Τό βουνό ἀπό παλιά εἶχε κατοικηθεῖ ἀπό ἡσυχαστές, πού ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν πλήρως στόν Θεό. Ἄλλοι ἀξιοποίησαν τίς σπηλιές πού ἀπό φυσικοῦ του σχημάτιζε τό βουνό, ἄλλοι ἔφτιαξαν πρόχειρες καλύβες καί κελλιά. Ἔφτιαξαν τελικά μία σκήτη καί στό κέντρο της κατασκεύασαν τόν ναό τους, ἔτσι ὥστε τίς Κυριακές καί κάθε μεγάλη ἑορτή νά συνάζονται καί νά εὐχαριστοῦν καί νά δοξολογοῦν τόν Κύριο. Νυχθημερόν προσεύχονταν στόν Κύριο, ἡ προσευχή ἦταν τό κύριο ἔργο τους, ἐκεῖ ὅμως πού ἔνιωθαν αἰσθητά τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους ἦταν ὅταν συνάζονταν στόν ναό τους γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐκεῖ καταλάβαιναν ὅτι ἀποτελοῦν μέλη τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι ἐπίσης ἀλλήλων μέλη, τήν ὥρα μάλιστα πού προσέρχονταν ἐν μετανοία γιά νά λάβουν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κοινωνημένοι καί ἐνισχυμένοι ἔφευγαν μέ τό τέλος τῆς Λειτουργίας, νιώθοντας τήν ψυχική ἀγαλλίαση ἀπό τή θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ καί τῶν συνασκητῶν τους, χωρίς νά ξεφεύγουν σέ περιττά λόγια καί σέ ἀργολογίες. Ἡ ζωή τους ἔπειτα ἦταν ἡ συνέχεια τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία γινόταν προσμονή γιά τήν ἑπόμενη καί πάλι σύναξή τους.
Ὁ Ἰσαάκ ἦταν ἄνθρωπος πού τό ‘λεγε ἡ καρδιά του κι ἔπιαναν τά χέρια του, γι’ αὐτό καί ἐπέλεξε ἕνα ἀπό τά «δύσκολα» διακονήματα τῆς περιοχῆς: νά πλέκει κουνουπιέρες, μικρές καί μεγάλες, οἱ ὁποῖες γίνονταν ἀνάρπαστες στήν πόλη, καθώς μαστιζόταν ἀπό τά κουνούπια καί ἀπό ἄλλα πετούμενα. Μικρότερα ἐργόχειρά του τά ἀντάλλασσε μέ τίς προσφορές καί τούς κόπους τῶν ἄλλων συνασκητῶν του, κι ἔτσι ἡ ζωή του περνοῦσε «ἐν ἀφελότητι καρδίας», γεμάτη ἀπό τήν παρουσία τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος συχνά τοῦ πρόσφερε στιγμές τόσο μεγάλης ἀγαλλίασης πού ἔλεγε ὅτι θά σπάσει ἡ καρδιά του. Τό «δόξα τῷ Θεῷ» καί τό «Κύριε ἐλέησον» ἦταν ἐκεῖνα πού ἐνήλλασσαν διαρκῶς τά χείλη του, γι’ αὐτό καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται λίγο ἱκανοποιημένος ἀπό τίς ἀσκητικές του ἐπιδόσεις. Ἄρχισε νά ἑδραιώνεται σιγά σιγά μέσα του ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Πονηρός, ἄν δέν τοῦ ἀφήνεις χῶρο στήν καρδιά σου, δέν βρίσκει περιθώριο οὔτε κἄν νά σέ πειράξει. Σύντομα θά ἔβλεπε τήν πλάνη του.
