Άγ. Σέργιος και Βάκχος, μαζί στη ζωή και το μαρτύριο


sergbakx
 Οι ανδρείοι και άγιοι αυτοί μάρτυρες της χριστιανικής Πίστεως ήταν κάποτε ευγενείς αξιωματούχοι στην αυτοκρατορική αυλή, επί βασιλείας Μαξιμιανού. Ο ασεβής αυτοκράτορας τους εκτιμούσε ιδιαιτέρως εξαιτίας της γενναιότητας, της σοφίας, αλλά και της πίστης τους στο πρόσωπό του. Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι οι δύο ευγενείς ακόλουθοί του ήταν χριστιανοί, η εύνοιά του μετατράπηκε σε οργή. Επ’ ευκαιρία λοιπόν κάποιας ειδωλολατρικής γιορτής, ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον Σέργιο και τον Βάκχο να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα: εκείνοι αρνήθηκαν δημοσίως να υπακούσουν τον αυτοκράτορα.
 Έξω φρένων αυτός διέταξε να τους αφαιρέσουν αμέσως τις στρατιω­τικές στολές, τις ζώνες, τα δαχτυλίδια, τα εμβλήματα και να τους ντύσουν με γυναικεία ενδύματα. Ύστερα τους πέρασε σιδερένιους χαλκάδες στον λαιμό και τους περιέφερε έτσι στους δρόμους της Ρώμης, για να χλευαστούν απ’ όλο τον λαό. Στη συνέχεια τους έστειλε στον έπαρχό του στην Ασία, Αντίοχο, για να τους βασανίσει.


Αλλά ο Αντίοχος είχε ανέλθει στο αξίωμά του με τη βοή­θεια των αγίων Σέργιου και Βάκχου, οι οποίοι κάποτε τον είχαν συστήσει στον αυτοκράτορα. Τους ικέτεψε ν’ αρνηθούν τον Χρίστο και να γλυτώσουν από τα βασανιστήρια και τον άδοξο θάνατο. Εκείνοι απάντησαν: «Η τιμή και η ατιμία, η ζωή και ο θάνατος – όλα αυτά είναι ίδια, ρέοντα και φθαρτά, για όποιον επιζητεί την Ουράνια Βασιλεία».
Ο Αντίοχος έριξε τον Σέργιο στη φυλακή και πρόσταζε να βασανίσουν πρώτα τον Βάκχο. Οι βασανιστές εναλλάσ­σονταν και τον χτυπούσαν αλύπητα μέχρι που το σώμα του ξεσχίστηκε μεληδόν. Η αγία ψυχή του Βάκχου εξήλθε από το ξεσχισμένο και ματωμένο σώμα και, στα χέρια των αγγέλων, οδηγήθηκε στον Κύριο. Ο άγιος Βάκχος μαρτύ­ρησε στην πόλη Λισσό (της Συρίας).
Στη συνέχεια οι δήμιοι έσυραν έξω τον άγιο Σέργιο και τον ανάγκασαν να βαδίσει με σιδερένια υποδήματα επεν­δυμένα με αιχμηρά καρφιά. Έτσι περπάτησε μέχρι την πόλη της Συρίας, Ρασάφα, όπου και απέκοψαν την κεφαλή του. Η ψυχή του όμως πήγε στον Παράδεισο όπου, μαζί με τον φίλο του Βάκχο, έλαβε τον στέφανο της αιωνίου δόξης από τον αγωνοθέτη Χριστό, τον Βασιλέα και Κύριο.
Οι δύο έξοχοι αυτοί αθληφόροι της πίστεως μαρτύρησαν περί το έτος 303.