Ο μακαριστός Γέροντας Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης (πρώην Γρηγοριάτης, 1902-1987) είχε στη ζωή του διάφορες άγιες εμπειρίες. Από αυτές θα αναφέρω δυο χαρακτηριστικές, όπως μου τις διηγήθηκε ο ίδιος κάποτε που τον επισκέφθηκα.
Όταν ήμουν Δόκιμος στη Μονή Γρηγορίου –μου είπε ο π. Γελάσιος– στις Ακολουθίες καθόμουν συνήθως στο αναλόγιο της Λιτής, εκεί που διαβάζουμε το Μικρό Απόδειπνο και το Μεσονυκτικό. Σε κάποια πρωινή Ακολουθία, εκεί που στεκόμουν, βλέπω να έρχονται από το Ιερό δύο Γυναίκες. Η μία έμοιαζε μ’ Εκείνη του τέμπλου. Η άλλη ήταν μικρόσωμη, λιγνή, φορούσε μπλε ρούχα και ακολουθούσε την πρώτη, η οποία φορούσε κόκκινα ρούχα. Περνούσαν από τους Πατέρες, αρχίζοντας από τον Ηγούμενο. Η δεύτερη κρατούσε ένα μανδήλι με νομίσματα, και η πρώτη της έκανε νεύμα σε ποιους Μοναχούς να δίνει. Έτσι, άλλού έδινε και αλλού δεν έδινε. Εγώ τις κοίταζα και νόμιζα ότι ήμουν ξύπνιος. Πώς να στο πω, βρε παιδάκι μου, τις έβλεπα πολύ καθαρά.
Μετά το Καθολικό βγήκαν στη Λιτή. Πέρασαν και από μπροστά μου. Λέει η πρώτη στη δεύτερη: «Δώσε και σ’ αυτόν». Ανοίγει το μανδήλι της η μικρή Κόρη, βγάζει ένα νόμισμα και μου το δίνει. Εγώ το πήρα και το έσφιγγα στην παλάμη μου.
Αφού προχώρησαν και οι δυο μέσα από το δεξιό πορτάκι, άκουσα τον διάκο-Παχώμιο να λέει: «Την Θεοτόκο και Μητέρα του Φωτός, εν ύμνοις τιμώντες μεγαλύνομεν». Ήταν η Ενάτη Ωδή.
Σηκώθηκα εγώ και αναρωτιόμουν, ποιες να ήταν σε ώρα ακολουθίας αυτές οι Γυναίκες; Έψαχνα να βρω το νόμισμα που μου έδωσαν και έλεγα: «Παναγία μου, τι είναι αυτό που μου συνέβη απόψε;» Όταν τελείωσε η Ακολουθία, πήγα αμέσως στον παπα-Θανάση, τον Ηγούμενο.
– Γέροντα, σήμερα το πρωί ήσαν δύο Γυναίκες μέσα στην εκκλησία.
– Πώς τις είδες;
– Βγήκαν μέσα από το Ιερό, πήραν βόλτα τους Πατέρες και μοίραζαν νομίσματα. Μου έδωσαν και εμένα, αλλά τώρα δεν το έχω.
– Μου είπε: «Γυναίκες εδώ δεν έχουμε, παιδί μου. Μόνο την Παναγία έχουμε και την Αγία Αναστασία. Πήγαινε και ασχολήσου με το διακόνημά σου. Και εδώ που ήλθες, η Παναγία σ’ έφερε γιατί το ζήτησες.
Το καλοκαίρι του 1987, στη Σιμωνόπετρα, αισθανόμουν για αρκετό διάστημα πόνους στα χέρια και στα πόδια. Παρακάλεσα πολλές φορές τον Κύριο, την Θεοτόκο και άλλους Αγίους, αλλά καμία απάντηση. Θυμήθηκα τότε ένα ξεχασμένο σε πολλούς Άγιο, τον Όσιο Κασσιανό τον Ρωμαίο, του οποίου η μνήμη τελείται μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια, δηλαδή 29 Φεβρουαρίου.
Όταν υπηρετούσα ως αντιπρόσωπος της Μονής στην Κοινότητα, τιμούσα αυτόν τον Άγιο, και όταν ακόμη δεν υπήρχε ημέρα της μνήμης του. Μοίραζα γλυκά στους άλλους Αντιπροσώπους την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου, λέγοντας: «Ορίστε, Πατέρες, γλυκά για να τιμήσουμε τον άγιο Κασσιανό, για να μη παραπονιέται, διότι η Εκκλησία μας δεν θα τον τιμήσει αυτή τη χρονιά». Αυτόν λοιπόν παρακάλεσα να με απαλλάξει από τους πόνους. Και πράγματι, το βράδυ, πριν κοιμηθώ, κάποιος κτύπησε την πόρτα του κελλιού μου.
– Ποιος είναι; Περάστε μέσα.
– Τι κάνεις, πάτερ Γελάσιε;
– Τι θέλεις να κάνω, Γέροντα, δεν ξέρεις ότι πονώ στα χέρια και στα πόδια;
– Μη στενοχωριέσαι. Θα γίνεις καλά. Πάρε σβησμένο ασβέστη, επάλειψε τα μέρη που πονάς και θα γίνεις καλά.
Ήταν ο Άγιος, λευκογένειος, ταπεινός, ευσυμπάθητος. Φώναξα τον διακονητή μου, τον π. Π. να μου φέρει ασβεστόνερο. Εκείνος με μάλωνε λέγοντας:
– Τι θέλεις τέτοια ώρα αυτό το νερό;
– Εσύ δεν ξέρεις. Κάνε όμως υπακοή να μου το φέρεις.
Πράγματι, επάλειψα τα πονεμένα μου μέλη, και σε πέντε λεπτά ήμουν καλά. Τότε κατάλαβα ότι με είχε επισκεφθεί ο άγιος Κασσιανός.
Από το βιβλίο: Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, «Σύγχρονοι Γεροντάδες του Άθωνος», Μοναχός Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης (αποσπάσματα). Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου 2005