Γρήγορα ὁ λογισμός του ξεστράτισε ἀπό τήν πίκρα, γιατί εἶχε μέ ἄλλα πιο σπουδαῖα νά ἀπασχοληθεῖ: εἶχε μία παραγγελία ἀπό ἕναν προύχοντα τῆς πόλης γιά μία μεγάλη κουνουπιέρα. Εἶχε ἤδη βρεῖ τά πιό σπουδαῖα ὑλικά, εἶχε κάνει τό σχέδιο – ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε νά σκεφτεῖ – καί βάλθηκε νά τό φέρει σέ πέρας. Ὅ,τι περίσσευε σάν χρόνος ἀπό τά μοναχικά του καθήκοντα τό ἀφιέρωνε γιά τό ἐργόχειρο αὐτό, καί ἤδη μέσα του ζωγράφιζε τήν ὥρα πού θά τό παρέδιδε, ἔβλεπε τήν εὐχαρίστηση τοῦ… πελάτη του! Μετά ἀπό κάποιες ἡμέρες τό ἔργο του ἔφτασε στό τέλος. Ἱκανοποιημένος τό ἔστησε ἀπέναντί του, σέ κάποια ἀπόσταση, γιά νά κάνει τήν ἀποτίμηση. Καί τότε… εἶδε τό πρόβλημα: κάποια πλεξίματα εἶχαν μπλεχτεῖ, εἶχαν πάρει σχῆμα ἀκανόνιστο, τό σχέδιο χώλαινε ἐπικίνδυνα, ἡ αἰσθητική τοῦ ἔργου του δέν ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Καί τό χειρότερο; Δέν ἤξερε ποῦ χρειάζεται ἡ ἀκριβής ἐπιδιόρθωση!Ξαφνιάστηκε καί τρόμαξε πολύ μ’ αὐτό πού εἶδε στή συνέχεια: ἀπό τό μικρό παράθυρο τῆς σπηλιᾶς του, εἶδε νά μπαίνει ἕνας νεαρός. Δέν πρόλαβε νά ἀντιδράσει οὔτε καί νά πεῖ τίποτε, γιατί ἔσπευσε ἐκεῖνος νά τοῦ ἐπισημάνει: «Φαίνεται ὅτι ἔκανες πράγματι λάθος στόν σχεδιασμό τοῦ ἔργου σου, ἀλλά μή σέ νοιάζει. Δῶστο σ’ ἐμένα καί ἐγώ θά τό διορθώσω. Ὅλα τά μπορῶ ἐγώ». Σάν νά συνῆλθε λίγο ὁ Ἰσαάκ καί ἄρχισε νά καταλαβαίνει τό ποιός ἦταν ὁ ἐπισκέπτης του! Ἀντέδρασε. «Φύγε γρήγορα ἀπό δῶ μέσα ἐσύ, παμπόνηρε, πού τολμᾶς νά μπαίνεις σέ χῶρο ἀσκητῆ», εἶπε ὀργισμένος, «κι ἄς μή μοῦ γίνει ποτέ τό ἐργόχειρο». Ὁ «νεαρός» δέν τό ἔβαλε ὅμως κάτω. Συνέχισε ἀπτόητος καί μάλιστα μέ… γλυκόλογα: «Μά, δέν βλέπεις ὅτι ζημιώνεσαι ἄν τό φτιάξεις ἄσχημα;» «Καί σένα τί σέ μέλλει, μπορεῖς νά μοῦ πεῖς;» πῆρε νά ἀγριεύει ὁ Ἰσαάκ. «Μά σέ σπλαχνίζομαι, ἐγώ… τό καλό σου θέλω. Δέν θέλω νά χάσεις τόν κόπο σου. Τόσες μέρες πάλευες μ’ αὐτό! Ἐδῶ τίς προσευχές σου σχεδόν πῆγες νά ξεχάσεις!» Πετάχτηκε πάνω μέ πλήρη συναίσθηση πιά ὁ Ἰσαάκ καί κατακόκκινος ἀπό τόν θυμό γιά τό… θράσος τοῦ Πονηροῦ. «Πολύ κακῶς ἔκανες πού ἦρθες ἀπό δῶ», τοῦ εἶπε, «καί μαζί μ’ ἐσένα καί αὐτούς πού ἔφερες. Νά σηκωθεῖς ἀμέσως νά φύγεις!»
Φωτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ Ἰσαάκ. Ὁ Πονηρός ἔγινε ὄργανο τοῦ… Κυρίου, προκειμένου νά τόν συνεφέρει. Συντρίφτηκε ἡ καρδιά του, εἶδε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ ἐπισκέπτη του καί σάν βολίδα ἄνοιξε τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς του κι ἔτρεξε πρός τόν γείτονά του. «Ἥμαρτον!», τοῦ φώναξε καί πρόσπεσε στά πόδια του. «Ἄφησα κακό λογισμό ἐναντίον σου τίς προάλλες μέ τή φακή, νόμισα ὅτι μέ κορόϊδεψες, σοῦ ζητῶ ταπεινά συγγνώμη». Ἀγκαλιάστηκαν καί ἔκλαψαν οἱ δύο καλόγεροι. Ἡ καρδιά τους γέμισε ἀπό μετάνοια καί χάρη. Ἡ ἀγάπη τούς σκέπασε. Ἡ γαλήνη καί ἡ χαρά πλημμύρισε τήν ὕπαρξή τους. «Δέν πειράζει, ἀδελφέ», εἶπε ὁ Ἰάκωβος. «Πρέπει ἴσως κι ἐγώ νά εἶμαι περισσότερο προσεκτικός καί νά μή δίνω λαβές γιά ὑποψίες. Συγχώρα με κι ἐμένα!»
Εἰρηνεμένος γύρισε στή σπηλιά του ὁ Ἰσαάκ. Τήν βρῆκε νά καπνίζει ἀπό φωτιά. Ὁ ἐπισκέπτης του εἶχε φροντίσει, κατά παραχώρηση θεία, νά τόν ἐκδικηθεῖ γιά τήν ἀγάπη καί τή συγγνώμη πού ἐπέδειξε: εἶχε κάψει τήν κουνουπιέρα, ἀλλά μαζί μέ αὐτήν καί τήν ψάθα πού χρησιμοποιοῦσε γιά τίς μετάνοιες του. Ὁ δαίμων τῆς μνησικακίας ἔδειξε ὅτι συμβαδίζει μέ τόν ἀδελφό του, τόν δαίμονα τοῦ φθόνου!




