Του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
Αδελφοί και πατέρες, τώρα πλέον έφθασε Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα, που μας χαρίζει ευφροσύνη και χαρά, η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, γίνεται όμως καθημερινά και αέναα στις ψυχές αυτών που γνωρίζουν το μυστήριο της, γέμισε τις καρδιές μας με χαρά και άφατη αγαλλίαση. Ταυτόχρονα έδωσε τέρμα στον κόπο της πάνσεπτης νηστείας, ή για να πω καλύτερα, της έδωσε πλήρωμα και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας. Γι’ αυτό αφού προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς σε ανάπαυση και ευχαριστία, όπως βλέπετε, πέρασε.
Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας βοήθησε να διαπλεύσουμε το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε στο λιμένα της αναστάσεώς του γεμάτους χαρά. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι διανύσαμε το δρόμο της νηστείας με επιμέλεια και προθυμία, με πρόθεση γεμάτη ζέση και με αγώνες για την απόκτηση της αρετής και όσοι λιποψυχήσαμε σ’ αυτά από αμέλεια και ψυχική ασθένεια.
Γιατί αυτός είναι εκείνος που και στους επιμελείς αγωνιστές με το παραπάνω δίνει τους στεφάνους και μισθούς αντάξιους των έργων τους, αλλά και στους πιο αδύνατους πνευματικά απονέμει πάλι τη συγγνώμη, ως ελεήμων και φιλάνθρωπος που είναι, Υπολογίζει τις διαθέσεις των ψυχών μας περισσότερο και την προαίρεσή μας, παρά τους κόπους τους σωματικούς, με τους οποίους ασκούμε τους εαυτούς μας στην αρετή, είτε κάνουμε μεγαλύτερη άσκηση με ολόψυχη προθυμία, είτε λιγότερη εξαιτίας της ασθένειας του σώματος, από τους μεγάλους αγωνιστές, και σύμφωνα με την πρόθεση μας μοιράζει αντίστοιχα τα έπαθλα και τα χαρίσματα του Πνεύματος στον καθένα, αναδεικνύοντας τον (ή) περιβόητο και ένδοξο αγωνιστή ή αφήνοντάς τον σε χαμηλότερο επίπεδο, ώστε να έχει ανάγκη από πιο επίμονη κάθαρση.
Αλλά ας δούμε, αν συμφωνείτε, και ας εξετάσουμε προσεκτικά, ποιό είναι το μυστήριο της αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας, το οποίο σε μας που θέλουμε τελείται πάντοτε μυστικά, και πως ο Χριστός θάπτεται μέσα μας σαν σε μνήμα και πως, αφού ενωθεί με τις ψυχές μας ανίσταται και ανιστά μαζί του και μας. Και αυτό που σκοπεύω να πω, είναι το εξής:
Ο Χριστός και Θεός μας, σταυρώθηκε και προσήλωσε πάνω στο Σταυρό την αμαρτία του κόσμου, γεύθηκε το θάνατο και κατέβηκε στα έγκατα του άδη. Όπως λοιπόν ακριβώς ανεβαίνοντας πάλι από τον άδη, ενώθηκε με το άχραντο σώμα του, από το οποίο κατεβαίνοντας εκεί καθόλου δεν χωρίστηκε η θεότητα, και αμέσως αναστήθηκε από τους νεκρούς και μετά απ’ αυτό ανέβηκε στον ουρανό με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι λοιπόν και τώρα, όταν εμείς βγαίνουμε από τον κόσμο της αμαρτίας και εισερχόμαστε, με τη μίμηση των παθημάτων του Κυρίου, στο μνήμα της ταπεινώσεως και της μετανοίας, αυτός ο ίδιος κατεβαίνοντας από τον ουρανό, εισέρχεται σαν σε τάφο, στο σώμα μας, και αφού ενωθεί με τις ψυχές μας, τις ανασταίνει, αυτές που είναι ομολογουμένως νεκρές. Και τότε ακριβώς αξιώνει αυτόν, που μ’ αυτό τον τρόπο αναστήθηκε μαζί με το Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής αναστάσεώς του.
