαμε όλοι μαζί, κοινή επιθυμούμε και την ανάπαυσή μας).
Μετά από σχεδόν εκατό είκοσι χρόνια από το μαρτύριό τους, το 438 βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, τεμάχια από τα λείψανα τους που ήταν κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου. Ο ίδιος ο Άγιος Θύρσος εμφανίστηκε στη βυζαντινή πριγκίπισσα Πουλχερία (αυτοκράτειρα κατά το διάστημα 450-453) και της απεκάλυψε το σημείο που ήταν κρυμμένα. Τελικά, μετά από πολύωρες έρευνες, βρέθηκαν δύο ασημένιες λάρνακες με λείψανα στον τάφο της διακόνισσας Ευσεβείας, οι οποίες τοποθετήθηκαν εκεί σύμφωνα με επιθυμία της.
Κλείνοντας, προς τιμήν των Αγίων Τεσσαράκοντα διασώζονται εγκωμιαστικές ομιλίες, τις οποίες εκφώνησαν μεγάλοι Άγιοι και Ιεράρχες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος (330-379), ο Γρηγόριος Νύσσης (335-394), ο Ιερός Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347-407) και ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826). Τέλος, το ένδοξο μαρτύριό τους υμνείται διαμέσου της Ασματικής Ακολουθίας, του Παρακλητικού Κανόνα και των Χαιρετιστηρίων Οίκων, έργα των υμνογράφων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Συγγραφή: Αναστάσιος Νικολάου, φιλόλογος.
Επιμέλεια: Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγος.
Πηγή: «Το μαρτύριο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και το ιστορικό της Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης», Εκδόσεις Ιεράς Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης, Σπάρτη, 2004.