«Ἀλλ’ ἡμῖν μέν, διὰ τὸ πτωχὴν εἶναι τοῦ καλοῦ, ἡ φύσις ἀεὶ πρὸς τὸ ἐνδέον ἵεται, καὶ ἡ τοῦ λείποντος ἔφεσις αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπιθυμητικὴ τῆς φύσεως ἡμῶν διάθεσις.»
(Γρηγ. Νύσσης, περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, Ἑλλην. Πατρολογία 46, 92 C).
Τὸ σύντομο τοῦτο χωρίο περιέχει βαθυστόχαστη διάγνωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἂς τὴν προσέξωμε. Εἶναι ἀπαύγασμα στροφῆς πρὸς τὰ ἔσω. Ἐπειδή, λέγει, ἡ φύσις μας εἶναι «πτωχή τοῦ καλοῦ», γιὰ τοῦτο ρίχνεται μὲ ὁρμὴ πάντα πρὸς αὐτὸ ποὺ τῆς λείπει, πρὸς τὸ καλὸ δηλαδή. Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, ἡ ἐπιθυμητικὴ διάθεση τῆς φύσεώς μας, περιεχόμενο καὶ στόχο της ἔχει τὴν ἔφεση ἐκείνου ποὺ λείπει.
Τὸ «πτωχήν τοῦ καλοῦ» δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς διαπίστωση τοῦ γεγονότος, ἀλλὰ προϋποθέτει καὶ ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει συνείδηση τῆς «πτωχείας» της. Αὐτὰ σημαίνουν ἀκόμη ὅτι «τὸ καλὸν» οὐσιώνει τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν πλήρωση τῆς φύσεώς του. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος, θηρευτὴς τοῦ καλοῦ, φέρεται πάντα μὲ ὁρμὴ πρὸς αὐτό. Τὸ κατακτᾶ ὅμως πάντα μὲ τρόπο ἐλλιπῆ.
Ἔτσι ἡ πορεία γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς πτωχείας γίνεται ἄσωστη∙ τὸ «καλὸν» μένει πάντα ἀνέφικτο στὴν πληρότητά του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὡστόσο ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου παίρνει τὸ σωστὸ νόημά της, ὅσο ἡ ἐπιθυμητικὴ του διάθεση ἐκφράζει τὴν ἔφεση πρὸς τὸ καλό, πού, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ τὸ γεύεται ὁ ἄνθρωπος, αἰσθάνεται καὶ ὅτι τοῦ λείπει.
Ἔχομε ἐδῶ μεταφυσικὴ θεμελίωση τῆς πνευματικῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου. Ρίζα καὶ οὐσία της, ἡ ἔφεση τοῦ καλοῦ. Καὶ ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἔφεση ἐκείνου ποὺ μᾶς λείπει, ἡ μεταφυσικὴ θεμελίωση στηρίζεται στὴ γόνιμη αἴσθηση τῆς ἔνδειάς μας. Ἡ συνείδηση τῆς φτώχειάς του ὡς πρὸς τὸ « καλὸν », αὐτὴ καὶ μόνο αὐτὴ οἰστρηλάτει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν θήρα «τοῦ ἀεὶ λείποντος». Ἔτσι ἡ εὐλογημένη ἔνδεια ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς τὴν θέωση. Ἀποπειρᾶται ὁ ἄνθρωπος νὰ μοιάση τὸν Θεό, ποὺ εἶναι τὸ «Αὐτόκαλον», τὸ «Αὐτοάγαθον».
Ἄν, ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ στραφοῦμε πρὸς τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ διαπιστώσωμε, ὅτι εἶναι βυθισμένος κυρίως στὴν ἔρευνα τῶν ἀντικειμένων καὶ τὴν ἐπινόηση τεχνικῶν μέσων καὶ γιὰ τὴν ἔρευνα καὶ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση ἐπιθυμιῶν. Ἐπιθυμιῶν ποὺ δὲν ἔχουν στόχο τους «τὸ καλόν», ἀλλὰ τὴν εὐημερία του. Εἶναι σήμερα ὁ ἄνθρωπος κυρίως ἕνας λαμπρὸς θηρευτὴς τῆς εὐημερίας. Τοῦ λείπει ἡ στροφὴ πρὸς τὰ ἔσω, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ μεταφυσικὴ σύλληψη τῆς φύσεώς του ὡς ἔνδειας τοῦ καλοῦ. Τοῦ λείπει λοιπὸν τὸ οὐσιωδέστερο στοιχεῖο γιὰ τὴ σωστὴ πραγμάτωση τῆς πνευματικῆς του φύσης. Γιὰ νὰ ξεφύγη ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πέλαγος, ἀπὸ τὸ χάος καλύτερα τοῦ μηδενισμοῦ στὸ ὁποῖο, παρ’ ὅλη τὴν ἐπιστημοσύνη του, τὸν ὁδηγεῖ ἡ ἀβασάνιστη θήρα τῆς εὐημερίας, εἶναι ἀνάγκη νὰ στραφῆ πάλι πρὸς τὰ ἔσω καὶ νὰ ἀνακάλυψη τὸ μεταφυσικὸ βάθος τῆς φύσεώς του, νὰ ξαναβρῆ τὸν οἶστρο πρὸς «τὸ καλόν», ποὺ ἐξαγνίζει καὶ σώζει. Θὰ βροῦν τότε δικαίωση καὶ ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία, θὰ ξαναζήση ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του ὡς μεταφυσικὴ συνείδηση καὶ ὄχι ὡς ὑπερβατικὸ λόγο, ὅπως ἤθελεν ὁ Κάντ∙ θὰ λάμψη πάλι μέσα του τὸ φῶς τῆς πνευματικότητάς του.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νὰ τονίσω ὅτι κύριο ἔργο της πρέπει νὰ θεωρῆ ἡ φιλοσοφία, νὰ ἀποδεσμεύη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἐπιτεύγματά του, νὰ τὸν καθιστᾶ ἐλεύθερο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ αὐτά, ρυθμιστὴ τῆς πνευματικῆς του πορείας. Μόνο ἔτσι ἑτοιμάζεται ὁ ἄνθρωπος νὰ συλλάβη τὸ μεταφυσικὸ βάθος τοῦ εἶναι του. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ τὸν δικό του τρόπο ἐτόνισεν ὁ μεγάλος ἀτομικὸς ἐπιστήμων Ὀππενχάϊμερ: «Μᾶς χρειάζονται», εἶπε, «φιλόσοφοι καὶ ὄχι ἐπιστήμονες. Ἡ ἀλήθεια ἀνήκει στὴν σοφία καὶ ὄχι στὴν ἐπιστήμη.»