Ανάσταση, λοιπόν, του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, που είμαστε πεσμένοι στην αμαρτία. Γιατί εκείνος, που δεν έπεσε ποτέ σε αμαρτία, όπως έχει γραφεί, ούτε έχασε το ελάχιστο από τη δική του δόξα, πως είναι δυνατό να αναστηθεί ποτέ ή να δοξασθεί, αυτός που είναι πάντοτε δοξασμένος, περισσότερο από όλα τα όντα και ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και εξουσία; Ανάσταση και δόξα Χριστού είναι η δική μας δόξα, όπως είπαμε, που επιτυγχάνεται με την ανάσταση του Χριστού μέσα μας και (έτσι) μας αποκαλύπτεται και τη βλέπουμε. Διότι, μία φορά αφού οικειώθηκε τη φύση μας, όσα αυτός τελεί μέσα μας, αυτά, αυτός πρώτος τα υφίσταται. Ανάσταση της ψυχής, είναι η ένωση με τη ζωή· γιατί όπως ακριβώς το νεκρό σώμα, αν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και δεν ενωθεί μ’ αυτή χωρίς μείξη δεν λέγεται ότι ζει, ούτε μπορεί να ζει, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζει μόνη της, αν δεν ενωθεί με το Θεό, την πραγματικά αιώνια ζωή, με ένωση άρρητη και ασύγχυτη. Γιατί πριν από την ένωση που επιτυγχάνεται με τη γνώση των μυστηρίων του Θεού, την όραση των πνευματικών αληθειών και την αίσθηση της Θείας Χάριτος είναι, νεκρή, αν και είναι νοερή και κατά τη φύση της αθάνατη.
Γιατί ούτε η γνώση είναι δυνατή χωρίς την όραση, ούτε η όραση χωρίς την αίσθηση. Κι αυτό που λέω, είναι το εξής: Πρέπει να προηγηθεί η όραση και μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η γνώση και η αίσθηση (αυτό το λέω για τα πνευματικά πράγματα, γιατί στα σωματικά και χωρίς την όραση υπάρχει αίσθηση).
Τί ακριβώς λέω; Ο τυφλός όταν χτυπήσει το πόδι του σε πέτρα το αισθάνεται, ο νεκρός όμως όχι· και στα πνευματικά πράγματα, εάν ο νους δεν έλθει σε θεωρία των πραγμάτων που υπερβαίνουν κάθε έννοια, δεν αισθάνεται τη μυστική ενέργεια της Θείας Χάριτος.
Αυτός, λοιπόν, που ισχυρίζεται στα πνευματικά, ότι αισθάνεται τις πραγματικότητες που είναι πάνω από το νου, το λόγο και την έννοια, προτού να έλθει σε θεωρία, μοιάζει με τον τυφλό, ο οποίος αισθάνεται μεν όσα αγαθά ή κακά υφίσταται, αγνοεί όμως όσα βρίσκονται μπροστά του και όσα γίνονται γι’ αυτόν αιτία ζωής ή θανάτου· γιατί όσα καλά ή άσχημα επακολουθούν γι’ αυτόν καθόλου δεν αντιλαμβάνεται και τούτο γιατί έχει στερηθεί την οπτική δύναμη και αίσθηση. Κι έτσι πολλές φορές σηκώνοντας το ραβδί του για να αποκρούσει τον εχθρό του, αντί για κείνον κτυπά κάποτε το φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον κοροϊδεύει.
Την ανάσταση του Χριστού, οι περισσότεροι άνθρωποι την πιστεύουν, είναι όμως πολύ λίγοι εκείνοι που τη βλέπουν καθαρά. Και φυσικά, αυτοί που δεν την είδαν, ούτε τον Ιησού Χριστό μπορούν να προσκυνούν, ως Άγιο και Κύριο.
«Ουδείς γαρ, λέγεται, δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω», και αλλού «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». Ούτε βέβαια λέει το ιερώτατο κείμενο, που καθημερινά απαγγέλουμε «Ανάστασιν Χριστού πιστεύσαντες», αλλά τί; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον Κύριον Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον».
Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Άγιο Πνεύμα -σαν να είδαμε αυτή που δεν είδαμε- να λέμε «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι», αφού ο Χριστός αναστήθηκε μια φορά πριν χίλια χρόνια και μάλιστα ούτε τότε τον είδε κανείς την ώρα της αναστάσεως; Άραγε μήπως θέλει η θεία Γραφή να λέμε ψέματα; Όχι βέβαια, αλλά αντίθετα μας παραγγέλει να λέμε την αλήθεια, διότι η ανάσταση του Χριστού γίνεται πραγματικά στην ψυχή κάθε πιστού ξεχωριστά και μάλιστα όχι μια φορά, αλλά -θα τολμούσα να πω- συνεχώς ο Δεσπότης Χριστός ανίσταται μέσα μας λάμπρος ορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητος. Γιατί η φωτοφόρος παρουσία του Αγίου Πνεύματος μας αποκαλύπτει την ανάσταση του Δεσπότη Χριστού όπως μέσα σε πρωινή φωτοχυσία ή καλύτερα μας δίνει το δώρο να βλέπουμε αυτόν τον ίδιο τον αναστημένο Χριστό. Γι’ αυτό και λέμε· «Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν» και υποδηλώνοντας τη δεύτερη παρουσία του, τελειώνοντας λέμε· «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Σε όσους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός ολωσδιόλου πνευματικά φανερώνεται και τον βλέπουν με τα πνευματικά μάτια. Όταν δηλαδή ο Χριστός έλθει μέσα μας με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, μας ανιστά εκ νεκρών και μας ζωοποιεί και μας αξιώνει να τον βλέπουμε μέσα μας ολοζώντανο, αυτόν που είναι αθάνατος και ανώλεθρος κι όχι μόνο αυτό, αλλά μας δίνει το χάρισμα να αντιλαμβανόμαστε ότι μας ανιστά μαζί Του και μας συνδοξάζει, όπως λέγεται σε όλη την Αγία Γραφή.
Αυτά λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των χριστιανών, αυτή η κρυμμένη δύναμη της πίστεως μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι ή, για να πω καλύτερα ημίπιστοι δεν την βλέπουν, ούτε ασφαλώς μπορούν καθόλου να τη δουν.
Άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους. Γιατί χωρίς έργα και οι δαίμονες πιστεύουν και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Οίδαμεν γαρ σε», λένε, τον «Υιόν του Θεού», και αλλού· «Ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του Υψίστου εισίν». Αλλά όμως ούτε τους δαίμονες ούτε κι αυτούς τους ανθρώπους ακόμη θα ωφελήσει αυτή η ομολογία. Διότι κανένα όφελος δεν προκύπτει από αυτή την πίστη, επειδή είναι νεκρή, σύμφωνα με το θείο Απόστολο: «Η πίστις γαρ, λέγει, δίχα των έργων νεκρά εστίν», όπως ακριβώς και τα έργα χωρίς πίστη. Και γιατί είναι νεκρή; Διότι δεν έχει μέσα της το Θεό που ζωογονεί τα πάντα, διότι αυτόν που είπε· «Ο αγαπών με τας εντολάς τας εμάς τηρήσει, και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιησόμεθα», δεν προσπάθησε να κλείσει μέσα της. Άστε με την παρουσία του να αναστήσει αυτόν που την έχει εκ νεκρών, να τον ζωοποιήσει και να τον αξιώσει να δει καθαρά, ολοκληρωτικά αυτόν που αναστήθηκε μέσα του και ανέστησε και αυτόν.
Νεκρή λοιπόν είναι αυτή η πίστη απ’ αυτό ακριβώς, και μάλλον είναι νεκροί όσοι την έχουν αποκτήσει χωρίς όμως να έχουν και έργα. Γιατί η πίστη στο Θεό, ζει πάντοτε και ζώντας ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται με πρόθεση αγαθή και την ασπάζονται. Αυτή η πίστη πολλούς οδήγησε από το θάνατο στη ζωή, προτού να εκτελέσουν τις εντολές του Θεού και τους αποκάλυψε το Χριστό και Θεό. Και αν έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις εφάρμοζαν μέχρι θανάτου, επρόκειτο να διατηρηθούν κι αυτοί απ’ αυτές -τέτοιοι προφανώς που έγιναν από μόνη την πίστη. Επειδή όμως γύρισαν πίσω σαν το τεντωμένο τόξο και ενεπλάκη σαν στις προηγούμενες πράξεις τους, φυσικά αμέσως ναυάγησαν και στην πίστη και στέρησαν δυστυχώς τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός, ο Θεός.
Αυτό ακριβώς για να μην πάθουμε και μείς, ας τηρήσουμε σας παρακαλώ, τις εντολές του Θεού με όση δύναμη έχουμε, ώστε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά να απολαύσουμε, και μάλιστα εννοώ, την ίδια την θέα του Χριστού, την οποία είθε όλοι εμείς να επιτύχουμε με τη χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.